Το εγχείρημα της πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ ήταν ούτως ή άλλως δύσκολο και έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολο εξαιτίας των δυσμενών εξελίξεων στην αγορά των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων.
Οι επενδυτές που συμμετέχουν στο διαγωνισμό έχουν ξεκινήσει τους υπολογισμούς και βλέπουν ότι απαιτούνται προσαρμογές και αλλαγές προκειμένου οι μονάδες να είναι βιώσιμες στην αγορά και επομένως να έχει νόημα η πώληση.
Στην κατεύθυνση αυτή υπάρχουν συγκεκριμένα αιτήματα που έχουν υποβληθεί και εξετάζονται προκειμένου να διευκολυνθεί η πώληση.
Ένα από αυτά – κοινό καθώς έχει υποβληθεί τόσο από τους Κινέζους όσο και από τους Τσέχους – αφορά στην κατάργηση του φόρου λιγνίτη υπέρ ΑΠΕ 2%. Πρόκειται για τον έναν από τους δύο φόρους που επιβαρύνει το κόστος λιγνίτη, αφού έχει θεσπιστεί και πληρώνεται ένα ακόμη τέλος που καταλήγει στις τοπικές κοινωνίες.
Βεβαίως, το αίτημα για κατάργηση του συγκεκριμένου φόρου, ενδεχομένως να δημιουργήσει νέα δεδομένα στην αγορά και για αυτό το λόγο εξετάζεται προσεκτικά. Και αυτό διότι εκτιμάται ότι μέσω του φόρου εισρέουν στον ειδικό λογαριασμό ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ περί τα 50 εκ. ευρώ ετησίως, ποσό που δύσκολα θα μπορεί να αναπληρωθεί από άλλες πηγές.
Πιθανή κατάργηση του φόρου, ενδέχεται να δημιουργήσει νέα τρύπα στον πολύπαθο λογαριασμό και για αυτό το λόγο υπάρχει ανησυχία και εγρήγορση και από άλλους φορείς θεσμικής εκπροσώπησης, όπως για παράδειγμα οι βιομηχανικοί καταναλωτές.
Ανεξάρτητα από το τι θα αποφασιστεί σε σχέση με το φόρο, το αίτημα που έχει υποβληθεί από τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό δείχνει ότι τα νούμερα για τις μονάδες είναι οριακά και ότι οι επενδυτές ζητούν πρόσθετες ελαφρύνσεις ή/και ενισχύσεις (ΑΔΙ) προκειμένου οι πωλούμενες μονάδες (και κατ᾽επέκταση και οι εταιρείες) να είναι βιώσιμες.