1. ΤΑ ΑΓΡΑΦΑ
Τα Άγραφα είναι μια ορεινή γεωγραφική και ιστορική περιοχή στην ηπειρωτική Ελλάδα
Τα Άγραφα ήταν μια περιοχή στην Ελλάδα που ήταν άγνωστη στον μεσαίωνα και ελάχιστα γραφόταν γι’ αυτήν.
Κατά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήταν τόσο δύσκολο κανείς να βρει και να φτάσει κανείς εκεί δεν είχε καταχωρηθεί σε χάρτες , και η περιοχή έλεγαν ότι είναι άγραφη εξ’ όυ και την ονόμαζαν << Άγραφα» .
Σύμφωνα με τον θρύλο, όταν οι Βυζαντινοί γραμματείς έφτασαν εδώ, θεώρησαν την περιοχή πολύ απομακρυσμένη για να χαρτογραφηθεί και την σημείωσαν ως «άγνωστη περιοχή». Στην πραγματικότητα η ονομασία προήλθε από τις δυσκολίες που συναντούσαν οι Βυζαντινοί στην είσπραξη των φόρων, λόγω των ατίθασων κατοίκων της περιοχής που δεν γράφονταν στους φορολογικούς καταλόγους. Λέγεται μάλιστα οτι είχαν πετύχει ειδικά προνόμια αυτονομίας και φοροαπαλλαγής, οπότε και έμειναν ‘’άγραφοι’’
Βρισκόταν βαθιά στην ηπειρωτική χώρα και ήταν απομονωμένα από άλλες περιοχές από βουνά, γι’ αυτό και παρέμειναν η πιο αυτόνομη περιοχή της Ελλάδας για αιώνες.
Έτσι οι ντόπιοι εξακολουθούσαν να ζουν ανεξάρτητοι χωρίς ενοχλητικές επισκέψεις . Οι Άγραφίωτες ( Άγραφοι ) ήταν ανέκαθεν ελεύθεροι στοχαστές.
Τα Άγραφα δεν έπεσαν υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απολυτά και ήταν το πρώτο μέρος στη χώρα από το οποίο εκδιώχθηκαν οι Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ετυμολογικα : Άγραφα < αρχαία ελληνική Ἀγραΐς < Ἀγραῖος < ἀγραῖος < ἄγρα . Με παρετυμολόγηση από τη λέξη άγραφα] < αρχαία ελληνική ἄγραφος < γράφω .
Η περιοχή έχει βρεθεί στο επίκεντρο ταραχών και επαναστάσεων σε περισσότερες από μία περιπτώσεις.
Ο θρυλικός αγωνιστής της ανεξαρτησίας Αντώνης Κατσαντώνης γεννήθηκε εδώ, και ο ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821-1829, Γεώργιος Καραϊσκάκης, χρησιμοποίησε τα Άγραφα ως ορμητήριο για επιθέσεις εναντίον των Οθωμανικών στρατευμάτων , ήχε γεννηθεί στο Μαυρομάτι της ορεινής Αργιθέας που ανήκει στα Θεσσαλικά Άγραφα.
Αποτελούν προέκταση του νότιου τμήματος της οροσειράς της Πίνδου . Σήμερα καλύπτουν την περιοχή των περιφερειακών ενοτήτων Ευρυτανίας και Καρδίτσας . . Η υψηλότερη κορυφή είναι η Καράβα στα 2.184 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσα.
********************************************************
2. ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ
Τα χωριά στα Άγραφα χωρίζονται σε δυο περιοχές
Στα Ευρυτανικά Άγραφα και στα Θεσσαλικά Άγραφα
ΕΥΡΥΤΑΝΙΚΑ ΑΓΡΑΦΑ
Τα Ευρυτανικά Άγραφα βρίσκονται στην Περιφερειακή Ενότητα Ευρυτανίας, βόρεια του όρους Τυμφρηστός, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί τμήμα τους. Είναι η πιο δύσβατη περιοχή της Ελλάδας, καθώς οι πολυάριθμες πανύψηλες βουνοκορυφές και οι βαθείς χαράδρες καθιστούν τις συγκοινωνίες δύσκολες., ακόμα χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους παλιά μονοπάτια και γεφύρια. Η ψηλότερη κορυφή των Ευρυτανικών Αγράφων είναι το Ντελιδίμι , με υψόμετρο 2.163 μέτρα
Τα χωριά που ανήκουν στα Ευρυτανικά Άγραφα είναι κυρίως αυτά της Δημοτικής Ενότητας Αγράφων, είναι:
Άγραφα, Βραγγιανά, Επινιανά, Μαράθος, Μοναστηράκι, Τρίδενδρο, Τροβάτο.
Στην Δημοτική Ενότητα Απεραντίων ανήκουν:
Γρανίτσα, Βαλαώρα, Βούλπη, Λημέρι, Λιθοχώρι, Σιβίστα, Τοπόλιανα.
Στην Δημοτική Ενότητα Ασπροποτάμου ανήκουν:
Ραπτόπουλο, Κέδρα, Λεπιανά, Νέο Αργύρι, Δαφνούλα, Πρασιά.
Στην Δημοτική Ενότητα Βίνιανης ανήκουν:
Κερασοχώρι, Άγιος Δημήτριος, Βίνιανη, Δάφνη, Μαυρομάτα, Χρύσω.
ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΑΓΡΑΦΑ
Τα Θεσσαλικά Άγραφα αποτελούν το βόρειο τμήμα της οροσειράς των Αγράφων. Στα ανατολικά καταλήγουν στην Θεσσαλική πεδιάδα. Ανήκουν κυρίως στον νομό Καρδίτσας. Η υψηλότερη κορυφή της Θεσσαλικής Αγραφίας είναι η Καράβα, με ύψος 2.184 μέτρα, η οποία είναι και η υψηλότερη κορυφή ολόκληρης της οροσειράς. Στην περιοχή των Αγράφων στη Θεσσαλία βρίσκεται η λίμνη Πλαστήρα.
Τα χωριά των Θεσσαλικών Αγράφων βρίσκονται κυρίως στην περιοχή της Δυτικής Αργιθέας και του Αχελώου, .
Τα χωριά των Θεσσαλικών Αγράφων είναι διάσπαρτα στις απόκρημνες πλαγιές και τις χαράδρες της περιοχής, και είναι γνωστά για την άγρια και μυστηριώδη ομορφιά τους. Τα Θεσσαλικά Άγραφα θεωρούνται μια από τις πιο δυσπρόσιτες περιοχές της Ελλάδας.
Μερικά από τα χωριά των Θεσσαλικών Αγράφων είναι: Αργιθέα: Η Αργιθέα είναι μια ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει πολλά χωριά, όπως το Πετρίλο, το Βραγκιανά, το Βλασή, το Βασιλάδα, και το Ανθηρό .
Ασπροπόταμος: Περιλαμβάνει χωριά όπως το Ραπτόπουλο, τα Κέδρα, τα Λεπιανά, το Νέο Αργύρι, τη Δαφνούλα, και την Πρασιά.
Άγραφα: Περιλαμβάνει χωριά όπως τα Άγραφα, τα Βραγγιανά, τα Επινιανά, το Μάραθο, το Μοναστηράκι, το Τρίδενδρο, και το Τροβάτο.
Άλλοι οικισμοί: Ανατολική Φραγκίστα, Δυτική Φραγκίστα, Επισκοπή, Μαραθιάς, Παλαιοκατούνα, Παλαιοχώρι, Τριπόταμος.
*Όπως διαπιστώσαμε και λόγω της θέσεως τους (Βορεινή πλευρά των Αγράφων )τα περισσότερα από αυτά που κάτοικοι τους έφθασαν στην Κοζάνη το 1612 προερχόταν από τα Θεσσαλικά Άγραφα και δη απο την περιοχή της Αργιθέας ,
******************************************************************
3, ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΧΩΡΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ
Έτσι εκ των πραγμάτων (λόγω περιορισμένου ου χώρου ) θα σας μεταφερομένου λίγες πληροφορίες από 15 χωρία της Δυτικής και της Ανατολικής Αργιθέας
— Τα χωριά της Δυτικής Αργιθέας περιελάμβανουν τα χωριά Ανθηρό , Αργιθέα, Θερινό, Ελληνικά, Καλή Κώμη, Μεσοβούνι, Καρυά, Πετρωτό). και τη Διευρυμένη Κοινότητα
— Τα χωριά Ανατολικής Αργιθεας περιλαμβάνουν τα χωριά Πετρίλο , Βλάσι, Δροσάτο, Κουμπουριανά, Φουντωτό, Λεοντίτο, Φουντωτό και Στεφανιάδα).
* Ανθηρό
Το Ανθηρό Αργιθέας, είναι ένα ορεινό χωριό της Καρδίτσας, το οποίο βρίσκεται στην καρδιά των Θεσσαλικών Αγράφων, χτισμένο σε 990μ. υψόμετρο. Είναι το κεφαλοχώρι και η έδρα του Δήμου Αργιθέας, ο οποίος αποτελείται από 20 μεγάλα και μικρά χωριά, τα οποία μαζί με άλλους μικρότερους οικισμούς, βρίσκονται σκαρφαλωμένα στον ορεινό όγκο της Δυτικής Θεσσαλίας, στα Θεσσαλικά Άγραφα.
Το Ανθηρό απέχει οδικώς από την Καρδίτσα περίπου75 χλμ, από τα Τρίκαλα περίπου 63 χλμ, από το Μουζάκι 43 χλμ, και από την Άρτα 90 περίπου χλμ,. Αποτελείται από τρεις μεγάλους συνοικισμούς: Το Κυρίως Χωριό – το Ανθηρό – το Λαγκάδι και τη Μεταμόρφωση υπάρχουν όμως και οι μικρότεροι συνοικισμοί: Κούκος, Σπηλιά, Αγορασιά, Άγιοι Απόστολοι, Κριτσάρι και Ποταμιά.
*Αργιθέα,
Η Αργιθέα είναι χωριό της Καρδίτσας, στην περιφέρεια Θεσσαλίας,
Μέχρι το 1927 ο οικισμός ονομαζόταν Κνίσοβο.
Η Αργιθέα είναι ορεινό χωριό στο δυτικό τμήμα του νομού Καρδίτσας. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές κλιτύς της κορυφής «Καυκιάς» (1.637 μ.) της Νότιας Πίνδου, κοντά στις πηγές πολλών ρεμάτων (Ζαρμπακούλη, Παλιόδεντρου, Πλατανιά, Φροξυλιώτη) και πάνω στην επαρχιακή οδό Μουζακίου-Ανθηρού, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 975. Απέχει περίπου 82 χλμ. Δ.ΝΔ. της Καρδίτσας.
