Κάθε χρόνο τις άγιες μεγάλες και χρονιάρες μέρες, μας κυριεύει μια γλυκύτατη νοσταλγία. Η ανθρώπινη μορφή σμιλεμένη από τις δοκιμασίες της ζωής, αλλά και τη φθορά του χρόνου, αλλάζει για λίγο και η ψυχή του σκιρτά από συγκίνηση και ευτυχία. Μια δυνατή δύναμη ζωής έρχεται στη γη για να συνεχίσει την αιώνια πάλη με το γερασμένο κόσμο και το θάνατο.
Το Θείο βρέφος που αποτελεί το φως, την ελπίδα και τη λύτρωση γεννιέται μέσα στη ζοφερή νύχτα, με τα πολλά κρύα και τα χιόνια, για να χαρίσει στην ανθρωπότητα το αιώνιο φως της αγάπης, της ειρήνης, της αλήθειας. Κατεβαίνει από το θρόνο της παντοδυναμίας του, για να ενώσει το Σπήλαιο της Βηθλεέμ με τα ουράνια. Οι φτωχοί ποιμένες και οι ευλαβικοί μάγοι, έκθαμβοι από το μυστήριο της Θείας ευδοκίας, γίνονται οι μεγαλόφωνοι κήρυκες που ξαναφέρνουν στις ψυχές μας το μεγαλείο του Χριστιανισμού.
Οι άγιες αυτές ημέρες είναι γιορτές μνήμης και περισυλλογής, μας πλημμυρίζουν με συναισθηματικότητα και νοσταλγία των παιδικών χρόνων. Ένα ισχυρό συναίσθημα, σύνθετο και απροσδιόριστο γεμίζει ολόκληρο τον ψυχικό μας κόσμο και πιστοί στο χρέος της καρδιάς μας γυρίζουμε στα περασμένα.
Οι Θείες αυτές μέρες μοσχοβολούν από ευλογημένες αναμνήσεις. Μέρες γαλάζιες γεμάτες άσπρα και λαμπρά σύννεφα σαν εκείνη τη φωτεινή νεφέλη που τύλιξε τον Κύριο στην κορυφή του βουνού. Μένουν βαθιά χαραγμένες στα βάθη της ψυχής μας και ξαναγυρίζουν με τα αιώνια φτερά τους στο νου μας, ενώ ακούγεται να κρούει ένας υπέροχος αρμονικός ήχος που αναδίδουν οι ψυχικές χορδές.
Προβληματική είναι σήμερα η ζωή μας ανάμεσα σ’ αγωνίες, θλίψεις, στεναγμούς και πόνους, δοκιμασίες και αχαριστίες.
Οφείλουμε ν’ αντικρύσουμε την πραγματικότητα καταλύοντας και δαμάζοντας τον εαυτό μας, για να ανακαλύψουμε τον αληθινό άνθρωπο, τη γνήσια εικόνα του Θεού, ώστε όλα να πάρουν νόημα, πίστη και χάρη. Η αιώνια αληθινή ψυχή διέτρεξε στη διαδρομή των αιώνων τα σκοτάδια και τις ερημιές για να παρουσιάσει τη δύναμη της ζωής, που περικλείει ο νόμος της αγάπης. Οι χριστιανικοί ναοί του Ελληνισμού, χειραγώγησαν τον άνθρωπο και οδήγησαν την ψυχή του, στους δρόμους της ζωής και της αλήθειας, για να κρούσει τις πύλες του Θείου κα να ακούσει τις αρμονίες των αγγέλων.
Η κρισιμότητα των καιρών μας επιβάλει, το ιερό χρέος να διανοίξουμε τους μελλοντικούς δρόμους της νέας γενιάς, φωτίζοντας τους με το φως της χριστιανικής αλήθειας. Στα ελληνόπουλα ανήκει το μέλλον μιας εαρινής φυλής με τον όρθρο της δημιουργικότητας και τα φτερά της φαντασίας.
Η γέννηση του Θείου Βρέφους, είναι νέα ελπίδα για το χριστιανισμό και μια απολύτρωση για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Σημαίνει την αρχή μιας νέας ζωής κι ενός καινούργιου κόσμου που δημιουργείται ζωντανός και όμορφος, ηθικός και ιδανικός, αιώνιος και άφθαρτος.
Κάθε βρέφος γεννιέται σε ταπεινό καλύβι ή σε αρχοντικό παλάτι, ανανεώνει τη ζωή και υπόσχεται ευτυχία στον βασανισμένο άνθρωπο. Γι’ αυτό οι μεγάλες αυτές μέρες δονούν πραγματικά την ψυχή του παιδιού με τις οπτασίες και τις προσδοκίες, τις συγκινήσεις και τα ωραία φτερουγίσματα της.
