(αποσπάσματα ομιλίας του βουλευτή της Π.Ε. Κοζάνης και κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ Πάρι Κουκουλόπουλου κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπ. Οικονομικών «Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις»).
«Στη σημερινή μου παρέμβαση, θέλω να μιλήσω αποκλειστικά για το θέμα της κινητικότητας. Ήδη έχω μιλήσει μια φορά δημόσια. Μίλησα πολύ συγκεκριμένα και πολύ σκληρά ομολογουμένως και δεν παίρνω πίσω τίποτα από όλα όσα έχω πει. Ισχύουν στο ακέραιο.
Θέλω να θυμίσω στους συναδέλφους της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ότι μιλάμε για λειτουργούς που στελεχώνουν υπηρεσίες γενικού, δημοσίου συμφέροντος. Και η αποστολή αυτών των οργανισμών και των υπηρεσιών προηγείται των αναγκών των λειτουργών τους. Αν δεν συμφωνήσουμε σε αυτή τη βασική αρχή, κράτος δεν μπορούμε να κάνουμε ποτέ.
Πιστεύω ότι επιβάλλεται να κάνουμε μία ειλικρινή και σοβαρή συζήτηση για το τι κράτος έχουμε στην Ελλάδα. Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι η βασική ειδοποιός διαφορά της χώρας μας από τις κοινωνίες τις οποίες θέλουμε να φτάσουμε και στις οποίες θέλουμε να μοιάσουμε δεν είναι άλλη από το κράτος. Και το βασικό χαρακτηριστικό της ειδοποιού αυτής διαφοράς δεν είναι άλλο από τον συγκεντρωτισμό.
Μιλώντας, λοιπόν, για την κινητικότητα, κύριε Υπουργέ (Διοικητικής Μεταρρύθμισης), θέλω να θυμίσω μια φράση που λέει ότι «κανένας δρόμος δεν οδηγεί πουθενά αν δεν ξέρεις πού θες να πας». Και ό,τι ανακοινώθηκε με την κινητικότητα δείχνει πως δεν ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε.
Επιχειρούμε άτσαλα κάποιες μεταρρυθμίσεις. Μίλησα ήδη για τη μεταρρύθμιση που επιχειρείται στην τεχνική εκπαίδευση και πιστεύω να διορθωθεί με την παρέμβαση του Υπουργού Παιδείας. Γίνεται, όμως, και μία άλλη δομική αλλαγή χτυπώντας την αυτοδιοίκηση, το τελευταίο καταφύγιο του πολίτη στην κρίση και ενισχύοντας τον κρατικό συγκεντρωτισμό. Αναφέρομαι στη Δημοτική Αστυνομία. Όλα αυτά όμως γίνονται έτσι, χωρίς πρόγραμμα.
Είναι αλήθεια πως στην Ελλάδα επικρατεί το θέατρο του παραλόγου, σε ό,τι συνθέτει το κράτος και θα αναφέρω χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Πρώτο παράδειγμα: Πριν δυο-δυόμιση χρόνια η Υπουργός ΠΕΚΑ εισηγήθηκε εδώ, στη Βουλή των Ελλήνων, τη διατήρηση του Οργανισμού Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων με τη διεύρυνση του αντικειμένου του σε όλη την επικράτεια. Ψηφίστηκε ο νόμος. Είχα μιλήσει και τότε έντονα επικριτικά και είχα έντονο διάλογο με την Υπουργό. Πράγματι, ο Οργανισμός είχε ολοκληρώσει το έργο του στην Αθήνα και μόνο με αυτή τη μέθοδο μπορούσε να διατηρηθεί το προσωπικό στην εργασία. Προφανής ανάγκη ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων σε όλη την Ελλάδα δεν υπήρχε πουθενά καταγεγραμμένη. Απλά το ζητούμενο ήταν να μην βρεθούν κάποιοι άνθρωποι στο δρόμο. Σωστά. Στο ίδιο, όμως, Υπουργείο που επόπτευε η Υπουργός, υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν κραυγαλέα κενά σε ιδιαίτερα νευραλγικές υπηρεσίες. Να μνημονεύσω το ΠΕΡΠΑ και τις ΔΙΠΕΧΩ, για να μην νομίζει κανείς πως μιλάω γενικά και αόριστα.
Η απειρία της Υπουργού δεν ήταν ο λόγος για αυτή την πράξη. Πολύ απλά η Υπουργός, παρ’ ότι δήλωνε νεωτερική, ακολούθησε την πεπατημένη, ένα δρόμο που είχαν χαράξει οι προκάτοχοί της με τον ΟΣΚ, τη ΔΕΠΑΝΟΜ, τη Θέμιδα Κατασκευαστική, το ΙΓΜΕ, το ΠΕΡΠΑ, την ΥΑΣ, και εκατοντάδες άλλους υδροκέφαλους οργανισμούς και υπηρεσίες της τελευταίας δεκαετίας. Αντιστρέψαμε την αρχή της εξυπηρέτησης των πολιτών από το κράτος, κάνοντας βασική αρχή τις ανάγκες των λειτουργών. Και ενώ για πάρα πολλούς από τους προαναφερθέντες οργανισμούς και υπηρεσίες είχαν ήδη δημιουργηθεί αξιόπιστες υπηρεσίες στην ελληνική περιφέρεια, κρατικές ή αυτοδιοικούμενες, οι οργανισμοί αυτοί εξακολουθούσαν απτόητοι να υπάρχουν, με τρομακτικό βέβαια δημοσιονομικό κόστος.
Σημειώνω μάλιστα με απορία, ότι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου με ονοματεπώνυμο που τα τελευταία είκοσι χρόνια επανειλημμένα έχουν ανακοινώσει βαρύγδουπα εδώ ή στα Μέσα Ενημέρωσης το τέλος της μεταπολίτευσης, αδυνατούσαν να δουν το τέλος αυτών των οργανισμών επί πάρα πολλά χρόνια, αν και ήταν μπροστά τους.
Δεύτερο παράδειγμα. Είναι στο αντικείμενό σας, κύριε Υπουργέ. Δεν έχετε καμία υποχρέωση να το ξέρετε αυτό που θα πω. Μόλις τώρα αναλάβατε. Ακούστε τι πορεία ακολουθεί σήμερα το αίτημα ενός δήμου, για τακτικό και έκτακτο προσωπικό.
Υποβάλλεται με πλήρη φάκελο, -δικαιολογητικά, αποφάσεις που τεκμηριώνουν το αίτημα- στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση που είναι κρατική δομή. Από εκεί, αφού ελεγχθεί, πάει πλήρης αντίγραφο του φακέλου στο Υπουργείο Εσωτερικών. Η Διεύθυνση Οργάνωσης και Λειτουργίας του Υπουργείου Εσωτερικών κάνει έλεγχο, φωτοτυπεί ένα νέο φάκελο και τον στέλνει στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Και εκεί ελέγχεται και κάποια στιγμή πάει πίσω η έγκριση. Αυτή η διαδικασία αφορά έκτακτο και τακτικό προσωπικό. Όλη η διαδικασία είναι ένα πάτημα ενός κουμπιού στην εποχή της τεχνολογίας. Δεν χρειάζεται καν Υπηρεσία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ούτε βέβαια του Υπουργείου Εσωτερικών, γιατί έχει αποκεντρωμένες διοικήσεις. Αυτό, είναι δηλωτικό του πώς η ανεπίγνωστη -για να το πω κομψά- διαχείριση του ζητήματος του ανθρώπινου δυναμικού, προτάσσει την ανάγκη του δημόσιου λειτουργού, που αφού ήρθε η ώρα να σπουδάσουν τα παιδιά του στην Αθήνα ας πάει και αυτός στην Αθήνα, χωρίς να αξιολογούμε επί δεκαετίες ότι κουβαλούσε μαζί του και την αρμοδιότητα, ή ότι έπρεπε να την εφεύρει.
Η ιστορία της γραφειοκρατίας, των αρμοδιοτήτων και όλου αυτού του τεράστιου συγκεντρωτισμού και του δαίδαλου των διαδικασιών που έχουμε μπροστά μας είναι αποτέλεσμα πολλών δεκαετιών όπου έχει καταντήσει να είναι η ιστορία του αυγού του Κολόμβου. Κανείς πια δεν ξέρει αν οι άνθρωποι δημιουργούν ανάγκες για να έχουν δουλειά -μιλάω για το κεντρικό κράτος- ή ακριβώς το ανάποδο. Έχει χαθεί η μπάλα που λέμε, κυριολεκτικά.
Τρίτο παράδειγμα. Οι κεντρικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης έχουν το μεγαλύτερο μέρος των κτηνιάτρων όλης της χώρας. Το αποτέλεσμα, ως φυσιολογικό επακόλουθο, είναι τα σχέδια βελτίωσης να εγκρίνονται όλα από την κεντρική υπηρεσία με μέσο χρόνο έγκρισης τα τρεισήμισι χρόνια! Τα σχέδια βελτίωσης των κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων, όμως, είναι το μοναδικό αναπτυξιακό εργαλείο που έχουν οι Έλληνες κτηνοτρόφοι. Κατά τα άλλα οδυρόμαστε που εισάγουμε αγελαδινό κρέας κατά 92%.
Τέταρτο παράδειγμα. Όταν θεσμοθετήθηκε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση στις 31/12/1994 υπηρετούσαν σε αυτήν τρεισήμισι χιλιάδες γεωπόνοι. Όσοι ζούσαμε, ζούμε και έχουμε σχέση με την ελληνική περιφέρεια ξέρουμε ότι από τους τρεισήμισι χιλιάδες γεωπόνους, κύριε Υπουργέ, το 90% ήταν δίπλα στον παραγωγό. Αυτό το 1994, τότε που η Ελλάδα έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση να γίνει χώρα παροχής υπηρεσιών. Σήμερα, είναι τεσσεράμισι χιλιάδες οι γεωπόνοι δημόσιοι υπάλληλοι και ασχολούνται όλοι αποκλειστικά με ελέγχους. Κανένας δεν είναι δίπλα στον παραγωγό. Όλη αυτή την εικοσαετία εν τω μεταξύ η συμμετοχή του αγροτικού εισοδήματος ως ποσοστό του ΑΕΠ ή ως ποσοστό εξαγωγών της χώρας κατέρρευσε. Το τίμημα είναι πολύ βαρύ.
Μπορεί κανείς να το δει και αντεστραμμένα. Να δει δηλαδή τα αποτελέσματα που έχουν πετύχει άλλα μοντέλα. Θα πω τρία αγαπημένα μου παραδείγματα που επί χρόνια λέω.
Στη Δανία, η Κυβέρνηση του Rasmussen με μία και μόνο απόφαση, τη ριζική αποκέντρωση κονδυλίων, πόρων και αρμοδιοτήτων στις εκεί κομητείες και δήμους υποδιπλασίασε την ανεργία, αποκεντρώνοντας τις πολιτικές απασχόλησης μέσα σε τρία χρόνια.
Η Σουηδία διαχειρίζεται αντεστραμμένα τον προϋπολογισμό. Το 25% το διαχειρίζεται το κεντρικό κράτος, το 75% οι αποκεντρωμένοι φορείς. Και επί δεκαετίες τώρα, σύμφωνα με όλους τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, έχει τα πρωτεία σε ό,τι αφορά το κράτος πρόνοιας και τις πολιτικές κοινωνικής συνοχής και είναι στην κορυφή της ανταγωνιστικότητας ως οικονομία.
Η Φινλανδία έκανε ακόμα πιο καινοτόμες προσπάθειες και έδωσε στην αυτοδιοίκηση τη διοίκηση των πανεπιστημίων. Όλοι μιλάνε εδώ και δεκαπέντε χρόνια για το Φινλανδικό θαύμα στην παιδεία.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης, κύριε Υπουργέ, που υπάρχει στο ελληνικό κράτος και χαρακτηρίζει τις σχέσεις των διαφόρων επιπέδων ή χειρότερα την αντιμετώπιση από το κεντρικό γραφειοκρατικό κράτος προς τον ίδιο του τον εαυτό ακόμη στην αποκεντρωμένη του μορφή, είναι το κεντρικό ζήτημα του ελληνικού κράτους, το οποίο κρατάει τη χώρα καθηλωμένη. Και δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να σηκωθούμε αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα. Αυτό είναι το ζήτημα που πρέπει να βάλουμε μπροστά με τη διοικητική μεταρρύθμιση.
Οι δυνάμεις της αδράνειας είναι τεράστιες. Θέλω να επαναλάβω αυτό που διαβάσατε ότι έχω πει σε μια συνέντευξη για την κατάργηση του Υπουργείου Διοικητής Μεταρρύθμισης. Προφανώς δεν αφορούσε εσάς προσωπικά, αλλά εγώ επιμένω. Έχουμε το ζήτημα του συγκεντρωτισμού και σας ανέφερα παραδείγματα. Και θα μπορούσα να παραθέσω εκατοντάδες τέτοια παραδείγματα τα οποία έχουν τρομακτικό κόστος στην προσπάθεια της χώρας για ανάπτυξη, γιατί καθυστερούν κρίσιμες επιλογές, από πολεοδομικές μέχρι και του πρωτογενούς τομέα, όπως ήδη έχω μνημονεύσει. Δηλαδή κρίσιμες αναπτυξιακές παράμετροι πάνε πίσω λόγω της γραφειοκρατίας. Πρέπει, λοιπόν, να σας πω ότι εάν δεν βάλουμε αυτή την κατεύθυνση με ειλικρίνεια, καμία αξιολόγηση δεν οδηγεί πουθενά.
Είμαι Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος και ξέρω καλά τη θέση του Κόμματός μου. Θέλω, όμως, με παρρησία να σας πω ότι καμία αξιολόγηση δεν θα οδηγήσει πουθενά. Παράδειγμα, εάν βάλουν δύο οποιουσδήποτε από εμάς με ένα ελάχιστο επίπεδο κοινής λογικής να αξιολογήσουμε την Κτηνιατρική Υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, που έλεγα, τι θα πούμε; Αν έχουμε μάθει πέντε κολλυβογράμματα, εφόσον θα δούμε ότι τα σχέδια βελτίωσης έχουν χρόνο έγκρισης τρεισήμισι χρόνια, πολύ απλά θα πούμε «Βάλε άλλους εκατό για να επιταχύνουμε», από τετρακόσιοι είκοσι να γίνουν πεντακόσιοι είκοσι. Και αυτό δεν το λέω αυθαίρετα. Η γραμμή που έχουν, κύριε Υπουργέ, οι διευθυντές, αλλά και οι εξωτερικοί αξιολογητές λένε ότι οι ομάδες αξιολόγησης δεν επιτρέπεται να θίξουν θέμα αρμοδιοτήτων. Αν όμως δεν θίξεις θέμα αρμοδιοτήτων τότε κάνεις μια τρύπα στο νερό. Όταν δεν μπορείς αυτή τη στιγμή να ολοκληρώσεις ένα τοπικό ρυμοτομικό στην αποκεντρωμένη διοίκηση στη ΔΙΠΕΧΩ, τότε τι αξιολόγηση υπηρεσίας θα πας να κάνεις;
Οι χώρες που έχουν αποτελεσματικό κράτος, έχουν υπουργεία που σπανίως έχουν τριψήφιο αριθμό υπαλλήλων και είναι χώρες αναλόγου μεγέθους με εμάς. Οι δυνάμεις αδράνειας είναι τεράστιες. Καλώς και κακώς εννοούμενα συμφέροντα δεν επιτρέπουν να προχωρήσουμε στις απαραίτητες αλλαγές. Χρειάζεται εγγύηση στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Είναι μια θέση που την έχω διατυπώσει πριν από οκτώ χρόνια ακριβώς, στο Συνέδριο των Δελφών, ενώπιον του τότε Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, ως Πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ.
Επειδή είναι μεγάλες οι δυνάμεις της αδράνειας και τεράστια τα καλώς και κακώς εννοούμενα συμφέροντα, αυτή η υπόθεση δεν μπορεί να πάει μπροστά παρά μόνο με την εγγύηση του Πρωθυπουργού. Γι’ αυτό και πρέπει η διοικητική μεταρρύθμιση να αποτελέσει αντικείμενο μιας Γραμματείας παρά τω Πρωθυπουργώ για να προχωρήσει αυτή η αλλαγή. Μια ανάλογης σημασίας αλλαγή υπήρξε στην Αγγλία με την κωδικοποίηση της νομοθεσίας. Είναι η μόνη χώρα που κατάφερε να συμπυκνώσει τη νομοθεσία της σε τριάντα βιβλιαράκια. Κι αυτό ήταν έργο επιτροπής εγκατεστημένης στην Dawning Street 10 που είναι η κατοικία του Πρωθυπουργού στην Αγγλία.
Εκεί, λοιπόν, εγκαταστάθηκε, Υπουργέ, αυτή η επιτροπή με Γενικό Γραμματέα ή Υφυπουργό, δεν έχει σημασία. Τελούσε υπό την άμεση εποπτεία του Πρωθυπουργού.
Οι μεγάλες τομές έτσι γίνονται, διαφορετικά δεν μπορούν να υπάρξουν. Όλο αυτό το οποίο κάνουμε, πουθενά δεν οδηγεί εάν δεν του δώσουμε κατεύθυνση».