Πενήντα χιλιάδες ευρώ, με τόκους πέραν της 8ετίας που ξεπερνούν τις 39.000 ευρώ, θα κοστίσουν στον Πάνο Καμμένο τα όσα ισχυριζόταν σε βάρος του Αντρίκου Παπανδρέου για τα περίφημα CDS (Συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης) και την «εμπλοκή» του σε σκάνδαλο κερδοσκοπίας σε βάρος της χώρας μας.
Το Εφετείο της Αθήνας επιδίκασε αποζημίωση 10.000 και 40.000 ευρώ στον αδελφό του πρώην πρωθυπουργού, κρίνοντας ότι ήταν συκοφαντικοί, εξυβριστικοί και απειλητικοί οι επαναλαμβανόμενοι ισχυρισμοί που προέβαλε ο τότε βουλευτής για τα ασφάλιστρα κινδύνου του ελληνικού χρέους.
Με την υπ’ αριθμόν 7051/2020 που δημοσιεύθηκε στις 18 Δεκεμβρίου και αποκαλύπτει σήμερα το mononews (δείτε παρακάτω το έγγραφο) , το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτές και τις δύο αγωγές του κ. Παπανδρέου, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση.
Και οι 40.000 ευρώ που επιδικάστηκαν για τη δεύτερη αγωγή, με τόκους από τα τέλη του 2012.
Νομικοί υπολογίζουν ότι, μέχρι τις 31/12/2020, μόνο οι τόκοι ανέρχονται στις 39.300 ευρώ.
Αν συνυπολογιστούν και οι 4.700 ευρώ που επιδικάστηκαν ως δικαστικά έξοδα και για τις δύο αγωγές, το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβάλει ο κ. Καμμένος στον κ. Παπανδρέου φτάνει στις 94.000 ευρώ.
Επιπλέον, το δικαστήριο έκρινε ότι «υπάρχει κίνδυνος επανάληψης της προσβολής της προσωπικότητας» του Αντρίκου Παπανδρέου και για αυτό «υποχρεώνει τον εναγόμενο να παραλείπει να προσβάλλει την προσωπικότητα του ενάγοντα, με δηλώσεις ομοίου ή ανάλογου περιεχομένου» με εκείνες για τα CDS που κρίθηκαν ως προσβλητικές.
Κι αν ο κ.Καμμένος δεν συμμορφωθεί, θα πρέπει να καταβάλει 2.000 ευρώ κάθε φορά που θα προσβάλει εκ νέου την προσωπικότητα του κ. Παπανδρέου.
Μπορεί τα ποσά που τελικώς επιδικάστηκαν να απέχουν πολύ από αυτά που ο ενάγων διεκδικούσε (συνολικά 1,3 εκατομμύριο ευρώ), ωστόσο, στο σκεπτικό της απόφασης του αναγνωρίζεται η προσβολή της προσωπικότητας του και η ηθική βλάβη που υπέστη από τους «αναληθείς ισχυρισμούς» του τότε βουλευτή της ΝΔ που είχαν προκαλέσει πολιτική θύελλα.
Το ιστορικό της θυελλώδους δικαστικής διαμάχης
Το Εφετείο Αθηνών (Τμήμα Ενοχικό), σχεδόν ένα χρόνο μετά τη συζήτηση των δύο αγωγών (16 Ιανουαρίου του 2020), δημοσίευσε την απόφαση του, με την οποία «εξαφάνισε» στο σύνολο της την πρωτόδικη απόφαση για την 1η αγωγή του Αντρίκου Παπανδρέου και εν μέρει για τη 2η αγωγή. Παράλληλα, απέρριψε ως αβάσιμη την αντέφεση του Πάνου Καμμένου.
Το Μάιο του 2011 και το Νοέμβριο του 2012, ο Αντρίκος Παπανδρέου είχε καταθέσει δύο αγωγές στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Με την πρώτη αγωγή υποστήριζε ότι ο Πάνος Καμμένος, βουλευτής τότε της Νέας Δημοκρατίας, «προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του με την προβολή ψευδών ισχυρισμών για αυτόν, τους οποίους ο εναγόμενος περιέλαβε σε συνέντευξη που έδωσε στις 19 Μαΐου του 2011 σε ραδιοφωνικό σταθμό» και διεκδικούσε χρηματική ικανοποίηση 1.000.000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης.
Με τη δεύτερη αγωγή ο Αντρίκος Παπανδρέου υποστήριζε ότι ο Πάνος Καμμένος «προσέβαλε και πάλι παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του με την προβολή ψευδών ισχυρισμών για αυτόν καθώς και εξυβριστικών και απειλητικών φράσεων που ο εναγόμενος περιέλαβε σε δηλώσεις του στον Τύπο, στο διαδίκτυο και σε ραδιοφωνικούς σταθμούς». Διεκδικούσε χρηματική ικανοποίηση 300.000 ευρώ για την ηθική του βλάβη.
