Η αλήθεια είναι πως για το σημερινό άρθρο, παραφράζοντας τον Ελύτη, γι΄αλλού είχα ξεκινήσει να γράφω και αλλού η ζωή με πήγε. Πολύ περισσότερο, που η αλλαγή πλεύσης αφορά το πέρασμα της ψυχής, ενός αγαπημένου προσώπου και πυλώνα της νεοελληνικής τέχνης και σκέψης, όπως ο Νίκος Κούνδουρος.
Αυτός ο άνθρωπος, όπως και ο φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, είχαν ένα κοινό στοιχείο: κόμισαν στην τέχνη, άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους, αλλά παράλληλα εξέπεμπαν ένα υγιή ελληνισμό. Όταν εξέφεραν λόγο, ήθελες να γίνεις κοινωνός τους. Είχαν γοητεία, είχαν κάτι να πουν και δεν χρησιμοποιούσαν φιοριτούρες. Ήθελες να τους ακούς. Συμφωνούσες ή όχι μαζί τους.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, αν και από τον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης. Έκανε κινηματογράφο, έχοντας σπουδάσει ζωγραφική και γλυπτική. Τον θυμάμαι να λέει πως «μεγαλώσαμε στη φρίκη της πείνας, η ηλικία η δικιά μας παιδιά δεν υπήρξαμε ποτέ». Ανασύρω στη μνήμη τον Β. Δημητρίου: «Γενιά του 40΄, σε βάλαν στην μπάντα…πως μας τσακίζει τώρα, σαν ξένη μάνα, σαν μητριά» («Βαμμένα κόκκινα μαλλιά»). Να περιγράφει στιγμές της εξορίας στη Μακρόνησο, τις παραστάσεις τις οποίες έστηναν εκεί, την καλοσύνη του Θ. Βέγγου, τον οποίο γνώρισε εκεί και ο Κούνδουρος ήταν το υποκριτικό εφαλτήριο του.
Αυτός, λοιπόν, ο ασυμβίβαστος από τη νιότη του και διωγμένος, σκηνοθετώντας την «Μαγική Πόλη» του 1954, μας έδωσε την εικόνα μιας φτωχογειτονιάς ανθρώπινης, «χωμένη δίπλα στη λεωφόρο» των Αθηνών. Έπρεπε όμως και εκεί κάτι να αλλάξει. «Πως μπορούσε να χωρέσει η ιστορία ενός ανθρώπου στις παράγκες που τις χώριζε ένα σανίδι» μονολογεί ο Κατράκης. Πικρή Ελλάδα, μετά από τη μικρασιατική καταστροφή, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Μιας Ελλάδας η οποία δεν έπρεπε να φαίνεται και την οποία λογάριαζαν σαν σκόνη, η οποία καλύπτονταν πάση θυσία κάτω από το κρατικό χαλί. Έπρεπε να δίνεται μια ευημερούσα εικόνα, παραπλανητική, ειδικά στις ταινίες του 50΄ με αρχές 60΄. Μια πρόφαση απόδρασης από τη δυστυχία της παράγκας, την οποία προσωρινά προσέφερε ο απατηλός κόσμος του Λούνα Παρκ Magic City (σε περίοδο που ένα σκοπευτήριο, ενεργοποιούσε ζώσες μνήμες εκτελέσεων). Μια υποτίθεται αστική πολιτεία, ένας αποικιακός δυτικός πολιτισμός, θεμελιωμένος στην πολιτική δυστυχία και τον ελληνισμό. Στο έργο αρωγός και η «αρχιτεκτονική ανακαίνισις» της αντιπαροχής, που γκρέμιζε ένα – ένα όμορφα σπίτια και μαζί ελληνικές άξιες μνήμες. Θαρρώντας πως με τα καβαφικά τείχη των υψωμένων πολυκατοικιών, θα έκρυβαν την γύμνια της τραυματισμένης από τις τραγωδίες ελληνικής κοινωνίας.
Η ξεπουλημένη πατρίδα στους φίλους Αμερικανούς, ο απαξιωμένος πολιτισμός, ο φόβος του χαφιέ και ο άτολμος καθωσπρέπει Έλληνας, που έπρεπε να βρει την τόλμη να αντιδράσει, διατρέχει το πλάνο στο θρυλικό «Δράκο» του 1958. Και να σου, όταν μπόρεσε, στα «Τραγούδια της Φωτιάς» του 1974, αποτυπώνοντας, άμεσα, με την νωπή μεταπολίτευση το αντίστροφο: τον Έλληνα του θάρρους. Αυτόν που βγήκε στους δρόμους, ζητώντας να δώσουν την χούντα στο λαό. Κι΄αντί γι΄αυτό του δώσαν τσόντα, στον έρωτα, στις προσλήψεις απ΄το παράθυρο. Η τραγωδία σήμερα στεγάζεται σε πολυκατοικίες, μάλλον, όμως, χωρίς όνειρα.
Δεν σταμάτησε να δηλώνει την ελληνική του ψυχή, όπως δεν έπαψε να ομολογεί την σοσιαλιστική του ιδεολογία, αλλά και να κάνει αυτοκριτική. Δεν τον άγγιξε ποτέ ο καιροσκοπικός στουρθουκαμηλισμός, δεν βάφτισε ποτέ το μαύρο γκρίζο, πολύ περισσότερο λευκό. Αλλιώς ζύμωσε το κάλλος της Ελλάδος, πέρα από τα άλλοθι τα οποία παρείχαν στον Έλληνα οι μεγάλες παραγωγές του Φίνου. Η κλασσική και ερωτική αντίληψη των τραγικών, ανιχνεύεται στις Μικρές Αφροδίτες του 1963. Ο Έρως προβάλλεται, αλλά δεν εμπορεύεται. Μια πράξη ελευθερίας ή απελπισίας, στα πολιτικά πράγματα που συνέβαιναν γύρω, τότε. Την αγάπη του για τον μικρασιατικό Ελληνισμό, μέσα από την καταγγελία του βαρβαρισμού των ανθρώπων, από τη Σμύρνη έως τα τάγματα εθνοκάθαρσης, την επέδειξε σαν τάμα στο βενεζικό «1922» του 1978. Θέματα όπως ο ερωτισμός, αλλά και η εξάρτηση των Ελλήνων από τους ξένους, επαναδιαπραγματεύθηκαν στο «Bordello» του 1983.
Ασφαλώς ο «Μπάιρον: μπαλάντα για ένα δαίμονα» του 1992, υπήρξε η αγαπημένη του ταινία. Για τους πολλούς Έλληνες, όμως, υπήρξε απορριπτέα. Για ένα μέρος των σινεφίλ, η ενασχόληση με την Επανάσταση του 1821, ήταν, απλώς, μη επιθυμητή. Άλλαζε κι΄ο κόσμος, γκρεμίζοντας τα τείχη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Για το ευρύ κοινό, ο Μπάιρον δεν ήταν το Μεσολόγγι το οποίο θα ήθελαν να δούν, κάτι σαν τηλεοπτική μεταφορά των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Πολλά ακόμα θα μπορούσα να θυμηθώ, την πολιτική του στάση έως το τέλος: δεν πούλησε ποτέ πολυπολιτισμικότητα, δεν μέτρησε τα λόγια του όταν έκλειναν την ΕΡΤ, δεν σταμάτησε να είναι καίριος. Του αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται !