Ο τζίρος της χριστουγεννιάτικης αγοράς ήταν χαμηλότερος των προσδοκιών, καθώς σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) σημειώθηκε μια μέση μείωση της εμπορικής κίνησης της τάξεως του 6-8% στις αγορές των μεγάλων αστικών κέντρων και περίπου 10% στις περιφερειακές αγορές.
Οι εμπορικές επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι είχαν στηρίξει πολλές ελπίδες στην εορταστική αγορά, που θα έδινε «ανάσες» στη δύσκολη και παρατεταμένη περίοδο καταναλωτικής κρίσης, δυστυχώς, λόγω έλλειψης διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά κυρίως λόγω του κλίματος αβεβαιότητας από τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, διαψεύστηκαν, επισημαίνει η ΕΣΕΕ.
Το βασικό συμπέρασμα από την κίνηση των εμπορικών καταστημάτων την περίοδο των Χριστουγέννων, είναι η περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης, τονίζει η ΕΣΣΕ, καθώς: Οι τοπικές αγορές στη συντριπτική τους πλειονότητα θεωρούν ότι σημειώθηκε πτώση των πωλήσεων στα εμπορικά καταστήματα της περιοχής τους συγκριτικά με την περσινή εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων. Οι περισσότεροι μικρομεσαίοι έμποροι κάνουν λόγο για μια μέση μείωση της εμπορικής κίνησης της τάξεως του 6-8% στις αγορές των μεγάλων αστικών κέντρων και περίπου 10% στις περιφερειακές αγορές.
Η εικόνα που περιγράφει η ΕΣΕΕ αντικατοπτρίζεται και στην περιοχή μας. Σύμφωνα με δήλωση του προέδρου του Εμπορικού Συλλόγου Πτολεμαΐδας- Εορδαίας, Γιώργου Ηλιόπουλου, στον «Π», η αγορά κινήθηκε τις παραμονές των Χριστουγέννων «αλλά όχι σε ικανοποιητικά επίπεδα, στα αναμενόμενα επίπεδα για τον εμπορικό κόσμο που έλπιζε στην αύξηση της κίνησης και του τζίρου για να μπορέσει να καλύψει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του.» Ο κ. Ηλιόπουλος ανέφερε μάλιστα ότι «ο κόσμος βγήκε στην αγορά τις μέρες των Χριστουγέννων, αλλά έκανε βόλτα, δεν ψώνιζε, έκανε επιλεγμένες αγορές, γιατί είναι ζορισμένος οικονομικά.»
Ερωτηθείς για την εμπορική κίνηση τις δύο Κυριακές που άνοιξαν τα εμπορικά καταστήματα (21 και 21 Δεκεμβρίου) είπε ότι «υπήρξε κίνηση, αλλά καλώς δεν άνοιξαν τα μαγαζιά και την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου, διότι όπως καταδεικνύουν και τα στοιχεία της ΕΣΕΕ τα εμπορικά καταστήματα δεν είχαν ιδιαίτερη κίνηση την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου. Για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι δεν λείπουν οι εργάσιμες ημέρες αλλά η ρευστότητα στην αγορά.»
Η ΕΣΕΕ σημειώνει ότι η πτώση ρεκόρ στη χριστουγεννιάτικη ζήτηση σημειώθηκε το 2012, με το ιστορικό χαμηλό του -30%, ενώ το 2013 η μείωση στο λιανικό εμπόριο είχε υπερβεί το -10%. Για άλλη μια χρονιά το χριστουγεννιάτικο δώρο του ιδιωτικού τομέα, αφιερώθηκε σε γιορτινές αγορές από τους περισσότερους καταναλωτές την περίοδο πριν τα Χριστούγεννα. Άλλωστε το 70% της συνολικής εμπορικής κίνησης των εορταστικών αγορών γίνεται την περίοδο πριν τα Χριστούγεννα, και το υπόλοιπο 30% μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, αφού ο μισθός του Δεκεμβρίου και το δώρο των Χριστουγέννων δύσκολα φτάνουν πλέον μέχρι την Πρωτοχρονιά.
Αναλυτικότερα, οι μέρες με τη μεγαλύτερη αγοραστική κίνηση σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα στοιχεία αναφέρονται με σειρά σημαντικότητας, η προπαραμονή των Χριστουγέννων 23/12, η οποία σύμφωνα με 5 στους 10 εμπόρους ήταν η καλύτερη μέρα από άποψη αγοραστικής κίνησης και τζίρου, ενώ για 3 στους 10 ήταν η παραμονή των Χριστουγέννων 24/12. Κατά γενική ομολογία τα εμπορικά καταστήματα δεν είχαν ιδιαίτερη κίνηση την Κυριακή 14/12, ενώ σύμφωνα με 2 στους 10 δούλεψαν πολύ ικανοποιητικά την Κυριακή 21/12 πριν τα Χριστούγεννα και την τελευταία Κυριακή του χρόνου 28/12, επιβεβαιώνοντας το αίτημά μας, η αγορά να παραμένει ανοιχτή σε όλη την Ελλάδα, όπως παραδοσιακά συμβαίνει από το 1966.
Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες εμπορικών επιχειρήσεων τόνισαν ότι, ενώ υπήρχε αρκετός κόσμος στους εμπορικούς δρόμους, οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν διάθεση ή δυνατότητα μόνο για βόλτα και όχι για αγορές, καταδεικνύοντας για ακόμη μία φορά πως μείζον θέμα αποτελεί η έλλειψη ρευστότητας που ταλανίζει το καταναλωτικό κοινό. Οι εκπρόσωποι του εμπορίου περιγράφουν τις αλλαγές που έχουν υποστεί οι καταναλωτικές συμπεριφορές, τονίζοντας πως πλέον το καταναλωτικό κοινό αναζητά κυρίως τα πιο οικονομικά προϊόντα από κάθε είδος, ώστε ακόμα και όσοι ψώνισαν στις γιορτές διέθεσαν κατά 20% μικρότερα ποσά σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές. Χαρακτηριστικά, ενώ ο μέσος όρος της συνολικής αξίας αγορών για χριστουγεννιάτικα δώρα στην Ευρώπη των 28, ήταν 488 ευρώ, στην Ελλάδα ήταν αντίστοιχα 406 ευρώ.
Από τα πρώτα συγκριτικά στοιχεία της αγοράς, φαίνεται ότι ο κλάδος όπου διαπιστώθηκε η μεγαλύτερη μείωση της ζήτησης των Χριστουγέννων είναι η κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης. Επιβεβαιώνεται και φέτος, η στροφή των καταναλωτών σε μικροδωράκια, συμβολικού περισσότερο χαρακτήρα με δυναμική επιλογή των ηλεκτρονικών «μικροδώρων». Θετικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι, αυτή η στροφή προτίμησης απέτρεψε τη μείωση στη ζήτηση των βιβλίων. Όπως ήταν αναμενόμενο, καλύτερη εικόνα παρουσίασε η ζήτηση σε τρόφιμα και παιδικά/παιχνίδια, δηλαδή στους δύο κλάδους που έχουν αποδειχτεί οι πιο ανθεκτικοί στις περικοπές των εορταστικών δαπανών, καθώς τόσο τα τρόφιμα που αφορούν στο γιορτινό τραπέζι, όσο και τα προϊόντα που σχετίζονται με το παιδί, είναι άμεσα συνυφασμένα με τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα.
Εάν τελικά τα αποτελέσματα της εμπορικής κίνησης της περιόδου των Χριστουγέννων, επιβεβαιωθούν από την κίνηση της Πρωτοχρονιάς και συνεχιστούν κατά τη διάρκεια των χειμερινών εκπτώσεων, τότε η κατάσταση θα είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για το μέλλον των εμπορικών επιχειρήσεων, αναφέρει η ΕΣΕΕ και υπογραμμίζει ότι: «Για το λόγο αυτό, με ιδιαίτερη έμφαση η ΕΣΕΕ ζήτησε πολλάκις και εγκαίρως, σύνεση, συναίνεση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, προς αποφυγή καταστάσεων αβεβαιότητας, που τελικά ταλαιπώρησαν και φέτος την ελληνική αγορά, ακόμα και την περίοδο των Χριστουγέννων.
Στην ανακοίνωσή της η ΕΣΕΕ επισημαίνει ακόμη ότι μετά από μία χρονιά σταθεροποίησης της οικονομίας, η χριστουγεννιάτικη περίοδος, αναμενόταν να δώσει «ανάσες» στις εμπορικές επιχειρήσεις, στο βαθμό που, σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, θα αποτελούσε «πνεύμονα» ενίσχυσης της ρευστότητας και «φιλί ζωής» στη βιωσιμότητά τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εμπορικές επιχειρήσεις λιανικής από όλη την Ελλάδα, είχαν στηρίξει πολλά στα φετινή αγορά, που ίσως σηματοδοτούσε και το «τέλος εποχής» μιας μακράς καταναλωτικής κρίσης.
Αντί αυτού, η κατάσταση της φετινής χριστουγεννιάτικης αγοράς, μπορεί να περιγραφεί με τον ψυχολογικό όρο της «αμφιθυμίας», αφού καταναλωτές και έμποροι ήθελαν και ήλπιζαν στη χαρά των εορτών, αλλά δυστυχώς τα γεγονότα δεν το επέτρεψαν, με αποτέλεσμα η αρχική χαρά να οδηγείται σε θλίψη. Ο εμπορικός κόσμος παρά ταύτα, θα συνεχίσει και τη νέα χρονιά να ελπίζει ότι θα βρεθεί τελικά λύση, ώστε να αντιστραφεί το κλίμα στην ελληνική αγορά.