-Δεν έχει άλλα περιθώρια, Χάμπο. Ατό η ζουρνά, άλλο κι ίνεται.
-Ποίο ζουρνά, Γιάννε;
-Ατό η ζουρνά, που τα καλύτερα παιδία νε μουν, τα πιο μορφωμένα, φεύγουν στο εξωτερικό, για να συνεχίσουν τις σπουδές τους και για να βρουν, εκεί, καλές δουλειές εκεί, αφού εδώ δεν έχουν χαΐρι.
-Και τι να κάνουν τα παιδιά Γιάννε. Παράδειγμα, ο γιος μου ο Ισίδωρος. Έφυγε στην Αμερική. Τι να κάνει; Εκεί έγινε καθηγητής πανεπιστημίου. Εδώ, θα ήταν ακόμα άνεργος. Φταίει αυτός;
-Καθόλου δε φταίει, Χάμπο. Καλά έκανε. Δε θα λύσει το πρόβλημα ο Ισίδωρος. Αυτό είν’ πρόβλημα για να το λύσει η κυβέρνηση.
-Δηλαδη πως;
-Δηλαδή, Χάμπο, να δημιουργήσει νέες δουλειές. Δουλειές και για επιστήμονες. Έρευνα! Καινοτομία! Τέτοια πράματα. Αλλιώς θα συνεχίσει η μετανάστευση, όπως το ’60.
-Έεε, βέβαια, Γιάννε. Όλοι έχουμε κι από τότε συγγενείς στο εξωτερικό. Άλλος Αουστράλια, άλλος Αμέρικα, άλλος Γερμανία…
-Ναι! Αυτό λέω κι εγώ. Αυτό ακριβώς! Μόνο που το ’60 έφευγαν οι λιγότερο μορφωμένοι, ενώ τώρα φεύγουν τα γερά μυαλά! Μυαλά σαν του Ισιδώρου.
-Τι να κάνουμε; Παντρεύτηκε την Αμερικάνα, τη Τζάκι, έκαναν και το εγγόνι…
-Πόσο είν’ τώρα ο εγγονός, Χάμπο;
-Σήμερα στα δέκα, Γιάννε. Ο Χάρι…
-Λάμπουν τα μάτια σου σαν μιλάς γι’ αυτό Χάμπο…
-Τι να πω, Γιάννε; Εννέα χρόνων το παιδί, τρεις φορές το είδα όλο κι όλο! Αυτή ειν η μοίρα του μετανάστη…
-Ναι, Χάμπο. Έτσι είναι…Θα σου πω μιαν ιστορία πάνω σ’ αυτό.
-Και που έγινε η ιστορία Γιάννε;
-Στην Αμερική και στην Αμοργο, Χάμπο!
-Μετανάστης;
-Μετανάστης! Ήμουν, που λες,Χάμπο, το 1976, το καλοκαίρι, φοιτητής ακόμα, στην Αμοργό. Όμορφο νησί!
-Δεν πήγα ποτέ, Γιάννε, όμως το είδα σε κάτι ντοκιμαντέρ, στην ΕΡΤ…
-Ναι, Χάμπο, όμορφο νησί. Με πολύ όμορφη Χώρα. Ψηλά! Ο αέρας φυσάει πάντα! Έχει λυγίσει στις κορυφογραμμές τους ευκαλύπτους και τ’ άλλα τα ψηλά τα δένδρα. Προς το Νοτιά! Που ν’ αντισταθεί το δένδρο στα μποφόρ;
-Αν πάει κόντρα, ή αν αποφασίσει να μείνει όρθιο, θα σπάσει. Θα ξεριζωθεί!
-Για να γλυτώσει…γέρνει! Αγνάντευα που λες, μοναχός, το ηλιοβασίλεμα. Πάνω απ’ τη Χώρα. Ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο. Μοναδικό!
-Και λοιπόν;
-Και λοιπόν, αθόρυβα, ήρθε και στάθηκε δίπλα μου ένα γεροντάκι. Κοντά ενενήντα…Αγνάντευε, κι αυτός, το ηλιοβασίλεμαμα.
-Πιάσατε κουβέντα;
-Αυτός με ρώτησε: “Από που είσαι παλληκάρι μου”; Του λέω: “Απ’ την Πτολεμαΐδα”. Τον ρωτάω κι εγώ: “Εσείς”; Μου λέει: “Εγώ είμαι από δω. Απ’ την Αμοργο”. Μόνο που έλλειπα είκοσι χρόνια, συνεχόμενα”. Τον ρωτάω: “Και που ήσασταν”; Μου απαντάει: “Μετανάστης στην Αμέρικα”!
-Και γύρισε για καλοκαίρι;
-“Και γύρισα στα ταφικά μου”, μου λέει. “Σαν πεθάνω, να με θάψουν εδώ. Στο αεράκι του Αιγαίου. Στην πατρίδα μου, την Αμοργό”. Και κρατούσε, που λες, Χάμπο, στο χέρι του, ένα κομμένο κλαδάκι με άσπρα ανθάκια. Και το μύριζε συχνά – πυκνά…
-Και τι ήταν το λουλούδι, Γιάννε, θυμάσαι;
-Το λουλούδι, μου είπε ο Αμοργιανος, ήταν :”Λουΐζα. Παρ’ το, να το μυρίζεται και να ‘χεις να θυμασαι”…
-Και μύριζε ωραία;
-Ακόμα μυρίζει Χάμπο. Να εδώ το ‘χω. Στο πορτοφόλι μου. Το ‘ χω πάντα…Μύρισε να δεις…