Ἰὰ νὰ δῆς! Χαλέβς δὲ χαλέβς, σιἀρέζ’ δὲ σιἀρέζ’, εἶδις γιὰ τρίτ’ φουρὰ τοὺ ἴδγιου ἴνουρου! Πῶς γένιτι κι αὐτό; Ὅπους λέμι, ἄει μπδοῦμι στς τρεῖς; Μόνου ἁποὺ εἶνι ψίτσα παραλλαγμένου. Αὐτόϊας τώρα, νὰ δῆτι, ἔγραφι «ΤΡΟΥΠΟΥΠΟΙΗΣ’». Σάματ’ κι ποῦ ξέρτι ἀπ’αὐτάϊας ἰσεῖς οἱ χουργιαταραῖοι, ποὺ σμαζώνιστι ἰκεῖ στοὺ μισουχώρ’ κι μασλατᾶτι;
Ἅμα εἶδαν κι ἀπόειδαν, ἁπ’ κουβαλήθκαν στοὺ μισουχώρ’ ὅλ’ οἱ παλιοὶ οἱ παποῦδις μας, μέχρι κι ἡ παπποῦς ἡ Τρατσουμήτρους, ἁπ’ εἴχαμι νὰ τςδοῦμι κάνα ἱξηνταριὰ κι ἀπάν’ χρόνια. Τὶ τοὺ θέλτς; Ζουρίσκαν κι τὰ χρειάσκαν ὅλα τὰ Τρανὰ τὰ Κυπριά. Μνιὰ κι δγυὸ βάρσαν ‘νκαμπάνα, ὅπους τ’ἉηΒασιλιοῦ τοὺ βράδ’ μὶ τς γκουρμπιταί, κι μαζώθκαν ὅλ’. Ὀ ρὰ φουβήθκαν μὴν τςπάρν’ παραμάζουμα οἱ παπποῦδις μὶ τςπατιρίτσις,τςκλοῦτσις τςκρανίσις κι τςπουρναρίσις τςματσοῦκιςτς κι τςφτάσν κυνηγοῦντας σιακάτ’ στςΚατιρίντς τοὺν λάκκου κι ὡς τ’Μαυρηράχ’.
Εἶπι ἰτότι ἡ Τρανόςτς. «Ὄϊ ἰδῶ δὲν ξιμπλέκουμι μι τιἀφνοὺς τς ξιμπλέτσουτ’. Εἶνι σὰν τ’ζίγρα κι σὰν τὰ παλιούργια. Δὲν ξιμπλέκς ἅμα σὶ τσακώσν. Θὰ φκιάσουμι ἀ ρα ‘μΠλατέατς, ἀλλὰ ὄχ’ ντὶπ ἴδγια, ἁποὺ ἔγραφάμι σν Α’ Μιλέτ’, ἀλλὰ μὶ ΤΡΟΥΠΟΥΠΟΙΗΣ’. Ἦταν νὰ βάλλουμι στιρναρόπιτρις; Θὰ βάλλουμι τσιμιντόπιτρις.
Διαφέρν στς παράδις οἱ στιρνανόπιτρις ἀπ’ τς τσιμιντόπιτρις. Στς τισσιράμιτρις κουλόνις γιὰ τὰ φῶτα δὲ θὰ βάλλουμι μπράτσα ἀσημένια ἰπιχρυσουμένα κι μὶ μπιλτζίκια μὶ δγιαμάντγια. Σὰ νἄμιστι σνἈκρόπουλ’; Σάμπους κι τὶ τςπειράζ’; Σάματ’ κι θὰ κιντοῦν τοὺ βράδ; Θὰ τςβάλλουμι κι κάτ’ κινούργις λάμπις μὶ ΛΕΝΤΓΙΑ, π’ δὲν καῖν κι πουλὺ ἰνέργεια. «Οἰκουνουμία ρά, εἶπι ἡ Βλαντίμηρ Πούτινκς, μὴν ἔρθου κι στἰσᾶς, ὅπους πῆγα κι σνΟὐκρανίαααχ… θὰ βιλιάξτι κι θὰ οὐγγίξτι».
Εἶδαν κι τ’Βαγγέλ’ τοὺ σχόλιου γιὰ ‘ΝΤΡΟΥΠΟΥΠΟΙΗΣ’ κι δὲν τςἄρσι. Τςτὰ λέει ντὶπ χῦμα κι τσιουβαλιάτα. Ἀ ρὰ μνιὰ γίδα πέντι τουμάργια; ἁπ’ ἴλιγαν οἱ παπποῦδιζμας.
ΟΜΟΥΣ οἱ παπποῦδις παραμόνιβαν ἰκεῖ ἀπὰν μιριὰ ἀπ’ τοὺν ἁηΓιώρ’ κι τἄκσαν ὅλα γιὰ ‘ΝΤΡΟΥΠΟΥΠΟΙΗΣ’. Ἴλιγαν, ὀ ρὰ τὶ χαλέβ’ νὰ πῆ ΤΡΟΥΠΟΥΠΟΙΗΣ’ κι ΞΙΤΡΟΥΠΟΥΠΟΙΗΣ’; Τότις βγῆκαν ἀμπρουστὰ δγυὸ παλιοὶ ραφτάδις, ἡ παπποῦς ἡ Κουτουλουχαρίσ’ κι ἡ ἀμψιόςτ’ ἡ Κουτουλουνικόλας κι φώναξαν: Ὄϊ Χουργιανοί!!! Θέλουμι νὰ σᾶς ποῦμι μνιὰ παραβουλία ἁπ’ ‘νἴλιγαν οἱ παλιοὶ οἱ ραφτάδις μας.
