Migne PG 43,188C- 189B
«Ἐσταυρώθη λοιπόν, ἐσταυρώθη ὁ Κύριος καὶ προσκυνοῦμε τὸν ἐσταυρωμένο, τὸν ταφέντα καὶ ἀναστάντα κατὰ τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ἀνελθόντα στοὺς οὐρανούς. «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ» (Ρωμαίους 11,33), ὅπως εἶναι γραμμένο. «Ἐκ μέρους γνωρίζουμε καὶ ἐκ μέρους προφητεύουμε» (Α’Κορ 13,9). Σὰν νὰ παίρνουμε μία ρανίδα ἀπὸ τὸ πέλαγος τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀποκτοῦμε ἕνα ὑπόδειγμα αὐτῆς τῆς οἰκονομίας. Δηλαδὴ τὴν χάρι τῆς ἐλπίδος μας. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρός, μὲ τὴν θέλησι τοῦ Υἱοῦ μαζὶ μὲ τὴν θέλησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὸ σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ.
Ὅλες οἱ Γραφὲς εἶχαν ἐγκατεσπαρμένο τὸ κήρυγμα τῆς ἀναστάσεως. Βεβαίως ὁ τέλειος λόγος ἐπιφυλασσόταν γιὰ τὴν παρουσία τοῦ θεανθρώπου Λόγου. Διότι «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἦταν ὁ Χριστός» (Γαλάτας 4,4), ὅπως εἶναι γραμμένο. Διότι σὲ ποιὸ σημεῖο δὲν ἔλεγαν περὶ ἀναστάσεως τὰ θεῖα Γράμματα;
Πρῶτα κηρύττει τὸ αἷμα τοῦ Ἄβελ. Ἀφοῦ πιὰ πέθανε, ἀκόμη γινόταν λόγος, λέει ἡ Γραφή. «Ὁ Ἐνὼχ μετατέθηκε καὶ δὲν βρισκόταν καὶ δὲν γνώρισε θάνατο» (Ἑβραίους 11,5), διότι εὐαρέστησε τὸν Θεό.
Ὁ Νῶε κατασκεύασε κιβωτὸ μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἐργαζόμενος γιὰ τὴν ξαναγέννησι τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῆς οἰκογενείας του.
Ὁ γηραλέος Ἀβραὰμ ἀποκτᾶ παιδί, ἐνῶ τὸ σῶμα του ἦταν πιὰ νεκρό. Τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς ἐλπίδα ἐκ νεκρῶν, ἀφοῦ ἦταν νεκρὴ ἡ μήτρα τῆς Σάρρας. Αὐτὸ ποὺ ἦταν ἐντελῶς παλιό, κι εἶχε φθάσει κοντὰ στὸν ἀφανισμό, σχετικὰ μὲ τὴν βιολογικὴ ἀκολουθία τῆς γυναικὸς γιὰ τὴν γέννησι παιδιοῦ, ἡ κατάξερη πηγὴ ἀμέσως ἔλαβε δύναμι γιὰ νὰ δεχθῆ τὸ σπέρμα. Ἔτσι ἡ γηραλέα ἔγινε νεωτέρα καὶ κυοφόρησε.
Καὶ ὁ Ἰσαὰκ ἔζησε μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ παρεδόθη στὸν πατέρα. Διότι ὁ Θεὸς παραδίνοντας ἐκ τῶν νεκρῶν στὸν πατέρα ζωντανὸ τὸ παιδὶ κήρυττε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως.
Ὁ δὲ Ἰωσὴφ δείχνει αὐτὴν τὴν ὑπόθεσι. Διότι δὲν θέτει τὴν ἐλπίδα γιὰ τὰ ὀστᾶ του σὲ δεύτερη θέσι. Φρόντισε γιαὐτά, ὄχι σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ χαθοῦν, ἀλλὰ σὰν γιὰ νὰ ἀναβιώσουν. Γιαὐτὸ καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κάνουν τὴν ἀνακομιδή τους ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Αἰγυπτίων ὄχι σὰν κάτι πάρεργο. Ὁ Ἰωσὴφ αὐτὸ ὑπογράμμισε. Λέγει, «νὰ πάρετε μαζί σας τὰ ὀστᾶ μου. Διότι θὰ ἔλθη ὥρα ποὺ θὰ σᾶς ἐπισκεφθῆ ὁ Κύριος» (Ἔξοδος 13,19). Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἐλπίδα ἀναστάσεως, τότε γιὰ ποιὸν λόγο μεριμνοῦν γιὰ τὰ φθειρόμενα ὀστᾶ τους οἱ Δίκαιοι;
Στὸν Μωϋσῆ ἡ πρώτη Φωνὴ ποὺ ἄκουσε στὴ βάτο, εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς Ἀβραάμ, καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαάκ, καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ» (Ἔξοδος 3,6). Αὐτοὶ γιὰ τὸν κόσμο εἶναι νεκροί, ἀλλὰ κοντὰ σὲ μένα εἶναι ζωντανοί. Ἕνα καὶ τὸ ἴδιο Πνεῦμα λάλησε καὶ δίδαξε στὸν Νόμο καὶ στὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ δήλωσε στοὺς Σαδδουκαίους ὁ Σωτήρας, «Αὐτὸς ποὺ λάλησε στοὺς προφῆτες εἶμαι παρών» (Ἡσαΐας 52,6).
προφήτου Ἱερεμία 1.5.2020 μτφρσς
ἀρ.νι.μα.