Μια από τις πολλές αδικίες που προκάλεσε το… μνημονιακό χάδι στη φορολογία εισοδήματος, ήταν η κατάργηση της έκπτωσης φόρου για την καταβολή διατροφής σε περίπτωση διαζυγίου.
Εντελώς τιμωρητικά, μάλιστα, η δαπάνη αντιμετωπίστηκε αποκλειστικά και μόνο ως τεκμήριο διαβίωσης! Πλέον, με ειδική ερμηνευτική εγκύκλιο της ΑΑΔΕ μπορεί να μην αναβιώνει η έκπτωση φόρου για δαπάνες διατροφής, αλλά επεκτείνεται το αφορολόγητο λόγω παιδιών και στους δύο χωρισμένους γονείς. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σκεπτικό της εγκυκλίου, δεδομένου ότι στην ανατροφή των τέκνων συμμετέχουν από κοινού και οι δύο γονείς, ανεξάρτητα αν διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη ή έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ή έχει λυθεί ο γάμος / το σύμφωνο συμβίωσης, οι διατάξεις για τη μείωση του φόρου ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων εφαρμόζονται και για τους δύο γονείς με εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις ή και ατομική αγροτική δραστηριότητα.
Αυτό που πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί είναι ότι πέρα από το διαφορετικό τρόπο εκκαθάρισης των φετινών δηλώσεων, η σχετική οδηγία εφαρμόζεται εφεξής και στη μηνιαία παρακράτηση φόρου από μισθούς και συντάξεις, συμβάλλοντας έτσι στην έμμεση μισθολογική αύξηση των χωρισμένων πατεράδων ή μητέρων.
Υπενθυμίζεται ότι η μείωση του φόρου- δηλαδή το έμμεσο αφορολόγητο- ανέρχεται σε 810 ευρώ για τον φορολογούμενο με 1 εξαρτώμενο τέκνο, σε 900 ευρώ για 2 εξαρτώμενα τέκνα, σε 1.120 ευρώ για 3 εξαρτώμενα τέκνα και σε 1.340 ευρώ για 4 εξαρτώμενα τέκνα. Για κάθε επιπλέον εξαρτώμενο τέκνο μετά το τέταρτο, η μείωση του φόρου αυξάνεται κατά 220 ευρώ για κάθε επόμενο τέκνο. Για φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ, το ποσό της μείωσης φόρου μειώνεται κατά 20 ευρώ ανά 1.000 ευρώ του φορολογητέου εισοδήματος, με εξαίρεση τους φορολογούμενους με 5 παιδιά και άνω.
Η αυλαία των φετινών φορολογικών δηλώσεων αναμένεται να ανοίξει εντός των επόμενων ημερών, πιθανότατα ως το τέλος της εβδομάδας, εξ ου και το… μπαράζ των οδηγιών για τα «ευαίσθητα» θέματα των τεκμηρίων και των ηλεκτρονικών αποδείξεων. Για τα τεκμήρια τα πράγματα είναι σαφή. Όποιοι χαρακτηρίστηκαν πληττόμενοι, δεν θα έχουν το άγχος του χαρατσιού κι αυτό αφορά κυρίως ελεύθερους επαγγελματίες και μισθωτούς οι οποίοι τέθηκαν σε αναστολή σύμβασης και είδαν το πραγματικό τους εισόδημα να περιορίζεται, αλλά και ιδιοκτήτες με «κουρεμένα» ενοίκια.
Ως προς τις ηλεκτρονικές αποδείξεις, το πρόβλημα ήταν διπλό. Από τη μια, έπρεπε να αποσαφηνιστεί ότι έκτακτα εισοδήματα όπως π.χ. τα ειδικά επιδόματα της πανδημίας, ΔΕΝ θα συνυπολογιστούν στα πραγματικά εισοδήματα, όπερ κι εγένετο με τη σχετική εγκύκλιο. Από την άλλη, έπρεπε να πάρει σάρκα και οστά η διαβεβαίωση ότι όσοι επλήγησαν δεν θα “χαρατσωθούν” επειδή δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν ηλεκτρονικές αποδείξεις στο 30% του εισοδήματος τους.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη σχετική εγκύκλιο, ΔΕΝ υπάρχει τέτοια υποχρέωση:
για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία θεωρήθηκε ως πληττόμενη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020
για τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η σύμβαση εργασίας ανεστάλη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020 λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας
για τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η σύμβαση ναυτολόγησης ανεστάλη κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε διαστήματος εντός του 2020
για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία εντάχθηκαν στον μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος εντός του 2020
για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι ιδιοκτήτες ακινήτων, που έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020, για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID – 19
για τους φορολογούμενους που είχαν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους στις 31 Δεκεμβρίου 2019.
Τι γίνεται, όμως, με τους υπόλοιπους; Αν το δηλωθέν ποσό δαπανών που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2020 με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής είναι μεν χαμηλότερο του απαιτούμενου 30% αλλά είναι υψηλότερο του 20% αυτού, ο φόρος προσαυξάνεται κατά 11% επί της διαφοράς. Για παράδειγμα, φορολογούμενος με πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα ίσο με 15.000 ευρώ, απαιτείται να δηλώσει πραγματοποιηθείσες εντός του 2020 δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ποσού τουλάχιστον 4.500 ευρώ (15.000*30%=4.500). Εάν αυτός δηλώσει δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής που ανέρχονται στο 25% (ανώτερο του 20%, αλλά υπολειπόμενου του απαιτούμενου 30%) του πραγματικού τους εισοδήματος (15.000*25%=3.750 ευρώ), τότε η προσαύξηση του φόρου θα είναι ίση με 82,5 ευρώ [(4.500-3.750)*11%=82,5].
Αν πάλι το δηλωθέν ποσό ηλεκτρονικών δαπανών υπολείπεται του 20%, τότε η προσαύξηση του φόρου είναι 22% ως το όριο του 20% και 11% για τη διαφορά που απομένει. Για παράδειγμα, φορολογούμενος με πραγματικό εισόδημα ίσο με 19.000 ευρώ και δηλωθείσες ηλεκτρονικές δαπάνες 1.850 ευρώ (οι απαιτούμενες δαπάνες είναι 19.000*30% = 5.700 ευρώ), θα επιβαρυνθεί με προσαύξηση του φόρου 638 ευρώ (429 ευρώ+209 ευρώ). Το πρώτο μέρος της προσαύξησης των 429€ αντιστοιχεί στο 22% της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του 20% του πραγματικού εισοδήματος και του δηλωθέντος ποσού δαπανών {[(20%*19.000)-1850]*22% = 429 ευρώ}. Το δεύτερο μέρος της προσαύξησης των 209 ευρώ αντιστοιχεί στο 11% της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του 20% του πραγματικού εισοδήματος {[(30%*19.000)-(20%*19.000)]*11%=209 ευρώ}.
Πηγή: iefimerida.gr