Την ανάθεση είσπραξης αλλά και διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ, ή ενός μέρους αυτού, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ετήσια έκθεση για το 2024.
Όπως εξηγεί, ο ΕΝΦΙΑ αφενός συνδέεται με τη χρηματοδότηση μεγάλου μέρους δαπανών από την κεντρική κυβέρνηση προς τους δήμους και αφετέρου αφορά τη φορολόγηση ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια κάθε δήμου της χώρας. Καταγράφοντας τα υπέρ και τα κατά ενός τέτοιου εγχειρήματος, η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι «πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα που θα απαιτούσε προσεκτικό σχεδιασμό κατά το στάδιο της μετάβασης, ώστε να αποφευχθούν αναποτελεσματικά σχήματα που θα περιόριζαν την ανταποδοτικότητα του εν λόγω φόρου».
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση, η είσπραξη και διαχείριση των εσόδων από τον ΕΝΦΙΑ, ή μέρους αυτών, από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) θα μπορούσε να συμβάλλει στην δημιουργία οικονομιών κλίμακας καθώς αφενός, ο εν λόγω φόρος αφορά ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια κάθε δήμου της χώρας και, αφετέρου, τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν ένα μεγάλο μέρος των μεταβιβαστικών πληρωμών από τον κρατικό προϋπολογισμό (ΚΠ) προς τους ΟΤΑ απελευθερώνοντας πόρους του ΚΠ προς άλλες χρήσεις που συνδέονται με την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, όπως υγεία, παιδεία κ.λπ.
Πλεονεκτήματα & μειονεκτήματα
Ξεκινώντας από τα πλεονεκτήματα, η έκθεση σημειώνει ότι πρόκειται για ένα φόρο με περιορισμένα περιθώρια φοροδιαφυγής, διότι η φορολογική βάση, δηλαδή το ακίνητο, δεν μπορεί εύκολα να αλλοιωθεί στις φορολογικές δηλώσεις. Ο φόρος περιουσίας είναι επίσης ένας ουδέτερος φόρος, υπό την έννοια ότι μεταβολές των φορολογικών συντελεστών δεν συνδέονται με στρεβλώσεις της φορολογικής βάσης. Έτσι λοιπόν, η τοπική αυτοδιοίκηση, αναλαμβάνοντας την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ, δεν θα έχει να επωμιστεί το υψηλό κόστος ενός ελεγκτικού φορολογικού μηχανισμού, καθώς θα έχει το πλεονέκτημα που προκύπτει από την καλύτερη γνώση της ακίνητης περιουσίας και της χρήσης της εντός των ορίων της γεωγραφικής της περιφέρειας.
Η γνώση αυτή θα επιτρέψει στους ΟΤΑ να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής βοηθώντας στον καλύτερο εντοπισμό εισοδημάτων από ακίνητα (π.χ. αδήλωτα). Τα έσοδα του φόρου θα συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομικής αυτοδυναμίας των ΟΤΑ και θα τους δίνουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται πιο στοχευμένα στις τοπικές ανάγκες (π.χ. ανάπτυξη τοπικών υποδομών και υπηρεσιών), διασφαλίζοντας την ανταποδοτικότητα του φόρου.
Ταυτόχρονα, ενισχύεται η διαφάνεια ως προς τη χρήση των πόρων και τη λογοδοσία των τοπικών αρχών απέναντι στους πολίτες που πληρώνουν τους φόρους. Κατ’ επέκταση, βοηθά στην καλλιέργεια φορολογικής υπευθυνότητας και φορολογικής συνείδησης στους πολίτες.