Κάναν κιρὸ ἕνας εἶχι ἕνα καλὸ ὕφασμα σκτίσιου-ἀδίμτου στοὺν ἀργαλειό. Πααίν’ σὶ ἕναν ράφτ’ κι τοὺν παραγγέλ’ ἕνα κουστούμ’ πασχαλιάτκου. Πῆρι κι τὰ μέτρα ἡ ράφτς κι συμφώντσαν σι ἕνα μῆνα νὰ πααίν’ γιὰ πρόβα. Ἡ ράφτς στοὺ μιταξὺ ἔκουψι ἀποὺ δῶ, ἔκουψι ἀποὺ κεῖ, κι τσιρέκιασι-λιάντσι τοὺ ὕφασμα. Ἔρχουντι οἱ μέρις κι πααίν’ γιὰ νὰ φκιάσν ‘μπρόβα. Λιέει ἡ ράφτς. «Κύττα σμιθιρὸ νὰ δῆς. Κουστούμ’ οὑλόκληρου δὲν γίνιτι τοὺ ὕφασμασ’, ἀλλὰ ἕνα σακάκ’ γένιτι». Ἰντάξ’ λιέει κι τούτους. Φέγ’ λίγου τσουγμένους, ἀλλὰ κι τὶ νἄφκιανει.
Ἔρχιτι ἡ κιρὸς κι πααίν’ νὰ προυβάρ’ τοὺ σακάκ’. Πααίν’ στοὺν ράφτ’ κι κείνους ἡ ἄχρηστους τοὺν λιέει, «κύττα σμιθιρό, ὅλα καλά, ἀλλὰ τοὺ ὕφασμασ’ δὲν βγάζ’ σακάκ’, ἀλλὰ ἕνα γιλέκου θὰ γέν’». Ἔ φκιάστου, ρά, τοὺν λιέει κουντεύουντας νὰ σκάσ’, κι ξανάρχουμι γιὰ πρόβα. Σὶ μνιὰ βδουμάδα νἄτους παρὼν κι ἔρχιτι ξανὰ στοὺν ἄχρηστου τοὺν ράφτ’. «Πῶς πάει τοὺ τσιαμαντάν’, ράφτ’, τοὺν λιέι, γίνκι;» «Κύττα σμιθιρό, λιέει ἡ τζιριμὲς ἡ ράφτς, τοὺ ὕφασμασ’ κι τσιαμαντάν’ δὲν γίνιτι, ἀλλὰ μνιὰ μιρακλήθκ’ καπνουσάκουλα, γιὰ νὰ βάντς τοὺν καπνὸ μέσα κι νὰ στρίβς τσιγάρις θὰ γέν’ κι θὰ στ’φκιάσου κι τώραϊας τἀκουσιοῦ…».
«ΑΕΙΝΤΙ ρὰ πιδγιάμ’ καλά, ἔσκουξει ἡ παπποῦς ἡ Κουτουλουχαρίσ’, καταλαβέτι τὶ ἔπαθέτι; Σὰν τοὺ μιρακλήθκου τοὺ ὕφασμα ἁπ’ ἦταν γιὰ κουστούμ’, κι στοὺ τέλους γίνκη μνιὰ ἰρμάδα φτουχουκαπνουσάκκουλα. Ἰὰ κι ἡ Πλατέα μας».
ΤΩΡΑ σὰν τὶ ἄλλου νὰ πῶ. Εἶμι κι ἀγράμματους ἀ κι δὲν ξέρου ἀποὺ ΤΡΟΥΠΟΥΠΟΙΗΣ’. Ὅ,τ’ καταλαβαίντι, φκιάστι. Μόνου μὶ μᾶς πλακώσ’ κάνας χειμῶνας κανανκιρίσιους. Ἰτότι ἔπιφτι τοὺ Νουέμβριου κι σκώνουνταν τοὺν Ἀπρίλ᾿. Ζγών’ κι τὰ Χριστοῦ. Τώρα σὰ νἆνει ἡ Χριστὸς ἀπάν’ στ’Γκόλιαβ’ τ’ράχ’ κι ρουβουλάει σιακάτ’, ὅπους μᾶς ἴλιγαν οἱ παπποῦδις. Ἐμ σὶ λίγου θὰ μᾶς ἔρθν κι αὐτὰ κι θὰ πιράσουμι καλά. Ὅσου γιὰ ‘μΠλατέα μας, ἂς ποῦμι ὅτι ‘νἔπχιασι κόβιντ 669… Ὢχ … Θὰ πιράσ’ κι αὐτὸς ὅπους πέρασαν κι τόσα ἄλλα σαλὰ κι σαλίτκα.
Ἄει χρόνια πουλλὰ
ἀ κι νὰ μὶ σχουρνᾶτι ἰσεῖς τὰ Τρανὰ τὰ Κυπριά.
Σὶ δγυὸ μέρις κουντουζγών’ κι τ’ἉηΣτυλιανὲ 2022
προυτοῦ 63 χρόνια γιόρταζει κι ἡ παπποῦζμ’ ἡ Στέργιους
ἀρνιμα