Τα φτιασίδια της υποκρισίας ξεπλύθηκαν, απ’ του κόσμου τα κλάματα. Τα αργύρια της προδοσίας εξαργυρώθηκαν. Η προδοσία στο όρος των ελαιών ολοκληρώθηκε. Έρχεται η σταύρωση για τους λαούς και για «ΕΚΕΙΝΟΝ».
Μας έκανε αγνούς ξυπόλυτους χωριάτες η αποστροφή στ’ άδικο.
Αλλάξαμε όψη, βρίσκοντας δύναμη αναπάντεχη για ένα ξεσήκωμα σ’ έναν αγώνα που όρια δεν έχει, λίγο πριν γίνουμε τα κομμάτια μιας ξεχασμένης συλλογής των «αφεντάδων», λίγες στιγμές πριν μας αφανίσει η αδιαφορία και το ψέμα των «εκλεκτών», οι στυγνές απάνθρωπες επιλογές των «μαύρων αρχόντων».
Στράγγιζαν τα νερά στα προπέρσινα ρούχα μας όταν μας άφησαν άστεγους. Οι θόρυβοι των ουρανών ρίχναν μολύβι, σαν τρέχαμε να φυλαχτούμε, στους αχυρώνες και σε μποστάνια,, σε ονειρέματα, όμορφων χρόνων…
Μην μας μέτρησαν λάθος οι «εκτιμητές» του κόσμου; Μην μας αντάμωσαν τα φαντάσματα βλοσυρών «τσιφλικάδων»; Μην ήτανε ο δρόμος κακοτράχαλος, κι εμείς ονειροπόλοι αλπινιστές, γυρέψαμε ψηλή κορφή στο όραμα, λεύτερη σκέψη;…
Γράψαμε με τα δάχτυλα στην λάσπη SOS. Να το δουν τα πουλιά να μας σώσουν. Αδράξαμε μια ευκαιρία να επιζήσουμε, κουλουριασμένοι στ’ απόσκιο, αποδιωγμένοι κι ασήμαντοι, απλά σύμβολα σε μια αδίδακτη του «εχθρού» θεωρία. «Πώς να αφανίσετε έναν λαό».
Μια δύναμη ανίκητη, πέτρινο θάρρος, η σκόνη του δίκιου, μας τύλιξε ξάφνου. Τους κόσμους μας έβαψε με γήινα χρώματα, έτρεξε απ’ το πουθενά σε χρόνους ασύλληπτους στους έρημους δρόμους της απόγνωσής και μονοπώλησε για όλους εμάς τους «ξυπόλυτους» την «ΔΙΚΑΙΩΣΗ» την «ΑΝΑΣΤΑΣΗ»
Σίσσυ (Βασιλεία) Ραμπίδου