Μεγάλη Eβδομάδα, εβδομάδα θείου δράματος, και η μέση ελληνική οικογένεια παρακολουθεί αμίλητη το ξεδίπλωμα του επίγειου δράματος της μεταπολίτευσης σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση. Ο εθνικός μας Άκης οδηγείται στης φυλακής τα σίδερα, που σίγουρα ταιριάζουν και σε αρκετούς άλλους λεβέντες των δυο μεγάλων κομμάτων εξουσίας και το φιλοθεάμον κοινό χαρίζει το τελευταίο του χειροκρότημα στον μεταπολιτευτικό θίασο, λίγο πριν πέσει η αυλαία της τελευταίας του παράστασης.
Ο Άκης σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής που καταταλαιπώρησε την αισθητική μας με την ξιπασιά της, την κενότητά της και το δήθεν της. Μιας εποχής που κατήργησε όλες τις ιεραρχίες στο όνομα ενός θολού αριστερού εξισωτισμού. Ο γιός του οδηγού λεωφορείου μπορούσε να στέκεται δίπλα στον μεγάλο Αντρέα και να το παίζει Υπουργός και υποψήφιος δελφίνος του όχι επειδή διέθετε τα τυπικά προσόντα της αξίας, ούτε επειδή διακρινόταν έστω από μια υποτυπώδη ευστροφία αλλά επειδή ήταν το λαϊκό παιδί του οδηγού ενός λεωφορείου από μια λαϊκή γειτονιά της συμπρωτεύουσας και έτυχε να συναντήσει στη ζωή του τον μεγάλο Αντρέα. Απλά και καθημερινά υλικά για μια πετυχημένη συνταγή ζωής. ‘Ενας κυρίαρχος κοινωνικός ισοπεδωτισμός συνάντησε τα ισοπεδωτικά ήθη και τις λαϊκίστικες προκαταλήψεις του σοσιαλιστή νομοθέτη, όπως πολύ εύστοχα θα σημείωνε και ο Μοντεσκιέ, και το εκρηκτικό μίγμα που προέκυψε δεν άργησε να δώσει τους πρώτους καρπούς του. Μετριοκρατία σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου και ξιπασμένος νεοπλουτισμός στην ιδιωτική ζωή όλων όσων ευνοήθηκαν από τον κρατικοδίαιτο παρασιτισμό των προηγούμενων ετών . Ένα εμμονικό κόμπλεξ απέναντι στην ικανότητα και το πνεύμα, μια εξακολουθητική αποστροφή απέναντι στην αγχίνοια και την ευστροφία. Ό,τι δεν καταλαβαίναμε το απαξιώναμε. Και ότι μας ξεπερνούσε το αξιολογούσαμε αρνητικά και το απορρίπταμε. Ανεχτήκαμε Άκηδες να μας κυβερνούν, σιωπήσαμε μπροστά στα τσιράκια του μεγαλοκαθηγητή που θεμελίωναν με προκλητικό τρόπο δικαίωμα ακαδημαϊκής ικανότητας, λουφάξαμε μπροστά στην πανεπιστημιακή πλεμπάγια των κομματικών φοιτητοπατέρων που έκανε άνω κάτω τα Πανεπιστήμια, χαριεντιστήκαμε με τους αμόρφωτους και τους άγλωσσους που μας αυτό-διοικούσαν και γενικώς κρατήσαμε με τη συμπεριφορά και τις επιλογές μας τον πήχυ της δημόσιας καταξίωσης πολύ χαμηλά, μόνο και μόνο για να μπορέσουμε είτε εμείς είτε οι κανακάρηδες και οι τσαπερδόνες μας να τον ξεπεράσουμε.