* Βλάσι,
Το Βλάσι (ή Βλάσιον) είναι ορεινό χωριό του νομού Καρδίτσας. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.060 μέτρων στις πλαγιές των Αγράφων και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Θεσσαλίας.
Το Βλάσι ανήκει στον Δήμο Αργιθέας] και ο πληθυσμός του σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 98 κάτοικοι, οι οποίοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Απέχει 57 χιλιόμετρα από την Καρδίτσα και 27 από το Μουζάκι Καρδίτσας.
Δροσάτο,
*Ελληνικά,
Ελληνικά (Μαρτεντζικον ) ή Απάνω Παληοχώρι στα σύνορα με Άρτα και Τρίκαλα. Απέχει 115 χλμ. από την Καρδίτσα και 80 από το Μουζάκι και είναι χτισμένο σε 950 μ. υψόμετρο. Ως το 1947 υπαγόταν στην Κοινότητα Καλής Κώμης. Το όνομα το πήρε από τα τείχη ελληνιστικής περιόδου που υπάρχουν εκεί κοντά. .Το χωριό κατοικούνταν από πάρα πολύ παλιά και οι παλιότερες ονομασίες του ήταν Μαρτεντζικό και Παλαιοχώρια. Στο σύνολό τους τα σπίτια του χωριού είναι πέτρινα, χτισμένα από τεχνίτες ντόπιους και ηπειρώτες. Το αξιοθέατο των Ελληνικών είναι σίγουρα η «Παλαιοκαμάρα Κορακονησίου», μια πέτρινη μονότοξη γέφυρα στον ποταμό Αρέντιο ή Πολυνερίτη, 5 χλμ. ΝΔ του χωριού, που διασώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Βρίσκεται σε μια απόσταση 500 μ. από τον Αχελώο . Κτίστηκε πιθανόν το έτος 1241 και από το γεφύρι φαίνεται το φαράγγι του Αχελώου και το Παλαιόκαστρο. Αναφέρονται στην απογραφή των Οθωμανών του 1454/1455 ως Martasko αντί του ορθού Μαρτινισκό, υπαγόμενα στα Άγραφα.
*Θερινό Καρδίτσας
Γεωγραφικά το Θερινό βρίσκεται στην Θεσσαλία στον τέως Νομό Καρδίτσας. ι στον Δήμο Αργιθέας. Κύριες ασχολίες των κατοίκων του χωριού είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία και η μελισσοκομία.
Στη θέση «Γκούρα» σώζεται παλιός νερόμυλος που χρονολογείται περίπου το 1870. Τοξωτό πέτρινο γεφύρι συναντάμε στη θέση «Άγ. Μηνάς», από το οποίο περνούσαν παλιότερα όλοι οι δημότες της περιοχής Αργιθέας πριν γίνει ο αυτοκινητόδρομος, καθώς δεν υπήρχε άλλη διάβαση λόγω του ποταμού.
Το μοναστήρι του Αγ. Νικολάου στο Θερινό, εύκολα προσβάσιμο, διασώζει ξυλόγλυπτο τέμπλο και εικόνες που χρονολογούνται περίπου το 1850
* Καλή Κώμη,
Καλή Κώμη βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αργιθέας, σε υψόμετρο 610 μ. και σε ένα όμορφο, καταπράσινο τοπίο, γεμάτο χρώματα και εικόνες.Νοτιοδυτικά του χωριού, κυλάει ο Αχελώος ποταμός, που είναι το φυσικό όριο, μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας.Απέχει 65 χμ. από το Μουζάκι και 27 χλμ. από το Ανθηρό. Έχει πρόσβαση και από την Πύλη Τρικάλων, . Παλαιότερα ονομαζόταν Μολεντζικό και Παλαιοχώρι και μαζί με το Ματιντζικόν ή Μαρτιντζικόν (μετέπειτα κοινότητα Ελληνικών) ήταν μια Κοινότητα. Η Καλή Κώμη ανήκει στο Δήμο Αργιθέας και σ΄ αυτή υπάγεται και ο οικισμός Περιβόλι (παλιότερη ονομασία Κρανιά.). Μέχρι τη δεκαετία του 70, αριθμούσε περίπου 400 μόνιμους κατοίκους.
* Καρυά.
Την Καρυά τη συναντάμε 15 χλμ. ΝΔ της Αργιθέας. Ανήκει στο Δήμο Αργιθέας και πρόκειται για ένα μικρό χωριό με λίγους κατοίκους το χειμώνα ενώ το καλοκαίρι αυξάνονται κατά πολύ. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 800 μ. και απέχει από την Καρδίτσα 83 χλμ. και από το Μουζάκι 48 χλμ. Αναφέρεται στην απογραφή του 1454 ως TIRZOL εκτός απογραφικού καταστίχου, που δηλώνει ότι ο οικισμός δεν υπήρχε στην πρώτη απογραφή και δημιουργήθηκε μεταξύ του 1430 και 1453.Κύριες πηγές εισοδήματος στο χωριό είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία και η μελισσοκομία
*Κουμπουριανά,
Τα Κουμπουριανά είναι ορεινό χωριό του νομού Καρδίτσας. Είναι χτισμένα σε υψόμετρο 1.000 μέτρων στις πλαγιές των Αγράφων και αποτελούν έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Θεσσαλίας. Τα Κουμπουριανά ανήκουν στην Κοινότητα Αθαμανών ] και ο πληθυσμός τους σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ηταν 69 κάτοικοι.
