Ο γερμανικός λαός δίνει το αίμα του …
Η άλλη Ευρώπη ας δώσει την εργασία …
Γιόζεφ Γκαίμπελς. εφημερίδα “Ελεύθερο βήμα”
22-6-43: Ο αθηναϊκός λαός χαρακτήρισε παράνομη
την επιστράτευση στα γερμανικά εργοστάσια
και πραγματοποίησε διαδηλώσεις στην Αθήνα.
Κοσκερίδης Δ. Δημήτρης ( σκοτώθηκε το 1944 στο Λίντς της Αυστρίας)
Το 1943, μετά την ήττα των Γερμανών στο Στάλιγκραντ, στις 2 Φεβρουαρίου του 1943 , και τη διαφαινόμενη ήττα των Γερμανών στη βόρεια Αφρική, οι Γερμανοί αποφάσισαν την πολιτική επιστράτευση των πολιτών από τις κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες.
Ήδη οι Γερμανοί τη μέθοδο της επιστράτευσης τη χρησιμοποίησαν από το 1942.
Οι ευρωπαίοι εργάτες έπρεπε να καλύψουν τις ανάγκες του γερμανικού στρατού σε έμψυχο υλικό μετά την υποχρεωτική τους στράτευση στα πολεμικά μέτωπα.
Ιδιαίτερα το 1944 στη χιτλερική Γερμανία οι ξένοι εργάτες ξεπέρασαν τα 7.000.000, εκατομμύρια ενώ σε όλη τη διάρκεια του πολέμου περίπου 15.000.000 εργάστηκαν στα εργοστάσια του Ράιχ.
Στην Ελλάδα πέραν των επιταγμένων εργατών, που δούλευαν στις επιταγμένες από τους Γερμανούς παραγωγικές μονάδες, υπήρξε μια οργανωμένη και άριστα μεθοδευμένη πολιτική εκμετάλλευση της μεγάλης κατοχικής πείνας στην Ελλάδα.
Οι γερμανικές και ελληνικές κατοχικές αρχές είχαν στήσει ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας στην οδό Στουρνάρα 33 στην Αθήνα και προπαγάνδιζαν με κάθε μέσο τα πλεονεκτήματα της εργασίας στη Γερμανία.
Η γερμανική προπαγάνδα είχε ως εξής:
“Μοναδική ευκαιρία εις τους Έλληνες εργάτας και εργατρίας να μεταβούν εις Γερμανίαν και αναλάβουν εργασίαν… Ο έλληνεργάτης δύναται ν’ αποστείλει εις την οικογένειάν του μέχρι 100 μάρκων μηνιαίως… γίνονται δεκτοί εργάται και εργάτριαι από 18- 45 ετών”.
Τα παλικάρια της Ελλάδας και ιδιαίτερα της επαρχίας με τις πολυάριθμες οικογένειες μη μπορώντας να ζήσουν μέσα στην ανέχεια και την εξαθλίωση της γερμανικής κατοχής, αναγκάστηκαν να φύγουν στα εργοστάσια της μισητής Γερμανίας.
Στην κατεχόμενη Πτολεμαΐδα ο τότε γερμανός φρούραρχος δραστηριοποιήθηκε συνεργαζόμενος με την ντόπια κατοχική διοίκηση να αποστείλει όσο το δυνατόν περισσότερους εργάτες στα εργοστάσια της Αυστρίας.
Το καλοκαίρι του 1943 επιτράπηκε στους αγρότες και τους έλληνες φοιτητές να εργασθούν στα γερμανικά εργοστάσια κατασκευής πολεμικού υλικού .
Και ενώ η πολιτική επιστράτευση ελλήνων εργατών και η βίαιη αποστολή τους στα εργοστάσια της Γερμανίας άρχισε να εφαρμόζεται , κινητοποίησε σύσσωμο το Ε.Α.Μ. σ’ έναν αγώνα κατά της επιστράτευσης.
Ο μεγάλος αριθμός των εργατών από το Ανατολικό (δεκαπέντε εργάτες ) προς τα εργοστάσια της Γερμανίας οφείλονταν στις πολύ καλές έως και φιλικές σχέσεις, που είχε το 1944 ο πρόεδρος της κοινότητας Ανατολικού, Παυλίδης Σάββας με το γερμανό λοχαγό διοικητή φρουράς Πτολεμαΐδας Haurtmann Raul Welk, πολωνικής καταγωγής, που γνώριζε ρωσικά και συνεννοούνταν άπταιστα στη ρωσική γλώσσα.
Ο γερμανός διοικητής προκειμένου να ανταποκριθεί στις πιέσεις της ανώτερης διοίκησής του για αποστολή μεγάλου αριθμού εργατών στην Γερμανία, ζήτησε από τους κατοχικούς προέδρους να συμβάλουν προς το σκοπό αυτό.
Ο Παυλίδης Σάββας, μετά από έντονες παρεμβάσεις προς τις οικογένειες και τους νεαρούς του χωριού, κατόρθωσε να πείσει 15 νέους ηλικίας από 18 έως 45 χρόνων, όπως όριζε η γερμανική εγκύκλιος.
