Ο Μάριος Τόκας, ο σπουδαίος αυτός Κύπριος, υπήρξε ένα πρώιμο και έντονο παιδικό μου άκουσμα. Άννα η μητέρα μου και κάθε φορά στην γιορτή της, η «Αννούλα του χιονιά» είχε την τιμητική στο σπίτι μας. Ο συνθέτης μας γεννήθηκε το 1954 στη Λεμεσό, μια πόλη με σημαντική μουσική παράδοση. Ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές εκεί, έχοντας ως όργανο το κλαρινέτο. Η λήξη της στρατιωτικής του θητείας, συνέπεσε με την ημέρα της τουρκικής εισβολής, 20-07-1974 ! Πέρα από το ότι πολέμησε, υπηρέτησε άλλους 14 μήνες επιπλέον. Θα προσπαθήσουμε σε αυτό το αφιέρωμα, να ανθολογήσουμε τους κυριώτερους σταθμούς του σε δύο μέρη.
Λειτουργώντας αναχρονιστικά, θα παρουσιάσω ως πρώτο του δίσκο τη «Φωνή Πατρίδας» (MINOS-EMI, 1998), αφού τα εξαιρετικά τραγούδια αυτού του μικρού δίσκου (4 τον αριθμό) δημιουργήθηκαν και αγαπήθηκαν από συναυλίες, πολύ πριν τελικά δισκογραφηθούν. Μέσα σε αυτό το έργο μελοποιήθηκαν σπουδαία ποιήματα, όπως της τουρκοκύπριας Νεσιέ Γιασίν, η οποία έγραψε σπαρακτικά «Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο / ποιο από τα δυό κομμάτια πρέπει ν΄αγαπώ;», ή το λυτρωτικό του Κώστα Μόντη «Ανασήκωσε την πλάτη κι΄απόσεισε τους Πενταδάκτυλε». Όπως σχολίασε ο εξαιρετικός ερμηνευτής τους Γ. Νταλάρας «Κάθε φορά που λέω τραγούδια σαν κι΄αυτά το αίσθημα μου αλλάζει. Δεν είμαι πια ο τραγουδιστής που τραγουδάει τις νότες και τα λόγια. Γίνομαι και εγώ ο άνθρωπος του τόπου και του πόνου του…δεν γράφτηκαν για να γίνουν δίσκοι…τραγουδήθηκαν από στόμα σε στόμα. Έτσι έγιναν γνωστά…Αυτό…όταν συμβαίνει είναι η πιο μεγάλη τιμή και ανταπόδοση για αυτούς που τα έφτιαξαν».
Θα απολυθεί περί τα τέλη του 1976 και θα έρθει στην Ελλάδα το 1977, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και την Φιλοσοφική Σχολή. Στην εταιρία MINOS θα τον συστήσει ως ταλέντο ο περίφημος και με καταγωγή, επίσης, από την Κύπρο Μάνος Λοΐζος. Στην εταιρία θα τον συναντήσει τυχαία, παίζοντας πιάνο, ο Μανώλης Μητσιάς. Η γνωριμία αυτή, θα καταλήξει σε συνεργασία κατά τον πρώτο δίσκο του Τόκα «Τραγούδια της Παρέας». Ο τίτλος ήταν μεν αναφορά στην επίδραση την οποία του άσκησε ο Λοΐζος, ωστόσο ορισμένα ακούσματά του, δείχνουν να έχουν και ορισμένες άλλες επιρροές, παλαιότερες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης του 60΄, δίσκοι εκείνης της περιόδου, όπως το «Αχ Έρωτα» του Λεοντή, αλλά και πιο δωρικές, όπως ενορχηστρώσεις του Σπ. Παπαβασιλείου στα «Λαϊκά 1976΄» και της δισκογραφίας του Άκη Πάνου. Από εκείνη την δουλειά, οι στίχοι της οποίας ανήκουν στον ίδιο τον συνθέτη, δύο τραγούδια έμειναν ως τις ημέρες μας, με στίχους όπως «Σε χίλιους δυο μπελάδες για σένα μπλέκουμαι / στην γειτονιά σου όλοι γι΄ αλήτη μ’ έχουνε. Τόσα στο κατώφλι σου βράδια ξαγρυπνώ άνοιξε για λίγο την πόρτα» ή το όντως παρεΐστικο «Φωνάζουν οι γειτόνοι».
Πολύ σημαντική δημιουργία του και ας μην έμεινε στη συλλογική μνήμη, υπήρξε το «Πικραμένη μου γενιά» (COLUMBIA, 1981), μελοποιώντας Γιάννη Ρίτσο, σε ερμηνεία του Λάκη Χαλκιά. Σε κάποια τραγούδια το αποτέλεσμα δείχνει πιο κοντινό στο Λοΐζο, όπως στο «Θεέ μου τι μέρα», ενώ σε άλλα στους «Έργάτες» του Μαρκόπουλου, όπως στο «Χαμό του Λεβέντη». Όμως γενικά είναι ένα πραγματικά αποτέλεσμα πολύ ώριμο, με αναφορές οι οποίες αγγίζουν και το σήμερα («Τα μαγαζιά σφαλίσαν πια, στη γη ξεμείναν τα κουπιά, σου κόπηκε το κομπολόι, σταμάτησε και το ρολόι»). Το τραγούδι το οποίο, όμως, υπήρξε σταθμός, έστω και αν έγινε γνωστότερο από την δεύτερη του εκτέλεση, είναι το υπέροχο «Δεν κλαίω»: «Δεν κλαίω για αυτά που μου `χεις πάρει για αυτά που μου `χεις αρνηθεί μου `χεις χαρίσει ένα φεγγάρι γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ».