* Λεοντίτο,
Το Λεοντίτο βρίσκεται προς τα όρια με την Περιφερειακή Ενότητα Άρτας, στις πλαγιές του βουνού Τσουρνάτο των Θεσσαλικών Αγράφων σε υψόμετρο 960 μέτρα[3][4]. Απέχει περίπου 76 χλμ. Δ.-ΝΔ. από την Καρδίτσα και 25 χλμ. ΝΑ. από το Ανθηρό . Στην πλατεία του χωριού υπάρχει υπέρ αιωνόβιο πλάτανο με σκίαση περίπου ένα στρέμμα καθώς και ο νερόμυλος του Παληαντώνη με τη νεροτριβή στο ποτάμι του χωριού.
Το Λεοντίτο θεωρείται οικισμός της ύστερης βυζαντινής εποχής, δηλ. προυπήρχε της εισβολής των Οθωμανών στη Δυτική Θεσσαλία (1395/1396).
Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν δημητριακά, οπωροφόρα δέντρα (καρυδιές, μηλιές) και εξέτρεφαν πρόβατα. Η ονομασία του προέρχεται από τον πρώτο οικιστή του, ο οποίος λεγόταν Λεοντίτος.
* Μαυρομάτι
Το Μαυρομμάτι είναι μεγάλος ημιορεινός οικισμός και ένα από τα ιστορικά χωριά του Ν. Καρδίτσας· βρίσκεται στους πρόποδες των ιστορικών Αγράφων 27 χλμ. βορειοδυτικώς της Καρδίτσας και 3 χιλ. ανατολικώς του Μουζακίου στα δεξιά του ποταμού Πάμισου (Μπλιούρη) σε υψόμετρο 160 μέτρων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο αγωνιστής του 1821 Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε σε ένα σπήλαιο κοντά στη μονή του Αγίου Γεωργίου.
Το Μαυρομμάτι είναι δημιούργημα της Βυζαντινής εποχής (1100 – 1200) περίπου, αφού αναφέρεται στην πρώτη Οθωμανική απογραφή του 1454/1455. Σύμφωνα με την απογραφή του 1454-55 η περιοχή του Μαυρομματίου αποτελούνταν από δύο τιμάρια: το πρώτο με ετήσιο εισόδημα 1.215 άσπρα , ανήκε στους αδελφούς Ορτού και Σανί, οι οποίοι το εκμεταλλεύονταν εξ αδιαιρέτου Σ’ αυτό κατοικούσαν 31 οικογένειες και 5 χήρες που καλλιεργούσαν δημητριακά , λινάρι , αμπέλια , και έτρεφαν πρόβατα και χοίρους. Το δεύτερο τιμάριο με ετήσιο εισόδημα 1014 άσπρα , ανήκε στον Γκιόνη [= Γιάννη ] Μαυρομάτη . Στο τιμάριο αυτό, που είχε παραχωρήσει κάποιος Θεόδωρος Μαυρομάτης, κατοικούσαν 28 οικογένειες και 1(μία) χήρα. Οι κάτοικοί του καλλιεργούσαν και αυτοί δημητριακά, αμπέλια και έτρεφαν πρόβατα, χοίρους και μελίσσια. Με το πέρασμα των χρόνων τα δύο αυτά τιμάρια – οικισμοί ενώθηκαν και αποτέλεσαν έναν οικισμό το Μαυρομμάτι , όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Κατά τον Γάλλο πρόξενο των Ιωαννίνων Πουκεβίλ, το Μαυρομμάτι στα 1800 είχε 100 οικογένειες με 400 περίπου κατοίκους
* Μεσοβούνι,
Το Μεσοβούνι είναι οικισμός της και της Καρδίτσας .
Το Μεσοβούνι είναι κτισμένο στις βορειοδυτικές πλαγιές του βουνού Καράβας σε περιοχή με ελατόδασος και σε υψόμετρο 900 μέτρων. Απέχει περίπου 12 χλμ. Α. από το Ανθηρό (έδρα του δήμου) και 74 χλμ. Δ. από την Καρδίτσα. Έχει θέα και προς την ανατολική Αργιθέα, δυτικά και νότια του περνούν οι χείμαρροι Λαγγαδιώτης και Φρουξιλιώτης, που κατευθύνονται στον Αχελώο. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία.
Το χωριό προϋπήρχε της εισβολής των Οθωμανών στη Δυτική Θεσσαλία (1395 με 1396) και είναι οικισμός της ύστερης βυζαντινής εποχής. Σε οθωμανική απογραφή του 1454/55, καταγράφεται ως Masovun. Αξιοθέατο είναι το μοναστήρι του Γενέσιου της Θεοτόκου στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού. Βρίσκεται ανάμεσα σε έλατα, χρονολογείται τον 17ο αιώνα και από το αρχικό καθολικό του διασώζεται μόνο το ξυλόγλυπτο τέμπλο ενώ η σημερινή εκκλησία ανοικοδομήθηκε το 1904.