Το εν λόγω φορολογικό εργαλείο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους ΟΤΑ αναδιανεμητικά, ώστε οι φορολογούμενοι με την ίδια περιουσία και την ίδια φοροδοτική ικανότητα να φορολογούνται το ίδιο. Για παράδειγμα, η φορολόγηση ακινήτων θα μπορούσε να περιλαμβάνει απαλλαγές και εκπτώσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών (π.χ. ηλικιωμένους, άτομα χαμηλού εισοδήματος κ.ά.) ή/και να επιβάλλει προοδευτικό φορολογικό συντελεστή ανάλογα με την αξία του ακινήτου, όπως γίνεται στη Γαλλία, τη Δανία και την Ιρλανδία.
Επιπρόσθετα, η καλή διαχείριση από την πλευρά των τοπικών αρχών ενδυναμώνει την αξιοπιστία τους, γεγονός που δυνητικά διευρύνει τους ορίζοντες χρηματοδότησής τους και την ικανότητα παρεμβάσεών τους για τη βελτίωση της καθημερινότητας των κατοίκων κάθε περιοχής.
«Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα δημιουργούσε λοιπόν την ανάγκη εξέλιξης των ΟΤΑ σε φορείς με τεχνοκρατικές υποδομές και τεχνογνωσία, ικανούς να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και κατ’ επέκταση της χώρας».
Από την πλευρά εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, η αποτελεσματική διαχείριση του ΕΝΦΙΑ από τους ΟΤΑ θα μπορούσε να συμβάλει στον εξορθολογισμό και στην εξοικονόμηση δημόσιων δαπανών, καθώς και στην εξοικονόμηση διοικητικού κόστους που προκύπτει από τις ενδοκυβερνητικές μεταβιβάσεις.
Όσον αφορά τα μειονεκτήματα της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ από τους δήμους, η έκθεση της ΤτΕ επικεντρώνεται :
- Στην ορατή έλλειψη τεχνοκρατικής υποδομής για την πλειοψηφία των δήμων και την ανάγκη εκπαίδευσης και εξοικείωσής τους με τα σχετικά εργαλεία.
- Στο μέγεθος των δήμων που αποτελεί πρόκληση αφού η αποτελεσματική διαχείριση του φόρου περιουσίας προϋποθέτει τεχνογνωσία, εμπειρία και εξειδικευμένο προσωπικό, η υλοποίηση των οποίων εξαρτάται και από τη βούληση των ίδιων των δήμων.
- Στο αυξημένο διοικητικό κόστος που θα έχει μεσοπρόθεσμα και ενδεχομένως τον κίνδυνο κακοδιαχείρισης, που όμως θα αντισταθμίζεται από αμεσότερη λογοδοσία προς τις τοπικές κοινωνίες.
- Στην πλημμελή διαχείριση των φορολογικών εργαλείων η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανισότητες μεταξύ δήμων, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να συμβάλει και στον φορολογικό ανταγωνισμό (όσον αφορά τον φόρο περιουσίας), παραπέμποντας στην αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης και εποπτείας κατά τη διάρκεια του μεταβατικού σταδίου.
Διεθνής εμπειρία
Στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ επισημαίνεται ότι η διαχείριση των φόρων περιουσίας αποκλειστικά ή πρωτίστως από τους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης παρατηρείται διεθνώς και αφορά διαφορετικές μορφές φόρων και ελεγκτικών μηχανισμών. «Αξίζει να επισημανθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλή θέση ως προς τη διαχείριση φορολογικών εσόδων σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης μεταξύ των χωρών της Ευρώπης».
Όπως σημειώνεται, στην Ελλάδα, το 2016 το ποσοστό των φορολογικών εσόδων που διαχειρίζονται οι τοπικές αρχές ήταν της τάξεως του 2,94% των συνολικών φορολογικών εσόδων, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχονταν στο 12,64%. Δεδομένου ότι η διαχείριση του ΕΝΦΙΑ γίνεται από την Κεντρική Διοίκηση και αφορά μεγάλο μέρος των εσόδων φορολόγησης περιουσίας, η ανάθεση της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ στις τοπικές αρχές θα άλλαζε την κατάταξη της Ελλάδος ως προς το δείκτη φορολογικής αποκέντρωσης.
πηγή: naftemporiki.gr