Ωστόσο το πιο μελωδικό και ερωτικό ύφος του. το οποίο εκκινεί ως ένα βαθμό από την δισκογραφία Μ. Λοΐζου – Λ. Παπαδόπουλο ή το «Ένα Γράμμα» του Α. Βαρδή, θα εγκαθιδρυθεί για τα καλά με τον δίσκο «Τα βοριαδάκια», στην οποία συνεργάστηκε με τον Σ. Αλιβιζάτο. Τραγούδησαν οι Θέμης Αδαμαντίδης, Νίκος Νομικός και η Γιάννα Κομνηνού. Φρέσκος δίσκος, ερωτισμός και διάθεση για ευαισθησία και ταξίδι. Ένα τραγούδι, μου θυμίζει πάντα την πρώτη ημέρα της εγγραφής μου στο Πανεπιστήμιο, 28 Σεπτεμβρίου του 1992. Μην γνωρίζοντας την Θεσσαλονίκη, πήγαινα βόλτα πάνω-κάτω στον άξονα της Εγνατίας, από τα Πανεπιστήμια έως την Αγίας Σοφίας. Αργότερα δειλά-δειλά προς τον ΟΣΕ, χωρίς να στρίβω από φόβο μην χαθώ: «Μόνος γυρίζω στη Σαλονίκη, μια στην Καμάρα και μια στα τρένα. Βρήκα σπιτάκι με λίγο νοίκι κι αυτό ακόμα μου λέει για σένα». Ωστόσο μεγάλη διαχρονική επιτυχία του, αναδείχθηκε το «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί».
Θα ακολουθήσει ένας ιστορικός δίσκος, ο οποίος στην αποδοχή του κόσμου ξεπεράστηκε, ίσως, μόνο αργότερα, με την «Εθνική μας μοναξιά». Μιλάμε για τα «Μικρά Ερωτικά» (POLYDOR, 1984). Ίσως τον καλύτερο δίσκο του Αντώνη Καλογιάννη. Εδώ απαντούν τα ντουέτα με την Μαρινέλλα στο «Σ΄αγαπώ (σαν το γέλιο του Μάη)», η εξαιρετική επανεκτέλεση στο «Δεν Κλαίω» του Γ. Ρίτσου, το «Ταξίδι στη βροχή», η «Αννούλα του χιονιά», το «Όπου και να πας (θα με θυμάσαι)».
Η καταξίωση του συνθέτη είχε δρομολογηθεί και συνεχίστηκε με έναν εξαίσιο και πάλι δίσκο, σε στίχους Ανδρέα Νεοφυτίδη, με τίτλο «Στην Λεωφόρο της Αγάπης» (MINOS, 1987). Συμμετείχαν οι ερωτικές κορυφές των τραγουδιστών της Ελλάδας, οι οποίες ανέδειξαν σε επιτυχίες πολλά από τα τραγούδια: Γ. Πάριος («Στη Λεωφόρο της αγάπης»), Χ. Αλεξίου («Εξαρτάται», «Ξεχασμένη αποσκευή»), Δ. Γαλάνη («Όποιο δρόμο και να πάρω») και ο αδικοχαμένος Δ. Θεοδόσης («Κι΄όλο εγώ περίμενα»). Ένας δίσκος προς συνθετική, στιχουργική και ερμηνευτική διδασκαλία, για κάθε ταλαντούχο νέο ο οποίος θέλει να ασχοληθεί με τον χώρο.
Την ίδια χρονιά, θα γνωρίσει σε όλη την Ελλάδα την Κωνσταντίνα με τον δίσκο «Τραγούδια για την Κωνσταντίνα» (LYRA 1987), συνεργαζόμενος και πάλι με τον Σ. Αλιβιζάτο. Η ελληνοκύπρια τραγουδίστρια, με την ζεστή και ερωτική φωνή της, θα αναδειχθεί με βάση αυτό το έργο, σε ένα από τα πρώτα ονόματα πίστας στην Ελλάδα, τότε, με επιτυχίες όπως το «Θάλασσες», το ντουέτο με τον Γ. Πάριο «Σημάδι» και κυρίως το «Άγγελέ μου και φονιά», το οποίο παιζόταν, τότε, παντού.
Το 1989 θα συνεργαστεί με τον Γιώργο Χατζηνάσιο στο «Θεσσαλονίκη Δώδεκα και πέντε» (MINOS, 1989), αλλά το μεγάλο γεγονός εκείνης της χρονιάς, υπήρξε ο προσωπικός του δίσκος με τον Γιάννη Πάριο «Σαν τρελό φορτηγό» (MINOS, 1989). Ο δίσκος αυτός ξεχώρισε για τις πιο δυναμικές ενορχηστρώσεις του. Η εποχή κινούνταν στους έντονους ρυθμούς των μεγάλων πολιτικών συγκεντρώσεων, των μπλε και πράσινων καφενείων, τους οποίους μόνο ο Νίκος Γκάλης με τον Άρη ένωναν για λίγο. Σε συνεργασία με το μέγεθος του Γιάννη Πάριου, θα αναδείξει πολλές επιτυχίες, με πρώτο το ομώνυμο τραγούδι, το «Σε κατηγορώ», «Σε εκδικούμαι», «Έλα της τρελής αν θες να γίνει» κ.α. Νομίζω, πάντως, πως πιο διαχρονικό έμεινε το «Απόψε»: «Απόψε, πού να βρίσκεσαι πες μου πού πας και τι κάνεις απόψε/ μη μ’ αφήνεις φοβάμαι την τρέλα της πλάνης μου διώξε».
Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr