Tου παπαδάσκαλου
Κωνσταντίνου Ι. Κώστα
Κάτασπρο, πετρόχτιστο, εκτός από το Νάρθηκα που είναι πρόσφατος, φροντισμένο και πεντακάθαρο ξωκλήσι της ελληνικής υπαίθρου χώρας, χτισμένο στην καταπράσινη τώρα την Άνοιξη πλαγιά των Πιερίων ορέων σε υψόμετρο 1440 μ., το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, νοτιοανατολικά πάνω από τη Σκούλιαρη, Ενορίας της Ιεράς Μητρόπολης Σερβίων και Κοζάνης. Το κάλλος, η αρμονία, η φυσικότητα σύνθεσης εξωκλησιού και φροντισμένου περιβάλλοντος χώρου φανερώνει συν τοις άλλοις και τη νοικοκυροσύνη των Σκουλιαριωτών, μα και την ασπούδαχτη έμπνευσή τους να μπορούν να συνταιριάζουν την πέτρα με το χτίσιμό της σε αρμονική σχέση και σεβασμό με τον εντυπωσιακό περιβάλλοντα ορεινό φυσικό χώρο, μια κληροδοτημένη σε εμάς τους σημερινούς εμπειρία που ξεκινά από την αρχή της παρουσίας του εξωκλησιού στην κορυφή αυτή, γύρω στο 1800, (γνώμη των μεγαλύτερων από τους κατοίκους του χωριού).
Τα περασμένα χρόνια οι γύρω από το ξωκλήσι άγονες, στο δικό μας άπραγο μάτι για την ορεινότητα και αγριότητα περιοχές, ήταν περιοχές καλλιεργήσιμες, που σκάφτηκαν, οργώθηκαν και καλλιεργήθηκαν με τα χειρωνακτικά εργαλεία της εποχής με τη βοήθεια των ζώων. Έγιναν οι κρεμαστές πλαγιές χωράφια, κατοικούσαν άνθρωποι εκεί πάνω, έπρεπε να ζήσουν, να θρέψουν τις οικογένειές τους, δεν περίμεναν βοήθεια από πακέτα Ευρωπαϊκά και από Διεθνή Νομισματικά Ταμεία, το βάρος το σήκωναν οι ίδιοι και την ‘’πρόοδο’’, μέσα από τον προσωπικό μόχθο, τη συμπαράσταση και τη φιλαδελφία, την έφεραν οι ίδιοι ως γεγονός κοινωνίας και αληθούς σχέσης, που όλα αυτά πραγματοποιούνταν, χωρίς ιδεολογισμούς, μέσα από το κοινό σημείο αναφοράς της συλλογικής ζωής τους, που ήταν το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Μέσα από την αυτοπαράδοσή τους στο δόγμα της ‘’ομοουσιότητας’’ του Υιού Θεού προς τον Πατέρα, όρο που υποστήριξε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο το 325 ο Μέγας Αθανάσιος και πάνω σ’ αυτόν δογμάτισε η Σύνοδος, – κατάφεραν οι Σκουλιαριώτες μετέχοντας σ’ αυτήν την παράδοση, που αρδεύει σωστικά και ενοποιητικά την οικουμένη όλη, να πραγματοποιήσουν την ‘’ομοουσιότητα’’ σε επίπεδο κοινωνικής ανάπτυξης και πολιτισμού που είναι υπαρκτός ως τις μέρες μας. Το βλέπει κανείς στη μουσική και το χορό τους. Θυμίζουν φράση από βιβλίο του Δημοτικού Σχολείου: οι παλιοί Έλληνες ήταν ωραίοι και ψηλοί σαν τους γίγαντες…
Και κάτω ως πέρα μακριά η πανέμορφη λεκάνη της λίμνης Αλιάκμονα-Πολυφύτου σπαρμένη από οικισμούς αγαθών και εργατικών πληθυσμών. Άμποτε να λείψουν οι άγονες αντιπαλότητες, που οι κλίκες πυροδοτούν, υπονομεύοντας τη δυνατότητα κοινωνιοκεντρικής ανάταξης του λαού.