Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εν δυνάμει πρωθυπουργός θα πρέπει να είναι και τυπικά ικανός να εκλεγεί στη θέση αυτή. Ένας εκ των υποψηφίων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει κώλυμα να εκλεγεί βουλευτής μέχρι το 2019 λόγω του ότι είναι εκλεγμένος σε θέση τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ ακόμη και εάν παραιτηθεί από τη θέση αυτή το κώλυμα παραμένει. Άρα, μοιραία, τίθεται το ερώτημα: μπορεί ένας μη βουλευτής να εκλεγεί πρωθυπουργός; Είναι, δε, προφανές ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι υποψήφιος πρωθυπουργός, και άρα πρέπει να γίνει σαφές αν ο αρχηγός ενός κόμματος μπορεί να διορισθεί πρωθυπουργός, άλλως, τίθεται εν αμφιβόλω η λαϊκή κυριαρχία επί της εκτελεστικής εξουσίας, αφού δεν μπορεί άλλον να ψηφίζει και να επιλέγει ο λαός και εν τέλει άλλος να διορισθεί! Μπορεί, λοιπόν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων να διορίσει κάποιον ως πρωθυπουργό, που, ναι μεν, τον αποδέχεται το κόμμα του, αλλά ο ίδιος δεν είναι εκλεγμένος βουλευτής;
Κατά τη διάρκεια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας είχαμε μη βουλευτές διορισμένους πρωθυπουργούς, σε μη υπηρεσιακές κυβερνήσεις, τον Ξενοφώντα Ζολώτα το 1989 και πρόσφατα τον Λουκά Παπαδήμο το 2011. Και οι δύο είχαν την διαφορά από τον Τζιτζικώστα ότι δεν ήταν αρχηγοί κόμματος, αλλά τους υπέδειξαν οι κοινοβουλευτικές ομάδες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως πρωθυπουργούς. Ο εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός είναι μια εξαίρεση στο σύστημα του πολιτεύματος και στο σύνταγμα προβλέπεται στο άρθρο 37 παρ. 4, το οποίο αναφέρεται στην Oργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας και στον διορισμό του Πρωθυπουργού και Κυβέρνησης.
Το κείμενο του συντάγματος αναφέρει ρητώς ότι: “Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται, …. εντολή σχηματισμού Kυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ’ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος”. Με απλή ανάγνωση, λοιπόν, καθίσταται σαφές ότι ο πρωθυπουργός πρέπει να είναι μέλος του Κοινοβουλίου, κατ’ αρχήν. Ταυτοχρόνως -σε διάταξη ίσης αξίας και βαρύτητας- κατά το 38 παρ. 2 “Αν ο Πρωθυπουργός παραιτηθεί, εκλείψει ή αδυνατεί για λόγους υγείας να ασκήσει τα καθήκοντά του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει Πρωθυπουργό αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στο οποίο ανήκει ο απερχόμενος Πρωθυπουργός”. Κατ’ αυτή την άποψη, λοιπόν, ο πρωθυπουργός μπορεί να είναι πρόσωπο που δεν ανήκει στην κοινοβουλευτική ομάδα, αφού αν ήθελε κάτι τέτοιο ο συνταγματικός (και αργότερα ο αναθεωρητικός) νομοθέτης θα το είχε εκφράσει. Θα μπορούσε δηλαδή να αναφέρει ότι “…διορίζει πρωθυπουργό τον βουλευτή που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στο οποίο ανήκει ο απερχόμενος Πρωθυπουργός” ή ακόμα περισσότερο, το ά. 37 παρ. 4 Συντάγματος, θα μπορούσε να έχει την εξής διατύπωση: “…. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή στο βουλευτή που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος”.
Υπάρχουν και άλλοι μέθοδοι ερμηνείας του Συντάγματος, που βέβαια ο συνταγματολόγος ΠτΔ, κ. Παυλόπουλος, γνωρίζει καλύτερα προκείμενου να αποφασίσει αν μπορεί να διορισθεί ήδη αιρετός της αυτοδιοίκησης ως πρωθυπουργός που έχει κώλυμα να είναι βουλευτής. Ελλείψει συνταγματικού Δικαστηρίου, αλλά λαμβανόμενης υπόψιν της κοινής παραδοχής ότι αναφορικά με το Σύνταγμα, εφόσον η προς ρύθμιση κατάσταση ρητώς δεν απαγορεύεται, τότε, μάλλον, επιτρέπεται, ο Τζιτζικώστας μπορεί να εκλεγεί πρωθυπουργός, εφόσον τον υποδείξει η κοινοβουλευτική ομάδα που έχει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, και ο ΠτΔ έχει υποχρέωση να προχωρήσει στον διορισμό του. Μάλιστα, εφόσον, έχουμε απευθείας (χρονική) εκλογή πρωθυπουργού από τον λαό με εκλογές, και όχι διορισμό πρωθυπουργού ένεκα παραίτησης, θανάτου ή άλλης έκτακτης αιτίας, οποιαδήποτε μορφή ερμηνείας του Συντάγματος είναι μάλλον πολύ μικρή απέναντι στην πανίσχυρη λαϊκή κυριαρχία.
Ηλίας Σιδέρης
Δικηγόρος Αθηνών