*Πετρίλο
Το Πετρίλο, είναι ένα ιστορικό χωριό, που ανήκει στον ορεινό όγκο της Π.Ε. Καρδίτσας. Βρίσκεται περίπου στο κέντρο των βορείων Αγράφων. Είναι χτισμένο στις πλαγιές τους σε υψόμετρο 1160 m. Είναι το μεγαλύτερο χωριό στην Ανατολική Αργιθέα, με μακρόχρονη ιστορία. Η ονομασία είναι Πετρίλο αλλά οι κάτοικοι επειδή αποτελείται από πολλούς συνοικισμούς το αποκαλούν Πετρίλια (το τοπωνύμιο Πετρίλο είναι ελληνικό). Η γεωγραφική του θέση αποτελεί κομβικό σημείο, μιας και οι βουνοπλαγιές του συνιστούν σύνορο. Οι ψηλότερες βουνοκορφές γύρω από το χωριό είναι η Καράβα (2184 m) με απέραντη θέα προς τους νομούς Τρικάλων και Άρτας και το Βουτσικάκι (2154 m), . Στα Ανατολικά του χωριού λίγο πιο κάτω από την κορυφή Βουτσικάκι, στη θέση Εννιά Βρύσες, πηγάζει ο Πετριλιώτης ποταμός, ο οποίος, διασχίζοντας το χωριό καταλήγει δυτικότερα στον Αχελώο. Το Πετρίλο απαρτίζεται από τους συνοικισμούς Λιβάδια, Καμπουρέικα,(Πολύδροσο), Αργυρέικα, Μάγειρο, Βλαχογιαννέικα, Τεκέικα-Κουκλαρέικα-Παγουρέικα, Λαθηρέικα, Κρανιά (Χάρη), Χαλκιόπουλο, Βασιλάδες και Ρώσση, οι οποίοι είναι διάσπαρτοι αμφιθεατρικά στα βουνά, σχηματίζοντας έτσι ένα «πέταλο». Οι παραπάνω «μαχαλάδες», όπως χαρακτηρίζονται από τους ντόπιους, χωρίζονται από τον Πετριλιώτη ποταμό, που διασχίζει το χωριό και εκβάλλει στον Αχελώο. Στα δυτικά και βόρεια του υψώνεται η Καράβα (2.184 μ), ενώ ολόγυρά του αντικρίζει κανείς χαμηλότερα βουνά: το Γεννητάκι (1770 μ), το Ζγουρολίβαδο (1977 μ), η Κοκκινόλακκα (1911 μ), το Παλιομάντρι (1832 μ), τα Τρία Σύνορα (1400 μ), οι Τσιούτες (1659 μ), ο Φλάμπουρας (1600 μ), το Χαρίσι (1773 μ), η Τσικρίκα κ.α.
*Πετρωτό .
Το Πετρωτό απέχει από την Καρδίτσα 80 χλμ., από το Μουζάκι 54 χλμ. και από Ανθηρό και Καλή Κώμη 12 χλμ.
Είναι χτισμένο σε 650 μ. υψόμετρο .Έχει 5 οικισμούς το Κεντρικό Χωριό, τον Άγιο Δημήτριο, τη Συκιά, τον Τρίλοφο (αρχ.Δούγλιστα) και το Σπάρτο.Το χωριό κατοικείται αδιάκοπα από το 1600 πΧ μέχρι σήμερα, από τους Πελασγούς, Αθαμάνες, Βυζαντινούς και Νεοέλληνες .
Υπάρχουν πολλές αρχαιότητες . Μερικές από αυτές είναι : Παλιόκαστρο: στον ομώνυμο λόφο με Πελασγικά Τείχη και στη συνέχεια με Ελληνιστικά (4ος αι. π.Χ μέχρι 2ος αι. μ.Χ- Ελληνορωμαϊκούς χρόνους) — Καταφύγια, 200μ βόρεια από το Παλιόκαστρο. ανακαλύφθηκαν δύο αψιδωτές οικίες κατασκευασμένες από αργούς λίθους, κατάλοιπα κεραμικού κλιβάνου, πλήθος κεραμικών αγγείων, ένας κιβωτιόσχημος παιδικός τάφος, όλα του 1600-1500 π.Χ. — Πουρναράκια. Ανακαλύφθηκαν τάφοι Ελληνιστικών χρόνων. — Στον οικισμός Αγ. Δημητρίου. ανακαλύφθηκαν 2 τάφοι Ελληνιστικών χρόνων κ.α.
* Στεφανιάδα Καρδίτσας
Η Στεφανιάδα βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του βουνού Γαλάτσι των Δυτικών Αγράφων σε υψόμετρο 960 μέτρα. Απέχει περίπου 82 χλμ Δ.-ΝΔ. από την Καρδίτσα και 26 χλμ. Ν.-ΝΔ. από το Ανθηρό (έδρα του δήμου).
Το χωριό προϋπήρχε της εισβολής των Οθωμανών στη Δυτική Θεσσαλία (το 1395) και αναφέρεται στην απογραφή του 1454 – 55 ως ISTIFNYDA. Η ονομασία του, προέρχεται από την αρχαία θεματική λέξη στεφάνη, που σημαίνει κάθε τι που περιβάλλει το κεφάλι (προς προφύλαξη ή διακόσμηση). Παρουσίασε τη μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού της την εκατονταετία 1650 έως 1750 οπότε άρχισε να ελαττώνεται ο πληθυσμός της. Το 1824 ερημώθηκε εντελώς για 30 περίπου χρόνια λόγω της επιδρομής του Μουσταφά Πασά της Σκόρδας ή Σκόντρα Πασά.