Οι χρονιάρες αυτέ μέρες είναι γιορτές ης καρδιάς και των παιδιών. Από την παιδική ηλικία μας έρχεται η γιορταστική συγκίνηση.
Στα παιδικά χρόνια μας, γυρίζουμε νοσταλγικά, τότε που νιώθαμε μια ευλογημένη δύναμη να μας οδηγεί στη δημιουργία. Μπροστά μας ζωντανεύουν πάντα η εκκλησία και η καμπάνα μ’ όλες τις συγκινητικές εκδηλώσεις μιας μακρινής εποχής.
Το υψηλό και θείο νόημα αυτών των ημερών πρέπει να μεταδώσουμε στα ελληνόπουλα με το υπερκόσμο κάλλος και την υπερούσια δύναμη που ανανεώνουν τη ζωή και τον πνευματικό παλμό του έθνους. Να νιώσουν τη γιορταστική ιερότητα και να συγκινηθούν από την αστραφτερή λαμπρότητα του Θείου άστρου.
Να γεμίσουν τις μέρες αυτές από την ουσία της ηλικίας. Να εξαρθούν και να πιστέψουν. Έτσι θα κρατήσουν μέσα τους με βαθιά έννοια την παιδιάστική ψυχή, που θα είναι ο καρπός της αγνότητας, η δικαίωση και η παρηγοριά σ’ όλη τη ζωή τους, όταν θα σηκώσουν το σταυρό των πόνων, που άφθονα δωρίζει η βιοπάλη.
Γλυκύτατος ο ύμνος των Αγγέλων θωπεύει τις καρδιές των πιστών σε ολόκληρη την οικουμένη. «δεύτε ίδωμεν πιστοί ου εγεννήθη ο Χριστός» αναφωνεί ο ιερός υμνωδός της εκκλησίας μας μπροστά στο μεγαλείο της θείας ταπείνωσης και την ακτινοβόλο λάμψη της απέραντης αγάπης του Θείου και δια των Αγγέλων του, ευαγγελίζεται επι γης ειρήνη και προσκαλεί το ανθρώπινο γένος να δεχθεί τη δωρεά από τα απαλά χέρια του νεογέννητου βρέφους, χάρη του οποίου οι ουρανοί αγάλλονται και η γη πανηγυρίζει.
Ο σημερινός όμως άνθρωπος, δεν είναι ούτε όπως τον ονειρεύτηκε ο Μένανδρος στην αρχαιότητα, ούτε όπως τον έπλασε ο γλυκύτατος Ναζωραίος. Σκληρός και ανάλγητος, ψυχρός και αδιάφορος, εγωϊστής και συμφεροντολόγος, πορεύεται στη ζωή όχι από τη φωτισμένη λεωφόρο της διδασκαλίας του Ναζωραίου, αλλά ακολουθεί το δικό του δρόμο, που δεν οδηγεί πουθενά. Δε συγκινείται από το κλάμα του ορφανού, τον αναστεναγμό του φτωχού, τον πόνο του δυστυχισμένου, την αγωνία του κατατρεγμένου, τις οιμωγές του πληγωμένου. Νοιάζεται και ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του. Ξεχνά την παραβολή του άφρονος πλουσίου, αλλά και το ότι η ζωή έχει ένα τέλος και τότε με τι κουράγιο θα ακούει τη φωνή του Κυρίου μας. «Επείνασα και ουκ εδώκατε μου φαγεί κλπ). Αδιαφορεί για τους γύρω του που υποφέρουν, έχει σκληρύνει η καρδιά του. Μπορεί ο Τεχθείς εν φάτνη Χριστός να ζεστάθηκε από τα χνώτα των αλόγων, οι παγωμένες όμως καρδιές των σημερινών ανθρώπων για να ζεσταθούν έχουν ανάγκη από αγάπη και αλληλοβοήθεια δική μας. Ας προσπαθήσουμε να τους ζεστάνουμε για να μπορέσουν και τα πονεμένα χείλη τους να γευθούν τη χαρά των ημερών. Τα χείλη τους, αν και λυτρωμένα θα ψάλλουν το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ», ενώ τα δικά μας στόματα μπουκωμένα από τα πλούσια εδέσματα θα το ξεχάσουν.
Στη μακρινή Λιθουανία υπάρχει ένα δημοτικό άσμα που τραγουδιέται και δείχνει στους ανθρώπους το χρέος για το συνάνθρωπο.
Αυτό παραφρασμένο λέει τα ακόλουθα:
Άνθρωπε, άνθρωπε
γλύκανε τον πόνο και τη δυστυχία
του συνανθρώπου σου, γιατί αυτός
είναι ο ρόλος του πραγματικού ανθρώπου
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