‘-Έεε ναι, Γιάννε. Ψες, Σάββατο για, ήταν και η κόρη μου, η Διαλεχτή εδώ. Σάββατο δεν είν’ πια ανοιχτά τα Σχολειά, όπως κάποτε εμείς παλιά.
-Ε ναι, βρε Κάκκο. Τώρα πια αυτό; Έχει δεκαετίες…Να σε ρωτήσω κάτι; Η Διαλεχτή δουλεύει ακόμα στα Δημόσια ΙΕΚ του Αμυνταίου;
-Να, Γιάννε, δόξα τω θεώ, έχει δουλειά για φέτος. Του χρόνου πάλι, βλέπουμε. Φαγώθηκε, που λες, η Διαλεχτή, από κοντά και η Θεγοδοσία, η κυρά μ’, να πάμε να ψωνίσουμε, λέει, κατιτίς, τώρα που έχει προσφορές.
-Σωστά λεν. Έχει ευκαιρείες τώρα. Αρκεί να σε περισσεύουν βέβαια για ψώνια
-Έεε ναι, Γιάννε. Εκεί με τούμπαραν: “Χάμπο”, με λεν, “να δούμε μόνο τις βιτρίνες. Κι άμα είν’ ακριβά, δεν παίρνουμε βρε μπαμπά” με λέει η Διαλεχτή: “Άμα όμως δεις κάτι και είν’ και ευκαιρεία, κακό είναι να το αγοράσεις”;
-Μ’ αυτά κα μ’ αυτά σε ξεσήκωσαν, ε;
-Ναι, Γιάννε. Τ’ άκουσε και η Θεγοδοσία, το πήρε γραμμή: “Ναι, βρε Κάκκο, καλά σε λέει το παιδί. Αν δε μας κάνει, δεν το παίρνουμε πια! Πάμε! Έστω και για να δούμε μόνο τις βιτρίνες”…
-Για να δείτε τις βιτρίνες είπαν;
-Ναι, Γιάννε, τέτοια μαϊμουτζιλίκια.
-Σκέφτηκες ποτέ, Κάκκο, αυτό που λεν, “να δούμε τις βιτρίνες”, ή “να χαζέψουμε τις βιτρίνες”;
-Σκέφτηκα, Γιάννε, πως μετά την κρίση, ο πολύς ο κόσμος πάει και χαζεύει τις βιτρίνες. Δεν ψωνίζει. Μόνο βλέπει. Αυτό σκέφτηκα.
-Άλλο θέλω να πω. Σκέφτηκες ποτέ το ανάποδο;
-Ποιο είν’ το ανάποδο απ’ το να δει ο κόσμος τις βιτρίνες, Γιάννε;
-Το ανάποδο; Σκέψου, Κάκκο. Όπως βλέπουμε εμείς τις βιτρίνες, έτσι κι οι βιτρίνες βλέπουν εμάς.
-Τι είπες τώρα, Γιάννε; Είσαι όμως, ανήσυχο μυαλό!
-Όχι, σκέψου, Κάκκο. Βάλε με το μυαλό σου μια βιτρίνα με είδη για όλον τον κόσμο. Ας πούμε, μια βιτρίνα σε ένα κεντρικό σημείο της Πτολεμαΐδας.
-Και λοιπόν.
-Σκέψου, λοιπόν, αυτή η βιτρίνα, πόσες χιλιάδες κόσμο έχει δει να κοντοστέκεται μπροστά της, και να κοιτάει ό,τι είναι στη μόστρα!
-Απ’ όλα τα είδη, ε; Ανδρικά, γυναικεία, παιδικά!
-Επίσημα, σπορ, για εξοχή…
-Χειμωνιάτικα, καλοκαιρινά…
-Άλλο είν’ αυτό που θέλω να πω, Κάκκο. Το πιο κύριο είναι πως αυτή η βιτρίνα έχει δει χιλιάδες άνδρες, γυναίκες, παιδιά! Κι από πάνω, έχει ακούσει χιλιάδες συζητήσεις.
-Κοίτα να δεις. Αυτό δε το σκέφτηκα. Πράγματι, η βιτρίνα έχει δει και έχει ακούσει…Ένας Θεός ξέρει πόσα!
-Πολλά, Κάκκο. Είδε κι άκουσε…πράγματα φανερά, αλλά και πράγματα κρυφά.
-Αυτό, Γιάννε, δεν το σκέφτηκα ποτέ. Να ‘χε φωνή να μας πει.
-Είδε τον πόθο της κυρίας για το κόκκινο ταγιεράκι που ήταν σα ζωγραφιστό, αλλά είδε και πως βασανιζόταν για το πώς θα καταφέρει να βρει τα λεφτά να τ’ αγοράσει. Είδε και τον πόθο του νεαρού που χάζευε την όμορφη κοπέλα, που χάζευε το κίτρινο μαγιώ της βιτρίνας.
-Τι λες, Γιάννε, τώρα; Είσαι ποιητής. Στο ‘χω ξαναπεί αυτό!
-Και το κυριότερο, μπορεί και η κοπέλα να είδε τον πόθο στα μάτια του νεαρού μέσα στην αντανάκλαση του προσώπου του, στο τζάμι της βιτρίνας. Ίσως και να τον πρόδωσε, η άτιμη η βιτρίνα, στην κοπέλα!
-Ίσως, όμως, Γιάννε, οι δυο τους να γίναν ζευγάρι μετά…
-Ίσως Κάκκο…
-Ποιος ξέρει…
-Ίσως πάλι οι δύο τους, μετά από χρονια, να κοίταζαν στην ίδια βιτρίνα τα καλοκαιρινά, ενώ το παιδάκι τους κοίταζε τα αθλητικά παπούτσια που φορούσαν, ήδη, τα περισσότερα παιδιά της τάξης του…
-Τι λες τώρα, Γιάννε;
-Ναι, Κάκκο. Και ίσως παλι, χρόνια μετά, το παιδί αυτό, άντρας πια, να στέκονταν μπροστά στην ίδια βιτρίνα, με πόνο στα μάτια, ψάχνοντας να βρει μια μαύρη γραβάτα…