Στα βορειοανατολικά του χωριού, σε απόσταση περίπου 1,5 χιλιομέτρου και σε υψόμετρο 750 μέτρων βρίσκεται η ομώνυμη λίμνη, μία από τις νεότερες λίμνες της Ελλάδας, η οποία έχει επιφάνεια 110 στρεμμάτων και ακτογραμμή που φτάνει τα 1,8 χιλιόμετρα. Δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 1963,
*Φουντωτό,
Χωρίο της Ανατολικής Αργιθέας σε υψόμετρο 1150 και πλέον μέτρων, . Είναι ένα από τα μικρότερα χωριά της Αργιθέας αν όχι της πατρίδας μας, χωμένο μέσα στο πράσινο. Είναι κρεμασμένο από την καταπράσινη οροσειρά Αι-Λιά, Μαρίβα, Λεωνίδα, Αφορισμένη, Καραγκούνη και Ντεληδήμ, αποτελούμενο από πολλούς μικρούς συνοικισμούς. και απέχει σαράντα (40) χιλιόμετρα από την Κωμόπολη Μουζακίου. Συνορεύει: βορείως με το Πετρίλο, ανατολικά με το Τροβάτο Ευρυτανίας, νοτιοδυτικά με το Λεοντίτο και βορειοδυτικά με το Δροσάτο και Πετροχώρι.Συνδέεται με ασφαλτωμένο δρόμο τριών χιλιομέτρων με τον κεντρικό Μουζακίου-Παναγία Σπηλιώτισσα.
Σήμερα στο χωριό υπάρχουν τρείς ιεροί ναοί:Ο Άγιος Γεώργιος που χρονολογείται την πρώτη χιλιετία , ο Άγιος Χαράλαμπος και ο Άγιος Νικόλαος. Παλιότερα υπήρχαν :. Η Αγία Παρασκευή, οι Άγιοι Θεόδωροι,, η Παναγία, ο Άγιος Αθανάσιος, η Αγία Τριάδα,, ο Αι-Λιάς, ο Άγιος Κωνσταντίνος και το Μοναστήρι του Αγίου Η αρχική ονομασία του χωριού ήταν Κοπλέσι και ανήκε στην κοινότητα Λεοντίτου.
***********************************************************
4 . ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Ιστορικά, η πλειοψηφία του πληθυσμού των Αγράφων ασχολούνταν με την γεωργία, την κτηνοτροφία και την βαφική ,και παραγωγή υφασμάτων
Ενα πολύ καλό εισόδημα εξακολουθούσε να προέρχεται από την εκμετάλλευση της ξυλείας από δάση .
Όταν οι Αγραφιώτες έφθασαν στην Κοζάνη το 1612 ο Π. Λίουφης γράφει στην Ιστορία της Κοζάνης , για τις επαγγελματικές δεξιότητες των Αγραφιωτών :
<<Εισήγαγαν την βαφική ( νημάτων και υφασμάτων ) που μέχρι τότε διεξάγονταν ατελώς .
Ήταν γνώστες της κατασκευής οικιακών υφασμάτων και ασχολούνταν με την σπαρτουργία . >>
–Βαφή υφασμάτων
Οι Αγραφιώτες εκείνης της εποχής συναγωνιζόταν στην βαφική τέχνη και την κατασκευή οικιακών υφασμάτων κάθε είδους τους αντίστοιχους τεχνίτες της Τσαρίτσανης και των Αμπελακίων που τα προϊόντα τους και λόγω των συνεταιρισμών που είχαν δημιουργήσει , κυκλοφορούσαν με σχετική ευκολία στην Ευρωπαϊκή αγορά .
Η βαφική τέχνη, ήταν εργασία λεπτή και περίπλοκη που είχε μεγάλη σπουδαιότητα.
Εκείνη την εποχή , η μόνη μέθοδος βαφής μαλλιού ήταν με την παρασκευή φυσικών βαφών από βρασμένα λαχανικά και ρίζες φυτών. τα φυτά αυτά και το χρώμα που δίνουν
1. ΚΟΚΚΙΝΟ Το Ριζάρι ( Rubia tinctorum ) έδινε κόκκινο χρώμα το ίδιο χρώμα έδιναν και τα βρασμένα κρεμμύδια
Ήταν το αγαπημένο χρώμα των υφαντριών, για να πετύχουν αυτό το χρώμα χρησιμοποιούσαν: – Ροδάμι πρίνου – Αγριοκορομηλιά – Φλούδες πλάτανου – Πριονοκούκι, που ήταν ένα παράσιτο πάνω στο πουρνάρι – Ριζάρι
2. ΜΑΥΡΟ -ΚΑΦΕ Οι Καρυδιές έδιναν πολλά χρώματα και κυριως το μαυρο .
Το δεύτερο σε προτιμήσεις ήταν το μαύρο χρώμα. Μαύρο έβαφαν με το ξύλο του σκλήθρου και του μέλεγου. – Καρυδότσουφλα – Το φλοιό φτελιάς και μελιάς ,
Τα φύλλα και το φλοιό της βελανιδιάς καθώς και κακατσίδες (αλεποπουρδές) βελανιδιάς.
Η Καρυδιές (Juglans regia ) έδιναν το καφέ χρώμα το ίδιο χρώμα έδινε και ο φλοιός της βελανιδιάς (επιστ. Δρυς, Quercus)
Η Καρυδιά επίσης έδινε το μπεζ χρώμα όπως και η φλούδα ροδιού (Punica granatum).Άλλα και ο φλοιός πεύκου Το Λουλάκι ( Indigofera tinctoria) & η Χένα ( Lawsonia inermis ) έδιναν το μαύρο χρώμα
3. ΚΙΤΡΙΝΟ
Λουλούδια από Σπάρτο .