Με την υπ’ αριθμόν 2644/2013 απόφαση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε στο σύνολο της την πρώτη αγωγή και επέβαλε στον Αντρίκο Παπανδρέου να πληρώσει δικαστικά έξοδα 20.000 ευρώ στον Πάνο Καμμένο !!!
Αντίθετα, δέχθηκε εν μέρει τη δεύτερη αγωγή του αδελφού του πρώην πρωθυπουργού, επιδικάζοντας του αποζημίωση 30.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους.
Ο ενάγων άσκησε έφεση και ο εναγόμενος αντέφεση, οι οποίες κρίθηκαν τώρα από το Εφετείο Αθηνών.
Αμφότεροι έκαναν λόγο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας, ο καθένας από την πλευρά του, να «εξαφανιστεί» η σε βάρος του πρωτόδικη απόφαση.
Το σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου
Παραθέτοντας τις δηλώσεις στον Τύπο και τις αναρτήσεις του τότε βουλευτή της ΝΔ στο διαδίκτυο, οι δικαστές αναφέρουν στην απόφαση τους ότι «η ουσία των ισχυρισμών του εναγομένου προς τον ενάγοντα σχετικά με τα CDS συνίστατο στο ότι o Αντρίκος Παπανδρέου συμμετείχε ως εταίρος στις αλλοδαπές εταιρείες IJ Partners SA και Unigestion SA.
Ο εναγόμενος συνέδεε αυτές τις εταιρείες με τις αγορές, το φθινόπωρο του 2009, των CDS από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και ότι οι αγορές αυτές έγιναν επειδή ο ενάγων είχε εσωτερική πληροφόρηση από τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό της χώρας και αδελφό του Γεώργιο Παπανδρέου ότι επίκειται χρεοκοπία και προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ότι έτσι η αξία των cds θα αυξανόταν σε τεράστια μεγέθη με αντίστοιχο οικονομικό όφελος των εταιριών αυτών και συνακολούθως και του ιδίου και μελλοντική ζημιά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που κατείχε τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης ο Πάνος Καμμένος «ισχυρίστηκε ότι ο Αντρίκος Παπανδρέου επιχείρησε μέσω των CDS να κερδοσκοπήσει από τη χρεοκοπία της χώρας την οποία ο ίδιος γνώριζε».
Και αυτό, όπως αναφέρουν οι δικαστές «ήταν απολύτως σαφές στο περιεχόμενο των συνεντεύξεων, αναρτήσεων και δηλώσεων του εναγομένου που αποτέλεσαν το αντικείμενο της δεύτερης αγωγής σε βάρος του, έστω κι αν σε ορισμένες από αυτές, η αναφορά του εναγομένου στην εμπλοκή του ενάγοντος ως προς τα CDS δεν ήταν απολύτως ευθεία αλλά γινόταν με τη μορφή υποψίας, υπαινιγμού ή ερωτήματος, διατηρώντας όμως και τότε τον καταγγελτικό χαρακτήρα της σε βάρος του ενάγοντος».
Όπως αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, «οι ισχυρισμοί του κ.Καμμένου ήταν αναληθείς αφού αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ουδεμία σχέση είχε με τις αγορές των CDS από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο όπως εξάλλου δεν είχαν καμία σχέση και οι εταιρείες IJ Partners και Unigestion που εξαρχής διέψευσαν αυτόν τον ισχυρισμό».
Οι δικαστές δέχθηκαν ότι ο Πάνος Καμμένος δεν γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του αλλά είχε την εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι παραπάνω εταιρείες είχαν πράγματι αγοράσει τα CDS από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και ότι o κ.Παπανδρέου ήταν εταίρος των εταιρειών αυτών και είχε εμπλοκή στις σχετικές συναλλαγές.
Ταυτόχρονα δέχονται οι δικαστές ότι ο κ.Καμμένος είχε δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως βουλευτής να προβεί σε ανακοινώσεις σχετικά με τις συναλλαγές των CDS που αποτελούσαν και σημαντικό οικονομικό θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «η πεποίθηση του δεν ήταν δικαιολογημένη ενόψει μάλιστα και της μακράς μέχρι τότε βουλευτικής εμπειρίας του και των σπουδών του ως οικονομολόγου και επομένως υπαιτίως (από αμέλεια) αγνοούσε την αναλήθεια των ισχυρισμών του αφού η προβολή των ισχυρισμών αυτών δεν στηριζόταν σε έρευνα και μάλιστα τέτοια που να τελεί σε αναλογία με τη σοβαρότητα του περιεχομένου των ισχυρισμών του, ούτε στηριζόταν σε αντίστοιχα στοιχεία τα οποία να έχει στην κατοχή του ή δε προβολή των ισχυρισμών αυτών συνεχίστηκε και μάλιστα με εντονότερο τρόπο μολονότι είχε μεσολαβήσει η κατηγορηματική διάψευση τους από τον ενάγοντα και από τις φερόμενες ως αγοράστριες εταιρείες».
Οι δικαστές αναφέρονται και στους χαρακτηρισμούς που «εκτόξευσε» ο κ.Καμμένος σε βάρος του κ.Παπανδρέου και της οικογένειας του:
«Οι δηλώσεις του Πάνου Καμμένου σε βάρος του ενάγοντος δείχνουν επιπλέον σε αρκετά σημεία τους από τον τρόπο που έγιναν, σκοπό εξύβρισης του ενάγοντος, με χαρακτηρισμούς όπως συμμορία, cosa nostra, λαμόγια.»
Κατά τους δικαστές, ο τότε βουλευτής προχώρησε σε δηλώσεις που έκρυβαν ακόμα και απειλές σε βάρος του αδελφού του τότε πρωθυπουργού. Όπως αναφέρεται στην απόφαση:
«Οι δηλώσεις του εναγομένου περιείχαν και απειλές σε βάρος του ενάγοντος οι οποίες προκάλεσαν ανησυχία στον τελευταίο και συγκεκριμένα οι εκφράσεις «θα κάνουμε τη δίκη κάτω από το σπίτι του», «είμαστε πολύ», «θα έρθουν και ενώπιον της λαϊκής δικαιοσύνης», οι οποίες μπορούσαν να εκληφθούν από ορισμένους αποδέκτες των δηλώσεων αυτών ως πρόσκληση για την παράκαμψη της νόμιμης δικαστικής οδού και την εκδήλωση βίαιων πράξεων αυτοδίκαια σε βάρος του ενάγοντος.»
Βάσει των αποδεικτικών στοιχείων, το Εφετείο της Αθήνας έκρινε ότι «δεν αίρεται αλλά παραμένει η ευθύνη του εναγομένου για δυσφήμιση σε βάρος του ενάγοντος ως αστικό αδίκημα καθώς επίσης για εξύβριση και απειλή του ενάγοντος και συνακόλουθα θεμελιώνεται ο παράνομος και υπαίτιους χαρακτήρας της προσβολής της προσωπικότητάς του.
Περαιτέρω η συμπεριφορά του εναγομένου προκάλεσε ηθική βλάβη στον ενάγοντα στον οποίο και πρέπει να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ανερχόμενη, με βάση τις προαναφερθείσες περιστάσεις της προσβολής προσωπικότητας του ενάγοντος την έκταση της προσβολής του, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, στα εύλογα ποσά των 10.000 ευρώ ως προς την πρώτη αγωγή και των 40.000 ευρώ ως προς τη δεύτερη αγωγή.»
Η απόφαση είναι άμεσα εκτελεστή, δηλαδή ο Πάνος Καμμένος πρέπει άμεσα να καταβάλει την αποζημίωση και τα δικαστικά έξοδα στον Αντρίκο Παπανδρέου. Εκτός κι αν προσφύγει στον Αρειο Πάγο, ζητώντας να «παγώσει» η καταβολή των χρημάτων, επικαλούμενος ανεπανόρθωτη βλάβη. Θεωρείται βέβαιο πως ο κ.Καμμένος θα προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο για να ζητήσει, για νομικούς λόγους, την αναίρεση της απόφασης.
Τι είναι τα CDS
Η σύμβαση ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (ΣΑΚΑ- Credit default swap ή απλά CDS) είναι μία σύμβαση ανταλλαγής (ΣΑ) στην οποία ο αγοραστής της πραγματοποιεί σειρά πληρωμών προς τον αντισυμβαλλόμενο πωλητή και σε αντάλλαγμα δέχεται εφάπαξ πληρωμή σε περίπτωση που κάποιο πιστωτικό μέσο (συνήθως ομόλογο ή δάνειο) χαρακτηρισθεί από αθέτηση του εκδότη.
Στην απλούστερη μορφή της, η ΣΑΚΑ είναι μια διμερής σύμβαση μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της προστασίας από τον πιστωτικό κίνδυνο. Η ΣΑΚΑ αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο ομόλογο χρέους μιας «οντότητας αναφοράς, η οποία οντότητα συνήθως είναι κράτος ή νομικό πρόσωπο όπως μια εταιρεία.
Η οντότητα αναφοράς δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης. Ο αγοραστής της προστασίας προβαίνει σε τριμηνιαίες πληρωμές ασφαλίστρων προς τον πωλητή. Εάν η οντότητα αναφοράς αθετήσει κάποιες υποχρεώσεις ως προς το χρέος της, ο πωλητής πληρώνει στον αγοραστή την ονομαστική αξία των ομολογιών σε αντάλλαγμα για τη φυσική παράδοση του ομολόγου, αν και ο διακανονισμός μπορεί επίσης να γίνει με μετρητά ή με δημοπρασία.[1][2]
Η αθέτηση αναφέρεται ως «Πιστωτικό Γεγονός» και περιλαμβάνει συμβάντα όπως η αδυναμία πληρωμής, η αναδιάρθρωση και η πτώχευση. Οι περισσότερες ΣΑΚΑ κυμαίνονται μεταξύ 10 – 20 εκατομμυρίων δολαρίων και είναι διάρκειας μεταξύ ενός και 10 ετών.[3]
Ο κάτοχος του ομολόγου μπορεί να «αγοράσει προστασία» για αντισταθμίσει τον πιστωτικό κίνδυνο του ομολόγου. Με τον τρόπο αυτό, η ΣΑΚΑ είναι παρόμοια με την ασφάλιση πιστώσεων, αν και δεν είναι ούτε παρόμοια ούτε υπόκειται σε κανονισμούς που διέπουν την ασφάλιση ατυχημάτων ή ζωής.
Επίσης, οι επενδυτές μπορούν να αγοράζουν και να πωλούν προστασία χωρίς να κατέχουν κανένα χρέος του φορέα αναφοράς. Αυτές οι «γυμνές συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης» επιτρέπουν στους διαπραγματευτές να κερδοσκοπούν επί εκδόσεων χρέους και της φερεγγυότητας των οντοτήτων αναφοράς. Οι ΣΑΚΑ μπορούν να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή συνθετικών θετικών και αρνητικών θέσεων θέσεων στους φορείς αναφοράς.[4] Οι γυμνές ΣΑΚΑ αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής αγοράς των συμβάσεων αυτών.
Επιπλέον, οι συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν σε θέματα εξισορροπητικής κερδοσκοπίας σε σχέση με την εταιρική κεφαλαιακή διάρθρωση.
Οι συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης υπάρχουν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά η αγορά αυξήθηκε δραματικά από το 2003. Μέχρι το τέλος του 2007, το οφειλόμενο ποσό ήταν 62,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ μέχρι το τέλος του 2008 υποχώρησε στα 38,6 τρισεκατομμύρια δολάρια.[5]
Τα περισσότερα CDS είναι τεκμηριωμένα με τυποποιημένα έντυπα που εκδίδονται από τον Διεθνή Σύνδεσμο Συμβάσεων Ανταλλαγής και Παραγώγων (International Swaps and Derivatives Association, ISDA), αν και μερικά είναι προσαρμοσμένα σε συγκεκριμένες ανάγκες.
Οι συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης έχουν πολλές παραλλαγές.[2] Εκτός από τις βασικές «μοναδικού ονόματος» ΣΑΚΑ, υπάρχουν συμβάσεις επί δεικτών (index CDS), «συμβάσεις επί καλάθου οντοτήτων» (basket CDS), ΣΑΚΑ χρηματικής εγγυήσεως (δηλαδή, με μια αρχική πληρωμή από τον πωλητή ως εγγύηση, funded CDS) και «μόνον δανείων» ΣΑΚΑ (δηλαδή, μόνον επί κοινοπρακτικών, εγγυημένων δανείων της οντότητας αναφοράς, LCDS). Εκτός από τις εταιρείες ή τις κυβερνήσεις, η οντότητα αναφοράς μπορεί να περιλαμβάνει και μια εταιρεία ειδικού σκοπού που εκδίδει χρεόγραφα υποστηριζόμενα από υποθήκη.[6]
Οι συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο και δεν υπάρχει καμία απαίτηση αναφοράς των συναλλαγών σε μια κρατική υπηρεσία.[7]
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης 2007-2010, η έλλειψη διαφάνειας και το τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέγεθος της αγοράς προκάλεσαν ανησυχία στις ρυθμιστικές αρχές, διότι τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν εν δυνάμει συστημικό κίνδυνο για την οικονομία.[8][2][4]
Τον Μάρτιο του 2010, ο φορέας εκκαθάρισης συναλλαγών «DTCC Trade Information Warehouse» ανακοίνωσε ότι θα δώσει οικειοθελώς στις ρυθμιστικές αρχές ευρύτερη πρόσβαση στη βάση δεδομένων του σχετικά με τις ΣΑΚΑ.[9]
Πηγή: mononews.gr