Της Χριστιάννας Λούπα
Αρκετοί φίλοι με ρωτούν, γιατί τόσον καιρό δεν έχω γράψει κάποιο κείμενο σχετικό με την επικαιρότητα. Τους χρωστώ μιαν εξήγηση: Πολύ απλά, αγαπητοί φίλοι μου, κουράστηκα! Ζαλίστηκα από την ταχύτητα που τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο. Απογοητεύτηκα από την ανικανότητά μας ν’ αλλάξουμε ως λαός. Πικράθηκα από την απροθυμία μας ν’ αλλάξουμε ως άνθρωποι. Αισθάνομαι εγκλωβισμένη σε κινούμενη άμμο. Έγινα ρατσίστρια…
Ρατσίστρια απέναντι στους ηλίθιους και τους κουτοπόνηρους. Τους ανίκανους και παντογνώστες. Τους εξουσιολάγνους και καρεκλοκένταυρους. Τα λαμόγια, τους βολεμένους και τους φακελάκηδες. Τους εξυπνάκηδες, τους αμαθείς, τους ημιμαθείς, τους δήθεν, τους παρτάκηδες και τους ωχαδερφιστές. Τα κομματόσκυλα, τους χαρτογιακάδες, τους άξεστους, τους γλοιώδεις και τους αγενείς. Όλους αυτούς που μας τραβούν μαζί τους στον πάτο. Μα πάνω απ’ όλα έγινα ρατσίστρια απέναντι στους απαίδευτους. Τους ανθρώπους εκείνους, που χωρίς καμία παιδεία, πλασάρονται ως επαΐοντες, κουλτουριάρηδες, ινστρούχτορες και εθνοσωτήρες. Ως παιδεία εδώ νοείται η ψυχική και πνευματική καλλιέργεια ενός ατόμου, ουδεμία σχέση έχουσα με παπύρους και περγαμηνές σεσηπότων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Είναι η «παιδεία» αυτή, που οφείλει να έχει οποιοσδήποτε θέλει να λέγεται (και να είναι) πολιτισμένος, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, επάγγελμα ή οικονομική κατάσταση. Είναι η «παιδεία» αυτή, που κάνει έναν λαό να ξεχωρίζει πραγματικά και τον οδηγεί στην πρόοδο και την ευημερία, ενώ η έλλειψη της αναμφίβολα καταντά τροχοπέδη, που καταδικάζει μια χώρα σε σήψη, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Όσες κυβερνήσεις κι αν αλλάξουν, όσα νέα συστήματα κι αν εφαρμοστούν, όσοι νόμοι κι αν ψηφιστούν, αν οι Έλληνες δεν αποκτήσουμε ουσιαστική παιδεία, η χώρα αυτή θα συνεχίσει να τρέχει στον κατήφορο με σπασμένα τα φρένα και οποιαδήποτε ανάκαμψη δεν θα είναι παρά επιφανειακή και προσωρινή.
Όλα αυτά καταδεικνύουν νομίζω ότι η οικονομική και πολιτική κρίση που διανύει η χώρα είναι δευτερογενείς. Η κρίση αξιών και πολιτισμού είναι η ρίζα του κακού και πιθανότατα, αν εξέλειπε αυτή, δεν θα είχαμε βρεθεί να πελαγοδρομούμε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης.
Έτσι λοιπόν, σαν άλλος Διογένης, ψάχνω με το φανάρι να βρω Έλληνες με «παιδεία», ατόφιους, γνήσιους, ξεκάθαρους. Περπατώ στους δρόμους και κοιτώ έναν – έναν τους περαστικούς στα μάτια. Προσπαθώ να μαντέψω… Το ξέρω, δεν είναι πολλοί˙ είναι σεμνοί και ταπεινοί, περνούν δίπλα μας απαρατήρητοι, σχεδόν αόρατοι… Όμως,«το πνεύμα και στο χώμα λάμπει, το νοιώθω, με σκοτάδια μέσα μου παλεύει»*. Είναι αυτοί οι λίγοι, που σηκώνουν την Ελλάδα στους ώμους τους, είναι αυτοί, που τη νέα Ελλάδα θ’ αναστήσουν απ’ τα συντρίμμια ξανά, είναι αυτός «ο λαός των λειψάνων που ζει και βασιλεύει χιλιόψυχος»*. Σ’ αυτούς εναποθέτουμε τις ύστατες ελπίδες μας, ως λαός, ως χώρα, ως Ελλάδα.
* Στίχοι του Κωστή Παλαμά, από το ποίημα «Πατρίδες».