Όλη η επιχειρηματολογία της γερμανικής προπαγάνδας στηρίχθηκε στην μεγάλη πείνα, που επικρατούσε κατά την κατοχική περίοδο.
Γι’ αυτό το κύριο δέλεαρ των γερμανικών ανακοινώσεων ήταν το πολύ και καλό φαγητό που υπόσχονταν στους ξένους εργάτες, όπως επίσης και ο καλός μισθός των 100 μάρκων το μήνα. Για το φόβο των βομβαρδισμών από συμμαχικά αεροπλάνα επικαλούνταν την ασφάλεια, που παρείχαν τα κρυμμένα εργοστάσια στις αυστριακές Άλπεις.
Βέβαια τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αληθές, αφού το πλούσιο φαγητό δίνονταν με κουπόνια και ήταν περιορισμένο ,ενώ ο μισθός δε δόθηκε ποτέ και οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί πραγματοποιούνταν συνεχώς με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρία από τα παλικάρια του Ανατολικού.
Ήδη από το χειμώνα του 1943 συντάχθηκε η κατάσταση με τα ονόματα των
“εθελοντών εργατών” και στις αρχές Μαρτίου με γερμανικά καμιόνια μεταφέρθηκαν στο σταθμό της Θεσσαλονίκης από όπου φορτώθηκαν σε μεταφορικά βαγόνια, που προορίζονταν για τη μεταφορά ζώων και μαζί με χιλιάδες άλλους εργάτες αναχώρησαν για το μεγάλο χυτήριο των γερμανικών αρμάτων μάχης, που είχε την έδρα του έξω από την αυστριακή πόλη Lentz.
Εκεί τους διαμοίρασαν σε διάφορα εργοστάσια, αλλά οι περισσότεροι πήγαν στο εργοστάσιο ALPERT του Hermann Gering , όπου χυτεύονταν τα κύρια μέρη των γερμανικών αρμάτων μάχης.
Το ταξίδι τους προς τη Γερμανία ήταν περιπετειώδες και κράτησε 5 ημέρες, γιατί οι αντάρτες του Τίτο στην Γιουγκοσλαβία δημιουργούσαν σαμποτάζ και επιθέσεις στις γερμανικές μεταφορές.
Σύμφωνα με τις ελληνικές ανακοινώσεις για τα εργοστάσια του ΄3ου Ράιχ οι αναχωρήσεις έφθασαν συνολικά στις 34.500 έλληνες εθελοντών εργάτες και εργάτριες.
Οι έλληνες εργάτες απέφευγαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους Γερμανούς λόγω πατριωτικής συνείδησης και υπερπληθωρισμένης δραχμής.
Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι περιγραφές του σεβαστού μου νουνού, Νίκου Αγερίδη, που με λεπτομέρειες μου περιέγραψε τη ζωή τους στο γερμανικό κολαστήριο –χυτήριο, όπου η γερμανική προπαγάνδα τον οδήγησε μαζί με άλλους 14 νέους του Ανατολικού, το Μάρτιο του 1944..
Οι νέοι, που αναχώρησαν για την Αυστρία ήταν: 1ος Αγερίδης Σ.Νίκος,2ος Αγερίδης Γιώργος, 3ος Γαβριηλίδης Γιάννης, 4ος Κοσκερίδης Δ. Δημήτριος, 5ος Μουρατίδης Σ. Κοσμάς, 6ος Ποτσίδης Ευριπίδης, 7ος Χοστελίδης Ζ. Αδάμ, 8ος Στεφανίδης Στ. Κώστας, 9ος Παπαδόπουλος Σ. Γιώργος, 10ος Μιχαηλίδης Παναγιώτης,
11ος Παυλίδης Κ. Γιάννης, 12ος Κωσταντινίδης Ζ. Τάσος, 13ος Στεφανίδης Σ. Νίκος,
14ος Παϊμαντίδης Γώργος , 15ος Κακλίδης Ιωάννης.
Μόλις έφθασαν στο εργοστάσιο, τους έβαλαν σε ξύλινες παράγκες, σκεπασμένες με πισσόχαρτο σε διπλά ξύλινα κρεβάτια. Το εργοστάσιο δούλευε σε τρεις βάρδιες προκειμένου να καλύπτει τις ανάγκες του γερμανικού στρατού σε τανκς. Διευθυντής του εργοστασίου ήταν ο Poll, ένας μηχανικός, που εργαζόταν πριν τον πόλεμο στο εργοστάσιο αγροτικών μηχανημάτων Γκλαβάνης, στο Βόλο. Ο Poll μιλούσε ελληνικά. Μόλις τον άκουσε ο μικρός τότε Νίκος Αγερίδης, 14 χρονών, άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλεί να τον στείλει πίσω. Ο Poll τον απέτρεψε λέγοντας του, ότι αυτό είναι αδύνατο.
