Καταπληκτικό σε θεολογικό ιστορικό βάθος και ευρύτητα σκέψης ανοιχτών οριζόντων το άρθρο του Θανάση Παπαθανασίου, αρχισυντάκτη του περιοδικού ‘’Σύναξη’’ με τίτλο ‘’ο ξένος που δέχομαι, ο ξένος που γίνομαι’’ που αναδημοσίευσε το περιοδικό ‘’Λειμωνάριον’’ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, φύλλο 54. Είναι ίσως από τα σπάνια στο είδος τους και τη θεολογική γραφή κείμενα, και για την αγιογραφική ιστορική θεμελίωση, κυρίως όμως για τον χωρίς μισαλλοδοξία τρόπο προσέγγισης ενός από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα της εποχής μας. Αφού πια οι μετακινήσεις των λαών ή μεγάλων πληθυσμιακών τμημάτων των διάφορων εθνοτήτων έχουν πλέον ροή, που συνεχώς αυξάνει σε μέγεθος και ορμή και η μέχρι τώρα παγκόσμια πολιτική αντιμετώπιση του φαινομένου γίνεται μέσα από την κρατούσα φιλοσοφία του πλούσιου της παραβολής του Ευαγγελίου του Χριστού, που γκρέμισε τις αποθήκες του κι έφτιαξε μεγαλύτερες για να χωρέσουν σε αυτές τα αγαθά του αποκλειστικά για τη δική του ατομιστική, υλιστική, ταξική χρήση. Ή πάλι αντιμετωπίζονται μέσα από μια φοβική υστερία μεγέθυνσης του ξενικού εγκλήματος και απόδοσης των πάσης φύσεως κακουργηματικών πράξεων στους ‘’ξένους’’, μέσα από μια αντίληψη εδρασμένη στη διαίρεση, που παγιώνει την απόσταση.
Τις δυσκολίες προσέγγισης του προβλήματος τις γνωρίζει ο συγγραφέας και τις επισημαίνει ήδη στην αρχή του άρθρου του: Η προσέγγιση των εννοιών του ‘’ξένου’’ είναι δύσκολη, διότι έχει να κάνει με αμφιθυμίες της εκκλησιαστικής συνείδησης, η οποία συχνά βιώνει μία πάλη μεταξύ του εκκλησιαστικού οράματος αφενός και της αξιοθρήνητης ολίσθησης των ίδιων των χριστιανών σε ό,τι ο Χριστός ήρθε να καταργήσει.
Εκείνο που δυσκόλεψε τη σκέψη μας, είναι η άποψη που διατυπώνει γράφοντας πως ‘’στον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν υπάρχει μία και μόνο θεολογία, αλλά διάφορα θεολογικά ρεύματα, τα οποία άλλοτε μπορεί να συγκλίνουν, και άλλοτε να αποκλίνουν ή και συγκρούονται μεταξύ τους’’. Σαν δάσκαλος καταλαβαίνω τη θέση αυτή από την παιδαγωγική οπτική των διαφορετικών προσεγγίσεων, που στόχο έχουν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή στο χώρο της κοινωνικότητας, της ελευθερίας και της γνώσης και όχι στην αποδόμησή της. Κάτι ανάλογο θαρρώ πως πρέπει να γίνεται και με τα ‘’διάφορα θεολογικά ρεύματα’’, που οφείλουν, με την ευθύνη των εμπνευστών τους να διατηρούν την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος όχι βέβαια με τον στιγματισμό της διαφορετικής άποψης ή τη φίμωση της.
Συνιστούμε το άρθρο του κ. Παπαθανασίου ανεπιφύλακτα. Εμείς το παρουσιάσαμε και το συζητήσαμε στο Αρχονταρίκι της Ενορίας αφήνοντας τα παραπέρα στο φωτισμό του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, στο δρόμο για τη μετάνοιά μας. Σαρακοστή γαρ εστί.
π. Κωνσταντίνος
Ι. Κώστας, παπαδάσκαλος
(7-3-2011)
