Το κίτρινο. Κίτρινο έβαφαν με: – Τα φύλλα μαύρης μουριάς και αμυγδαλιάς – Τα φλούδια μηλιάς και κρεμμυδιού –
Κρόκος (Crocuς sativuς ) , τα αμπελόφυλλα και τα ροδιά έδινα τα κίτρινα χρώματα.
4) ΣΑΠΙΟ ΜΗΛΟ
Το χρώμα του σάπιου μύλου. Αυτό το χρώμα το πετύχαιναν με: – Τα φύλλα της Καρυδιά – Το φλοιό της άγριας μελιάς – Τις φλούδες των ξερών κρεμμυδιών
5 ΠΡΑΣΙΝΟ
5)Το πράσινο. Πράσινο χρώμα έβαφαν με: – Το φυτό λαδανιά – Μολόχα στη χάση του φεγγαριού και όχι στο γέμισμα – Φλούδα Μέλεγου
Το Λουλάκι ( Indigofera tinctoria) ,τα αμπελόφυλλα (Vitiς vinifera ) και η Ροδιά εδιναν διάφορες αποχρώσεις του πράσινου.
6 ΛΙΛΑ
Λιλα χφωμα εοαιρναν απο μαύρο κεφαλάκι από ανθισμένη παπαρούνα, στουμπισμένο στο γουδί.
7)ΜΠΛΕ – ΓΑΛΑΖΙΟ
Το μπλέ-γαλάζιο-ουρανί. Αυτές οι αποχρώσεις του μπλε τις πετύχαιναν με: – Το λουλάκι (τροπικό ινδικό φυτό) – Λάπατο μαζί με λουλάκι – Σαριά, δηλαδή το νερό που είχαν ζεματίσει μέσα τα μαλλιά
8 ΚΑΝΕΛΛΙ
Το κανελλί. χρώμα το πετύχαιναν με Κορμό πεύκου
9)ΛΑΔΙ Λαδί. Το έβαφαν με: – Φρέσκα φύλλα μουριάς
10)ΠΑΤΑΤΙ
Πατατί. – Με κρεμμυδόφλουδες
11)ΜΠΕΖ
Μπεζ. Το πετύχαιναν με: – Ρίζες από φερδούκλια – Βελανίδια
12 ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
Η Χένα ( Lawsonia inermis ) έδινε το πορτοκαλί χρώμα το ίδιο έδινε και το ριζάρι.
13 ΓΡΙΖΩΠΟ
Η Ρεσέντα ( reseda odorata ) έδινε το γκριζωπό πράσινο
Αυτές οι φυσικές βαφές, παράγουν πολύ συχνά θαυμάσια ποικιλία από τόνους χρωμάτων και αποκτούν μια γλυκιά αίσθηση με το πέρασμα του χρόνου.
Σε πολύ λίγα μόνο σημεία ΠΙΑ χρησιμοποιούνται πια φυσικές βαφές και δυστυχώς, σήμερα χάνεται πια αυτή η ρομαντική αλλά και δύσκολη τέχνη,
Σύμφωνα με τους ειδικούς το τελευταίο και δραματικότερο στάδιο του των υφαντών αποτελεί το πλύσιμό του με καυστική σόδα και άφθονο νερό για να δώσει λάμψη και ζωντάνια στα χρώματα και να αναδείξει τα σχέδια.
Tα πολλά νερά που υπήρχαν στην Κοζάνη (ακόμη η πηγή των Αγίων Ανάργυρων δίνει άφθονο νερό ) , ήταν ο πολύτιμος βοηθός τους στην τελειωτική εργασία, ενώ οι όχθες του γίνονταν το ι- δανικό εκθετήριο στην ακατάλυτη ευλογία του ήλιου, που ξέβαφε έντεχνα τα χρώματα, τα ημέρευε και τα εξευγένιζε.
Το χειροποίητα υφαντά , πλένεται, αφού φυσικά βγει από τον αργαλειό.
Οι μέθοδοι πλυσίματος ποικίλουν. Μπορούσαν να πλυθούν και να στεγνώσουν στον ήλιο αλλά μπορεί να πλυθεί και αργότερα και με χημικά, . Το πλύσιμο είναι αναγκαίο , για να γίνουν τα χρώματα από έντονα, απαλά. Το χημικό πλύσιμο, έχει τα πλεονεκτήματα της αντισκωρικής ιδιότητας και αντοχής στη βρωμιά και στους λεκέδες.
**************************************************
5 ΤΟ ΣΠΑΡΤΟ & Η ΣΠΑΡΤΟΥΡΓΙΑ
— Σπάρτο
Το Spartium junceum, γνωστό ως σκούπα βούρλου ή σκούπα του υφαντή,[είναι ένα είδος ανθοφόρου φυτού στην οικογένεια Fabaceae και το μοναδικό είδος στο γένος Spartium. Είναι στενά συγγενικό με τις άλλες σκούπες (στα γένη Cytisus και Genista).