Οι συνθήκες στο εργοστάσιο ήταν δυσμενείς. Όλη μέρα σκληρή δουλειά και το φαγητό λίγο, ιδιαίτερα το ψωμί, γιατί οι Γερμανοί έτρωγαν μόνο μία φέτα. Τότε ο μικρός Νικόλας αναγκάστηκε να πουλήσει τη μοναδική του φανέλα, που του έπλεξε η αδελφή του πριν φύγει για να μπορέσει να χορτάσει ψωμί.
Στο εργοστάσιο μαζί με τους Έλληνες δούλευαν χιλιάδες Γάλλοι, Ουκρανοί ,Τσεχοσλοβάκοι. Τον Απρίλιο του 1945 τα αμερικάνικα και ρωσικά στρατεύματα βομβάρδισαν τα εργοστάσια και κατέλαβαν τη Βιέννη και το Λίντς .
Στο εργοστάσιο, που δούλευαν οι Έλληνες, χιλιάδες βόμβες έπεφταν και οι ξύλινες παράγκες έπιαναν φωτιά. Εκεί στους βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν από το Ανατολικό οι: Στεφανίδης Στ. Κώστας και Παπαδόπουλος Σπ. Γιώργος. Λίγες μέρες πιο μπροστά είχε σκοτωθεί από εργατικό ατύχημα. ο Κοσκερίδης Δ. Δημήτρης (έπεσε πάνω του ένα βαρύ καλούπι και τον πλάκωσε ).
Θύματα και οι τρεις της γερμανικής απληστίας , νεκροί ενός άδικου και βάρβαρου πολέμου.
Οι υπόλοιποι, μόλις μπήκαν τα συμμαχικά στρατεύματα και τους απελευθέρωσαν, αγκάλιασαν τους απελευθερωτές τους και έκλαιγαν με δάκρυα χαράς.
Για δύο τρεις μήνες γύριζαν μέσα στα χαλάσματα της αυστριακής πόλης Λίντς ψάχνοντας για τροφή.
Οι Γερμανοί, κρυμμένοι μέσα στα καταφύγια, φοβόντουσαν τώρα τη συμμαχική κατοχή.
Ακόμη πιο πολύ όμως φοβόντουσαν τη ρωσική κατοχή, γιατί η Ρωσία μετρούσε είκοσι εκατομμύρια νεκρούς εξ αιτίας τους.
Ο Ερυθρός Σταυρός φρόντισε για την καταγραφή, περίθαλψη και μεταφορά των ομήρων ελλήνων εργατών, που, αφού τους χαρακτήρισε αιχμαλώτους πολέμου, τους μετέφερε με τραίνο στο Μπάρι της Ιταλίας και από εκεί επιβιβάστηκαν στο ελληνικό πλοίο Κολοκοτρώνης και έφτασαν στο λιμάνι της Πάτρας.
Η επιστροφή των ομήρων του Ανατολικού, έγινε τον Ιούλιο του 1945, μετά από έναν Γολγοθά, που κράτησε 16 μήνες και γιορτάστηκε με χαρές και γλέντια από τους φίλους και συγγενείς των διασωθέντων εργατών του τρίτου Ράιχ.
Πέρασαν από τότε χρόνια πολλά. Το 2004 το αυστριακό κράτος εξετάζοντας το αίτημα των ελλήνων εργατών, που χαρακτηρίστηκαν επιστρατευμένοι εργάτες, έστειλε τους μισθούς με όλες τις αποζημιώσεις, που τους αναλογούσαν.
Ακόμα και στην περίπτωση των πολεμικών αυτών αποζημιώσεων το κλεπτοκρατικό αθηναϊκό κράτος επιχείρησε να τις υπεξαιρέσει με διάφορους επιτήδειους γραφειοκράτες.
Και μόνο όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο, αναγκάστηκαν να επιδώσουν τις αποζημιώσεις στους δικαιούχους.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα πολλοί από τους Γκασταρπάιτερ του 1944 ,χωρίς να αποζημιωθεί η χώρα τους από τη μεγάλη ληστεία του πολέμου ,ξαναπήγαν το 1960 για να δουλέψουν στη δημοκρατική αυτή τη φορά Γερμανία.
Η καταρημαγμένη από τον πόλεμο πατρίδα τους δεν μπόρεσε να τους θρέψει.
Συμπερασματικά διαφαίνεται, ότι τόσο σε συνθήκες πολέμου ή μη η μοίρα του Έλληνα είναι εξαρτημένη από τα γερμανικά εργοστάσια.
Σήμερα, στην καταχρεωμένη Ελλάδα, για μια ακόμα φορά επαληθεύεται η ρήση του Ευάγγελου Αβέρωφ ότι: “η μετανάστευση είναι ευλογία”.
Το τραγικότερο όμως για το μέλλον και την επιβίωση του ελληνικού έθνους θα είναι η επαλήθευση της ρήσης του Γεωργίου Παπανδρέου: “η μετανάστευση είναι κατάρα…!”.