Μαζί με την εποχή αυτή τελειώνουν και πολλές άλλες παράλληλες εποχές της ίδιας και απαράλλαχτης αισθητικής. Η εποχή που αρκούσε το νεύμα ή το ανασήκωμα του ώμου ενός Υπουργού για να μπεις στο γραφείο του ξεβράκωτος και πειναλέος και να βγείς ματσωμένος και καταξιωμένος. Η εποχή του «ό,τι δηλώσεις είσαι» και της καφρίλας του κάθε τυχάρπαστου να κορδώνεται σαν γύφτικο σκεπάρνι στο άκουσμα της λέξης Πρόεδρος. Η εποχή που μπαζώναμε ρέματα, χτίζαμε όπου μας κάπνιζε, ρυπαίναμε όπου δεν χτίζαμε και με rooms to let πουλούσαμε λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου και πορευόμασταν με θέα τον 21ο αιώνα . Η εποχή που το «έτσι γουστάρω» ήταν το κυρίαρχο μότο μιας ολόκληρης κοινωνίας που έμαθε στην ανομία, τη συναλλαγή και τη ρεμούλα. H εποχή που το σβήσιμο της κλήσης συνιστούσε μαγκιά, αποτυπωμένη στο πρόσωπο του μαλάκα με εκείνο το κλασικό ύφος της επιτυχίας που έλεγε σε όλη την παρέα: «Κοιτάξτε με. Είμαι σπουδαίος. Σβήνω κλήσεις». Η εποχή που το «πρώτο τραπέζι πίστα» μοίραζε τίτλους ευγενείας και η έκβαση των λουλουδοπόλεμων καθόριζε τον νέο συσχετισμό δυναμέων στην κραιπαλική ελίτ των Β.Π. Αυτές τις εποχές τερματίζουν οι χειροπέδες του Άκη.
Βαυκαλίζαμε, με κατανάλωση και θεσιθηρία, τις συνειδήσεις μας, για να μην εξεγερθούν μπροστά στη θέα του ηλίθιου, που διεκδικούσε την αιρετότητα ως άλλοθι για την ηλιθιότητά του και τώρα που αυτές αφυπνίστηκαν στεκόμαστε αποσβολωμένοι να κοιτάμε το πολιτειακό τσαντίρι που φτιάξαμε. Και το δράμα μας είναι πως αποψιλώσαμε τόσο πολύ τον πνευματικό μας κόσμο από λογοτέχνες, ποιητές και φιλοσόφους και παραδώσαμε τόσο αστόχαστα την πολιτική μας, βορά στις αρπακτικές διαθέσεις του μεσαίου όρου ώστε να μην έχουμε σήμερα τις ποιότητες εκείνες που θα κληθούν να κάνουν πράξη την αγωνία του ποιητή. Να αφουγκραστούν, δηλαδή την μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων και να μας ορμηνέψουν για τα επόμενα βήματα που πρόκειται να γίνουν. Να απαιτήσουν έναν γενναίο μεταρρυθμιστικό σχεδιασμό για την επόμενη μέρα και να εποπτεύσουν με την καθαρή ματιά τους την υλοποίηση του. Να σταθούν απέναντι στην μετριοκρατία και τα κομματικά μειράκια της και να την ξεμπροστιάσουν μέσω της απλής σύγκρισης. Να δείξουν επιτέλους το δρόμο της πραγματικής ανάπτυξης στα εκατομμύρια των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων και να στηρίξουν με τον λόγο τους ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο θα έχει στο επίκεντρο τα χωριά και τις κωμοπόλεις της ελληνικής περιφέρειας και το οποίο θα βασίζεται στον πραγματικό μόχθο του πρωτογενή και του δευτερογενή τομέα και όχι στο αεριτζίδικο, που κοντεύει να μας γίνει δεύτερη φύση.
Δίχως λοιπόν στιβαρές πολιτικές ηγεσίες, δωρικά αναστήματα του πνεύματος και ανθρώπους της πρώτης γραμμής καλούμαστε να πορευτούμε τα επόμενα δύσκολα χρόνια. Μόνοι απέναντι στους δαίμονες της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας που με τις επιλογές μας τους αναδείξαμε σε γενικούς κουμανταδόρους της ζωής μας. Μονοι απέναντι σε μια κυρίαρχη νοοτροπία αρπαχτής που δεν προτίθεται να παραδοθεί αμαχητί. Μπορεί ο Άκης να πήρε την άγουσα για τις φυλακές Κορυδαλλού αλλά υπάρχουν πολλοί ακόμα Άκηδες εκεί έξω που πρέπει να ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή. Εκλογές πλησιάζουν, ας πάρουμε τα όστρακα του δήμου στα χέρια και ας αναγράψουμε πάνω σε αυτά τα ονόματά τους. Μικρή κοινωνία είμαστε και γνωριζόμαστε όλοι πολύ καλά. Ξέρουμε ποιος μένει πού και πώς το απέκτησε. Ας ξαναγίνουμε «κυρίαρχοι επι του οστράκου» μήπως και φοβηθούν οι θρασύδειλοι και φύγουν από μόνοι τους. Μήπως…
Ο Τάσος Φούντογλου ειναι ειδικεύομενος νεφρολόγος στο Μποδοσάκειο Νοσοκομείο Πτολεμαϊδας