Αποτελεί χρονολογία ορόσημο στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Προηγήθηκε η εθνική ήττα που τελικά ανέτρεψε τους πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό της Ελλάδας. Η καταστροφή του ελληνισμού των μικρασιατικών παραλίων είχε ως αποτέλεσμα ο ελληνικός λαός να αναζητά «ηθική εκτόνωση»∙εξιλαστήρια θύματα ώστε να επιφέρει και να «αποδώσει» ένα είδος «επαναστατικής δικαιοσύνης». Η λαϊκή οργή, τελικά, εκτονώθηκε, με την Δίκη των Έξι και την εκτέλεσή τους, που υπεγράφη στις 15 Νοεμβρίου 1922 από τον επονομαζόμενο «Μαύρο Καβαλάρη», τον αρχηγό της Επανάστασης, Νικόλαο Πλαστήρα. Διττός ο χαρακτήρας αυτής της ενέργειας. Από τη μια ικανοποιήθηκαν οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες. Από την άλλη προκάλεσε τον εξοργισμό των ξένων (συμμάχων και μη). Με μια λέξη: διχασμός∙εθνικός διχασμός που σφραγίστηκε με αίμα.
Οι πολυετείς πολεμικές επιχειρήσεις σε συνδυασμό με τον μεγάλο όγκο προσφύγων που είχε ανάγκη αποκατάστασης έφεραν την ελληνική οικονομία σε δυσμενή θέση. Μόνη λύση η αναζήτηση νέων δανείων. Η οδός αυτή αποδείχθηκε δύσκολη, εξαιτίας της διστακτικότητας των δανειστών. Οι πιθανοί δανειστές διατύπωναν αντιρρήσεις ως προς τις συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα: «Τους φοβίζει η κατά της Επαναστάσεως αύξουσα αντίδρασις, το ανοργάνωτον και οι διαιρέσεις των φιλελευθέρων». Σε αυτά μπορεί να προστεθούν οι στρατιωτικές κυβερνήσεις και η γενικότερη αστάθεια.[1]
Η δυσμενής οικονομική θέση της Ελλάδας ανάγκασε τον Βενιζέλο να στραφεί στο εξωτερικό προς αναζήτηση βοήθειας. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 1922 διαμέσου του τύπου έκανε έκκληση απευθυνόμενος κυρίως στην Αμερική, η οποία να σημειωθεί ότι δεν μετρούσε απώλειες πολέμου. Η ανταπόκρισή της ήταν άμεση. Η συνδρομή της στην περίθαλψη των ελλήνων προσφύγων από τον Οκτώβριο του 1922 έως τον Ιούνιο του 1923, ήταν αποφασιστικής σημασίας.[2]
Ωστόσο, η συνδρομή του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού δεν αρκούσε για να επιλυθούν τα ζητήματα περίθαλψης. Η διαμονή των προσφύγων σε άθλιες συνθήκες ευνοούσε την ανάπτυξη και την περαιτέρω εξάπλωση επιδημιών. Πλέον, τον Ιούνιο του 1923 -περίοδο κατά την οποία ο Βενιζέλος ήταν στην Λωζάννη- ήταν επιτακτική ανάγκη να ξεκινήσει η εφαρμογή της Σύμβασης περί ανταλλαγής όχι από την επικύρωσή[3] της, αλλά από την υπογραφή της, προκειμένου να αμβλυνθεί το πρόβλημα της εγκατάστασης των προσφύγων. Η εκκένωση των σπιτιών και των χωραφιών από τους μουσουλμάνους για να εγκατασταθούν οι έλληνες πρόσφυγες ήταν επιβεβλεμένη.
Ως μόνη αποτελεσματική λύση για το προσφυγικό ζήτημα της εγκατάστασης-αποκατάστασης των προσφύγων διαφαινόταν ο δανεισμός. Ένα δάνειο υπό την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ). Το Νοέμβριο του 1922 ο Ύπατος Αρμοστής για τους πρόσφυγες Νάνσεν πρότεινε τον δανεισμό προς την Ελλάδα και πίεσε για να υλοποιηθεί. Ωστόσο τα αποτελέσματα των εκκλήσεων και των πιέσεων του ανθρωπιστή Νάνσεν δεν είχαν ιδιαίτερα αποτελέσματα. Αντίστοιχα ήταν και τα αποτελέσματα των εκκλήσεων της ελληνικής κυβέρνησης, λίγους μήνες αργότερα (Φεβρουάριος 1923).
Το δράμα των ελλήνων προσφύγων δεν συγκινούσε τη διεθνή κοινότητα. Ιδιαίτερα δεν συγκινούσε την ΚτΕ και την Μεγάλη Βρετανία που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις. Αμφότερες -ευδιακρίτως- διατύπωσαν τις προθέσεις τους να χρησιμοποιήσουν το δάνειο, υπαγορεύοντας στην Ελλάδα συγκεκριμένους όρους. Ανάμεσα σε αυτούς ενδεικτικά αναφέρονται η ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής, η μείωση των στρατιωτικών δαπανών, με προεξάρχοντα τον έλεγχο που θα ασκούσαν στη διαχείριση του δανείου.[4]
Η παράδοση της εξουσίας από τον Πλαστήρα στην Εθνοσυνέλευση τον Ιανουάριο το 1924, σήμανε την απαρχή μιας νέας περιόδου. Οι πιθανοί χρηματοδότες βλέποντας την επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό, στην πολιτική ομαλότητα με άλλα λόγια και σε συνδυασμό με τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών έδειξαν διατεθειμένοι να εγκρίνουν το προσφυγικό δάνειο.
Τελικά το προσφυγικό δάνειο εγκρίθηκε υπό την εγγύηση της ΚτΕ, με την προϋπόθεση ότι τα χρήματα θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αποκατάσταση των προσφύγων. Παράλληλα, οι δανειστές φρόντισαν να διασφαλίσουν την επιστροφή των χρημάτων τους χωρίς προβλήματα.
Το προσφυγικό ζήτημα, η εγκατάσταση και η αποκατάσταση των προσφύγων του 1922 ήταν κατά γενική ομολογία ένα γιγαντιαίο πρόβλημα για την Ελλάδα. Οι πρόσφυγες βίωναν τις άθλιες συνθήκες του εξαναγκαστικού εκπατρισμού τους. Οι θάνατοι από τις κακουχίες και την ελλιπή ιατρική περίθαλψη ήταν πολλοί. Η διεθνής κοινότητα δεν διακατέχονταν από πνεύμα ανθρωπισμού. Η στήριξη της διεθνούς κοινότητας δόθηκε αφού πρώτα εξασφαλίστηκε η ικανοποίηση των κρατικών συμφερόντων εκείνων των χωρών που ασκούσαν ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη της εποχής.
Ιωαννίδης Στυλιανός, Απόφοιτος Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, Πτυχιούχος Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, MSc Κοινωνική Ιστορία.
[1] Νίκος Παντελάκης, «Τα πολεμικά δάνεια 1918-1919 παράγοντας εξωτερικής οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης», Γ. Μαυρογορδάτος-Χ. Χατζηιωσήφ (επίμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988, σσ. 405-415.
[2] Dimitris Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece, Paris 1968, σσ. 75-78.
[3] Το γεγονός αυτό αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στο ακανθώδες ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα σε γηγενείς, μουσουλμάνους και πρόσφυγες.
[4] Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες. Το σύστημα της διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών, 8η εκδ., Καστανιώτης Αθήνα, σ. 71.