Σε πολλά πράγματα η κατάσταση στην σημερινή Ελλάδα θυμίζει την Ιουδαία των χρόνων του Χριστού. Ας δούμε τι ισχύει στην πράξη σήμερα: Ένα μεγάλο τμήμα του ιστορικού Ελληνισμού είναι κατακτημένο και ανήκει στην επικράτεια των κρατών της Βαλκανικής. Ένα άλλο τμήμα του Ελληνισμού, καλείται μεν Ελληνική Δημοκρατία, αλλά προφανώς είναι ένα είδος προτεκτοράτου, όντας μη ανεξάρτητο, οικονομικά, πολιτικά ακόμα και νομικά: η Ευρωπαϊκή Ένωση ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές και όχι μόνο αποφάσεις, ενώ πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν οι καλοθελητές προς τις Μεγάλες Δυνάμεις. Τα συντάγματα υπάρχουν πλέον για να εναρμονίζονται σε διεθνείς συνθήκες κατά πως βολεύει τους μεγάλους του κόσμου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται κουρελόχαρτα, αφού άλλα παρά το σύνταγμα εφαρμόζονται. Τι ίσχυε αντίστοιχα στην εποχή του Χριστού; Όταν πέθανε ο διορισμένος από τους Ρωμαίους βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης (αυτός της σφαγής των νηπίων δηλαδή), ο πάλαι ποτέ Ισραήλ χωρίσθηκε σε τρία μέρη: Ο υιός του εκ της Μαλθάκης Αρχέλαος, ανέλαβε κυβερνήτης στην Ιουδαία, την Σαμάρεια και την Ιδουμαία, ενώ ο αδελφός του Ηρώδης Αντύπας, ηγεμόνευσε σε Περαία και Γαλιλαία. Τέλος στον Φίλιππο, υιό του Ηρώδη από την Κλεοπάτρα της Ιερουσαλήμ, έλαχε η Άνω Γαλιλαία και τμήματα της Συρίας. Ο Αρχέλαος έχασε την εξουσία περί το 6 μ.Χ. και πέθανε εξόριστος κοντά στα όρια της Βιέννης. Ο Ηρώδης Αντύπας επιβίωσε ως ηγέτης έως το 39 μ.Χ. Ο Φίλιππος επανίδρυσε την Πανειάδα και την μετονόμασε σε Καισάρεια. Το όνομά του συνδέθηκε με τον έλεγχο του Ιωάννου Προδρόμου προς τον νεότερο Ηρώδη για παράνομη σχέση με την γυναίκα του αδερφού του. Πέθανε το 33-34 ή το 37 μ.Χ. Αντιλαμβανόμαστε πως η Παλαιστίνη στα χρόνια του Χριστού ήταν χωρισμένη σε προτεκτοράτα ή περιοχές απευθείας υπαγόμενες στους Ρωμαίους. Έτσι για να μεταβείς λ.χ. από την Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα προς προσκύνηση στον μοναδικό παλαιοδιαθηκικό ναό, ένα σαφή εσχατολογικό εξεικονισμό, έπρεπε να περάσεις διάφορα σύνορα και να πληρώσεις διάφορα τέλη. Φυσικά λόγω της κατοχικής κατάστασης στην οποία ο Ισραήλ είχε περιέλθει, οι τελώνες θεωρούνταν διεφθαρμένοι άνθρωποι σε συνεργασία με τον κατακτητή, με τα χρήματα των τελών να καταλήγουν σε προορισμούς ρωμαϊκών συμφερόντων. Τότε υπήρχαν θεολόγοι – νομικοί οι οποίοι επικέντρωναν στο ουσιαστικό πνευματικό περιεχόμενο, αλλά και αυτοί οι οποίοι ως ζηλωτές υπέτασσαν τον μεσσιανισμό, στο εθνικο-απελευθερωτικό τους όραμα. Προφανώς και διαβλέπουμε συνάφειες με την νεώτερη ιστορία μας από τον εθνοφυλετισμό του 19ου αιώνα έως τις εκλεκτικές κολεγιές του σήμερα, όπου η θεολογία γίνεται κάλαμος σαλευόμενη στον άνεμο της ερήμου.
Ο Χριστός λίγο πριν διδάξει την παραβολή του Τελώνου αναλύει την ανάγκη της ορθής προσευχής αναφορικά με τα διάφορα αιτήματα, την υπομονής κατά την προσδοκία και την θεία ανταπόκριση. Έτσι προχωρεί στην Παραβολή του «Τελώνου και του Φαρισαίου», με επίκεντρο την δικαίωση κατά την προσευχή και τον όρο «δίκαιος», με διάκριση του δικαίου κατά το Νόμο και του δικαίου κατά τον Ουρανό. Χρησιμοποιείται ο όρος «εξουθενώνω», αφού θεολογίζοντες οι οποίοι αυτοδικαιώνονταν, μοιραία εκμηδένιζαν όσους δεν θεωρούσαν δικαίους.
Ένας Φαρισαίος και ένας Τελώνης ανέβηκαν προς το ναό για να προσευχηθούν. Ο Φαρισαίος είναι ένα τυπικό παράδειγμα δικαίου κατά τον Νόμο, ως, όντως, τηρητής του, ένας ευηπόληπτος πολίτης σε περίοδο ρωμαϊκής κατοχής για να μην ξεχνιόμαστε. Εν μέρει αποδίδει την νομιμοφροσύνη του στον Θεό, ο οποίος τον κατέστησε ικανό να μην γίνει παραβάτης του νόμου οι οποίες αφορούν τα κεκτημένα του πλησίοντα. Ξεχωρίζει τον τελώνη από αυτές τις παραβάσεις, υπαινισσόμενος, μάλλον, την συνάφεια του τελώνη με το καθεστώς. Ήδη έχει θέσει ως «ρακά» τον αδερφό του (Ματθαίος 5:22). Ο Τελώνης από την άλλη, είναι τυπικό δείγμα ατόμου, το οποίο οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν ούτε να βάζουν στο σπίτι τους.
Υπό το νομικό πρίσμα, εάν προσάγονταν σε ένα δικαστήριο, ο μεν πρώτος στη χειρότερη θα επιτιμώνταν για αλαζονική συμπεριφορά (που στο κάτω–κάτω δεν είναι ποινικώς κολάσιμη), ενώ ο δεύτερος στην καλύτερη των περιπτώσεων θα καταδικάζονταν με αναγνώριση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μεταμέλειας. Στο ουράνιο δίκαιο, τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι, αφού η εφαρμογή του νόμου δεν αποφέρει ως δεδομένη αξιομισθία την σωτηρία, σε μια δικαίωση η οποία πάντα χαρίζεται από τον Θεό. Ασφαλώς ο Κύριος δεν ισοπεδώνει την προσωπικότητα και το έννομο του Φαρισαίου. Ωστόσο τον θεωρεί συγκριτικά λιγότερο δικαιωμένο από τον Τελώνη, αφού η ηθική του δεν έχει συναίσθηση, σε αντίθεση με τον Τελώνη ο οποίος έχει αυτοσυνειδησία και ζητάει έλεος. Ο Φαρισαίος προσάγεται στο εδώλιο συμπεριφερόμενος όχι ως απολογούμενος αλλά ως κριτής αλλοτρίου. Στην πράξη δεν προσεύχεται, αλλά δοξολογεί, χωρίς ίχνος συστολής προς τον Θεό. Παρά το τυπικά ορθό της ζωής του, προβαίνει σε παράβαση του Νόμου αφού δεν αντιμετωπίζει τον διαφορετικό ως πλησίοντα. Παραβαίνει την δεύτερη αρχή του Νόμου, η οποία ορίζει «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» και διέπει τις 6 από τις 10 κύριες εντολές
Το κοντράστ των συναισθημάτων είναι τόσο διαφορετικό και ως εικόνα: ο Τελώνης ζητά έλεος αρνούμενος να στρέψει το βλέμμα του προς τον ουρανό και κτυπώντας το στήθος του, πρακτική η οποία εφαρμόζονταν στο πένθος. Αντίθετα ο Φαρισαίος δεν επιζητά τίποτα, παρά προσεύχεται για να ευχαριστήσει τον Θεό που είναι όπως είναι στην ιστορική πολιτεία του. Δικαιώνει εαυτόν, χωρίς, καν, να ζητάει την σωτηρία του, η οποία ως αντιμισθία εξ έργων Νόμου, ευτυχώς, δεν υφίσταται. Εάν υφίστατο, ίσως μόνο ένας αναμάρτητος θα σώζονταν και τέτοιος δεν υπάρχει: για το νόμο ανακηρύσσεσαι ένοχος είτε παραβείς μια διάταξη, είτε όλο το νόμο.
Αμφότεροι ανήκουν σε διαφορετικές πνευματικές καταστάσεις. Στον «νομικό» άνθρωπο, ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι, βασικά, η αλαζονεία. Αντίθετα ο κατά συρροή πεπτωκώς, είτε διακατέχεται από πώρωση, είτε έρχεται σε συναίσθηση των αμαρτιών του. Ο Φαρισαίος, μάλλον, ήταν από αυτούς που τηρούσαν νηστεία σε όλες σχεδόν τις Δευτέρες και Πέμπτες του έτους, κάτι το οποίο ήταν συνήθειο των «αυστηρών» και όχι υποχρέωση διάταξης. Δεν είναι δύσκολο να καταλήξουν σε αλαζονεία, άτομα τα οποία προβαίνουν σε προαιρετικές υπέρμετρες πρακτικές, όπως υπερβάλλουσες νηστείες, επιδεικτικές δωρεές και ασκητικές επιλογές.
Το «αποδεκατώ», αναφέρεται στην απόδοση της δεκάτης και την πρακτική των «αυστηρών» και δη των Γραμματέων και Φαρισαίων, να αποδίδουν το 1/10 από όλα τα πράγματα, ακόμα και από αυτά που δεν όριζε ο Νόμος (Δευτερονόμιο 14:22). Το φαινόμενο αναφέρθηκε και στον μεγάλο έλεγχο του Κυρίου (Ματθαίος 23:23). Ανακεφαλαιώνοντας θα κλείσουμε με τον Ιωάννη Χρυσόστομο για την υπό προϋποθέσεις σωτήρια διακονία του λόγου: «Τις του Τελώνου γεγόνει αμαρτωλότερος; Αλλ΄ ίνα μόνο είπη ‘‘Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ’’ κατήλθεν υπέρ τον Φαρισαίο δεδικαιωμένος. Καίτοι πόση δύναμιν είχε η λέξις εκείνη; Αλλ΄ ούχ η λέξις αυτόν εκάθηρε αλλ΄ η διάθεσις, μεθ΄ ης και την λέξιν εκείνη είπε».