Είναι καταφανές πλέον το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι έχουν αποφασίσει να μην αφήσουν στην Ελλάδα κανένα περιθώριο έμμεσης χρηματοδότησης, τόσο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), όσο και από τις δόσεις που προβλέπονται από την υφιστάμενη δανειακή συμφωνία. Η απόφαση του διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι να μην δέχεται ελληνικά ομόλογα, μετατρέποντας την Ελλάδα στην μοναδική χώρα εντός ευρώ που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο μηχανισμό χρηματοδότησης, «φωνάζει» από μόνης της. Όσον αφορά την συγκεκριμένη απόφαση, το δικό τους δίκιο δείχνουν να έχουν και οι δύο πλευρές.
Η ΕΚΤ δικαίως θα μπορούσε να ζητά να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση εφαρμογής της συμφωνίας που υπέγραψε πριν μερικές μέρες η ελληνική κυβέρνηση. Ιδίως όταν ακόμα και μετά την συμφωνία, ακούγονται πλήρως αντικρουόμενες δηλώσεις όσον αφορά την βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει την συμφωνία. Σίγουρα, δημόσιες δηλώσεις του τύπου «σκόπιμα η συμφωνία ήταν γενικόλογη (ώστε να εφαρμοστεί κατά το δοκούν από την ελληνική πλευρά)», δεν βοηθούν. Ούτε δηλώσεις του τύπου «θα κάνουμε δημοψήφισμα». Όταν μια κυβέρνηση έχει υπογράψει μια συμφωνία, δεν θα έπρεπε να δηλώνει μια εβδομάδα αργότερα ότι «θα κάνουμε δημοψήφισμα για να δούμε αν θα εφαρμόσουμε την συμφωνία». Όλες αυτές οι δηλώσεις, το μόνο που καταφέρνουν είναι να ενισχύουν την επιχειρηματολογία εκείνων που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν έχει καμιά πραγματική διάθεση να εφαρμόσει καμιά συμφωνία, παρά μόνο να συνεχίσει να παίρνει χρήματα.
Από την άλλη πλευρά και η ελληνική κυβέρνηση έχει τα δικά της δίκαια. Είναι σωστή η αναφορά του πρωθυπουργού, ότι η πρώην ελληνική κυβέρνηση έπαιρνε ευρωπαϊκή βοήθεια τόσο από την Τρόικα όσο και από την ΕΚΤ, όταν οι συνθήκες της ελληνικής οικονομίας ήταν ακριβώς ίδιες. Η κυβέρνηση Σαμαρά χρησιμοποιούσε χρήματα μέσω της πώλησης ομολόγων από την ΕΚΤ, ενώ επίσης δεν είχε ολοκληρωθεί η αξιολόγηση των προηγούμενων συμφωνιών. Παρόλα ταύτα το χρήμα «έρεε», τόσο από την ΕΚΤ όσο και από τις μνημονιακές δόσεις. Εδώ λοιπόν οι Ευρωπαίοι δείχνουν να χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά και σωστά μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι η ΕΚΤ χρησιμοποιείται ως πολιτικό μέσο πίεσης της νέας ελληνικής κυβέρνησης.
Έτσι, θεωρώ πως δεν έχει ουσία η ελληνική κυβέρνηση να παραπονιέται και να μεμψιμοιρεί δημοσίως για όλα τα παραπάνω. Αυτό έχουν αποφασίσει οι Ευρωπαίοι και αυτό κάνουν. Το μόνο που μπορεί να κάνει η ελληνική κυβέρνηση είναι να εφαρμόσει δραστικά και γρήγορα αυτό που έτσι και αλλιώς έχει ανάγκη η χώρα. Να κάνει πιο συγκεκριμένες τις μεταρρυθμίσεις που πρότεινε, και κυρίως να τις κάνει… πραγματικότητα.
Να δείξει στην πράξη ότι όντως θέλει να μεταρρυθμίσει την ελληνική οικονομία και όχι στα λόγια και σε σκοπίμως «γενικόλογες» δεσμεύσεις. Οι πολέμιοι της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην ΕΚΤ, κατηγορούν την Ελλάδα ότι το μόνο που θέλει είναι χρήματα και δεν έχει διάθεση να εφαρμόσει καμιά μεταρρυθμιστική συμφωνία. Η έναρξη και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που τόσο ανάγκη έχει η χώρα, πρώτα τα δικά τους στόματα θα έκλεινε. Αφού λοιπόν οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας είναι τόσο επιτακτικές, πρέπει και το μεταρρυθμιστικό έργο να εκτελεστεί το ίδιο γρήγορα. Όταν θέλεις γρήγορα χρήματα, κάνεις και γρήγορα αυτό που σου ζητούν και συμφώνησες. Δεν παραπονιέσαι δημοσίως, ούτε και στέλνεις τρεις διευκρινιστικές εκθέσεις, ώστε να εξηγήσεις για τις μεταρρυθμίσεις που έχεις αποφασίσει να κάνεις. Η άμεση υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων είναι το μόνο μέτρο που θα αφαιρέσει κάθε δικαιολογία από τους Ευρωπαίους να χρηματοδοτήσουν την Ελλάδα και να επανέρθει η χώρα στα φυσιολογικά της επίπεδα. Όλα τα υπόλοιπα είναι λόγια και πράξεις άνευ ουσίας.