Το φυτό αυτό το βλέπουμε κάθε φορά που ταξιδεύουμε με αυτοκίνητο στους δρόμους,είναι το ανθεκτικό φυτό το σπάρτο που μεγαλώνει χωρείς ιδιαίτερη φροντίδα ,χωρίς πότισμα,αντέχει στο κρύο και όταν είναι ανθισμένο είναι κατακίτρινο και μοσχοβολά ο τόπος ,έχει ιατροφαρμακευτικές ιδιότητες άλλα θέλει ιδιαίτερη προσοχή γιατί είναι δηλητηριώδες.
Η Ελληνική ονομασία Σπάρτο ( Spartium ) που δίνεται στο γένος υποδηλώνει τη χρήση του φυτού για «σχοινιά».
Το λατινικό συγκεκριμένο επίθετο junceum σημαίνει «σαν βούρλα», αναφερόμενο στους βλαστούς, οι οποίοι παρουσιάζουν μια περαστική ομοιότητα με εκείνους του γένους βούρλα Juncus
*Σπαρτουργία
Η τέχνη που ασχολείται με την αξιοποίηση των χρηστικών ιδιοτήτων του σπάρτου και την καλλιέργεια του φυτού λέγεται Σπαρτουργια
Συνηθίζεται ακόμη και σήμερα, οι ίνες του σπάρτου να χρησιμοποιούνταν για σχοινιά, κλινοσκεπάσματα, ακόμη και ρούχα, με στοιχεία χρήσης που χρονολογούνται από την αρχαία Ελλάδα.
Τα σχοινιά Sparto αναφέρονται στην Ιλιάδα και από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, υποδεικνύοντας τη χρήση τους στην αρχαιότητα για διάφορους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων των ξάρτιων πλοίων.
Ο Πλίνιος ανέφερε επίσης τη χρήση του Sparto για κλινοσκεπάσματα και ρούχα, υποδηλώνοντας τη χρήση του στη δημιουργία υφασμάτων και υφασμάτων για καθημερινή χρήση.
Ορισμένα παραδοσιακά εργαστήρια ύφανσης στην Ιταλία εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το Sparto για είδη διακόσμησης σπιτιού, όπως τραπεζομάντιλα και κουβέρτες, αναδεικνύοντας τη συνεχή σημασία του σε ορισμένα πλαίσια.
Λόγω της αφθονίας του σπάρτου σκούπας στην περιοχή της Μεσογείου και των ελκυστικών ιδιοτήτων των ινών της, η έρευνα διερευνά τις δυνατότητές της ως βιώσιμη πηγή κυτταρίνης για υφάσματα διασπώμενα .
Πιο πρόσφατα, η έρευνα προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητές της ως βιώσιμη πηγή κυτταρίνης για υφάσματα, ειδικά σε βιοδιασπώμενα σύνθετα υλικά
Παραδοσιακά χρησιμοποιείται για την παραγωγή ινών, ειδικά για το δέσιμο των αμπελιών. Χρησιμοποιείται επίσης ως φράχτης λόγω της ιδιότητάς του να δεσμεύει το άζωτο. Το φυτό χρησιμοποιείται επίσης ως αρωματική ουσία και για το αιθέριο έλαιο του, γνωστό ως genet absolute.
Οι ίνες του έχουν χρησιμοποιηθεί εκτός από την δημιουργία υφασμάτων που προαναφέραμε και για παράγωγη μιας κίτρινης χρωστικής ουσίας που χρησιμοποιείται και για φυσική βαφή υφασμάτων.
Τα κλαδιά χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σκούπων.
ΟΙ ΕΥΝΟΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥΣ
Όταν ξεκίνησε στην Κοζάνη η παραγωγή νήματος και πολλών ειδών υφασμάτων από τους Αγραφίωτες, αξιοποίησαν συγχρόνως και προϊόντα της κτηνοτροφίας, ( μαλλί των αιγοπροβάτων ) , αξιοποιούσαν όμως και μια μεγάλη ομάδα φυτών, τα περισσότερα από τα οποία ήταν αυτοφυή και κατάλληλα για την παράγωγη φυσικών χρωμάτων ( καρυδιές, αγριοκορόμηλίες , πλατάνια, βελανιδιές, αμπέλια κ. α., ) άλλα καλλιεργήθηκαν και άλλα για τον ίδιο σκοπό συν τις άλλης ( σπάρτο ριζάρι. κρεμμύδι ) .
Η μεταφορά τεχνολογίας από τους Αγραφιώτες , επηρέασε τις παραγωγικές δυνατότητες της Κοζάνης.
Όσοι ζούσαν στη μικρή πόλη επέκτειναν την εργασία τους στις γύρω περιοχές και όσοι είχαν μεταναστεύσει σε εύπορες πόλεις για καλύτερη τύχη, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Γερμανία, άνοιξαν νέους δρόμους επικοινωνίας και εμπορευόταν είδη υφασμάτων που παραγόταν στην Κοζανη , (τα ονόμαζαν αλατζάδες) και κλωστές που υφαίνονταν, συσσώρευαν πλούτο που έστελναν στους αγαπημένους τους συγγενείς στην πατρίδα.
. Εκείνη την εποχή, τα μεγάλα ονόματα στην βαφικη και στην παράγωγη και εμπορία υφασμάτων πολλών ειδών , με τα τα χαρακτηριστικά ομοειδών ειδών υφασμάτων με τους Κοζανίτης ήταν τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας και η Τσαριτσάνη. Τους οποίους τους έφθασαν και κάποια στιγμή τους ξεπέρασαν.