Η Μόρι, 32 ετών, περπατάει αμέριμνα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου τρώγοντας ένα ροζ παγωτό και φορώντας ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο. Πρόσφατα παραιτήθηκε από τη δουλειά της στην Ιαπωνία και αποφάσισε να ταξιδέψει μόνη στην Ελλάδα. Στους πρόποδες της Ακρόπολης, μια μικρή ομάδα Γάλλων προσκυνητών, ντυμένων στα λευκά, ακούν ευλαβικά την πνευματική τους οδηγό να μιλάει για τη θεά Αθηνά. Πρόκειται για τη Maïtreyi Amma, απόστολο ενός Ινδού γκουρού, που ήρθε να δώσει διάλεξη στην Αθήνα. Πιο κάτω, 55 Γερμανοί μαθητές λυκείου εισέρχονται στο Μουσείο της Ακρόπολης μαζί με τους συνοδούς τους. Στο Σύνταγμα δύο φίλοι από το Χονγκ Κονγκ, ο Τιμ και ο Φάι, παρατηρούν Ελληνόπαιδα να κάνουν σκέιτ. Μια οικογένεια από την Αγγλία κάνει βόλτες στην Πλάκα – επισκέπτονται έναν συγγενή τους που μένει στην πόλη. Ενα ζευγάρι φοιτητών από την Αμερική γιορτάζει το μήνα του μέλιτος, ενώ ένα άλλο από τη Βουλγαρία ήρθε για το μουσικό φεστιβάλ Plisskën. Στην πλατεία Αγίας Ειρήνης τρώει σε ένα εστιατόριο ένα γκρουπ Ιταλών, που ήρθαν για το ετήσιο συνέδριο της εταιρείας τους.
Δεν έχει σημασία για ποιο λόγο ήρθαν, αρκεί που ήρθαν. Και είναι πολλοί, πολύ περισσότεροι από πέρυσι: σύμφωνα με το Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, οι αφίξεις φέτος θα σημειώσουν νέο ρεκόρ, πάνω από 19 εκατομμύρια, με την Αθήνα να έχει «μερίδιο» περίπου τριών εκατομμυρίων αφίξεων. Ομως η διαφορά ήταν έκδηλη πολύ πριν δημοσιευθούν οι αναθεωρημένες αυτές προβλέψεις. Περπατώντας στους δρόμους της πρωτεύουσας, βλέπουμε παντού ξένους – και στα πιο απίθανα μέρη. Συναντήσαμε ταξιδιώτες να πίνουν ήρεμα τον καφέ τους στην Ομόνοια, μια περιοχή την οποία πολλά επίσημα sites ξένων κρατών, όπως της Φινλανδίας, χαρακτηρίζουν επικίνδυνη.
Η περιοχή της Ακρόπολης έχει μετατραπεί σε σύγχρονη Βαβέλ, όπου ακούγονται γλώσσες από όλα τα μέρη του κόσμου. Και πλέον συναντάμε εθνικότητες διαφορετικές από αυτές που είχαμε συνηθίσει, όπως Ινδοί, Πακιστανοί, Κινέζοι κ.ά. Οι Ινδοί μάλιστα ταξιδεύουν οικογενειακώς, έχοντας μαζί τον παππού και τη γιαγιά. Στο πλαίσιο του ρεπορτάζ γνωρίσαμε και τέτοιες οικογένειες. «Ηθελα να έρθω στην Ελλάδα από τότε που ήμουν 16. Μεγάλωσα, όπως και τα παιδιά μου, με την ελληνική μυθολογία και τα κείμενα του Σωκράτη και του Αριστοτέλη…» μας λέει η 42χρονη Vanaja a Nair, ψυχολόγος στο επάγγελμα και μητέρα τριών παιδιών. Και συμπληρώνει: «Πριν δεν είχαμε οικονομική άνεση, τώρα όμως μπορούμε να κάνουμε τέτοια μακρινά ταξίδια. Εχει ανέβει πια το επίπεδο της μεσαίας αστικής τάξης της Ινδίας». Πόσο τους κοστίζει αυτό το ταξίδι; «Υπολογίζουμε γύρω στις 5.000 ευρώ», απαντά. Αυτή και η οικογένειά της ήταν τόσο χαρούμενοι που βρέθηκαν στην Ελλάδα, ώστε ξέχασαν αμέσως τις κακοτοπιές του ταξιδιού τους (στο μετρό, ερχόμενοι από το αεροδρόμιο, τους έκλεψαν τα πορτοφόλια και τα διαβατήρια). «Είναι τόσο όμορφα εδώ. Ολα είναι μια αισθητική απόλαυση! Ακόμη και οι αστυνομικοί είναι όμορφοι», λένε χασκογελώντας μάνα και κόρη.
Τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν προς το καλύτερο στον τουρισμό. Δεν αναφερόμαστε μόνο στα μεγέθη, αλλά και στην ψυχολογία των ξένων όσο περνάει ο καιρός, η βελτίωση της διάθεσης γίνεται πιο αισθητή. Μας το επιβεβαιώνουν κιόλας δύο Ισπανοί δημοσιογράφοι που ήρθαν για διακοπές στη χώρα μας. Η Ναρόα και ο Χουάν θα μείνουν για τρεις ημέρες στην Αθήνα, μετά θα κάνουν το γύρο της Πελοποννήσου και θα καταλήξουν στη Μήλο (συνολικά θα μείνουν τρεις εβδομάδες). «Νομίζω ότι είστε δημοφιλείς πάλι! Μια έγκυρη ισπανική εφημερίδα είχε κάνει πρόσφατα ένα ταξιδιωτικό θέμα για την Ελλάδα, προτείνοντας διάφορους ελληνικούς προορισμούς. Είναι η πρώτη φορά, έπειτα από τόσο καιρό, που γραφόταν κάτι θετικό για τη χώρα σας», τονίζει ο Χουάν, που μιλάει Ελληνικά και είναι λάτρης της Ελλάδας. «Ξέρω αρκετό κόσμο που θα έρθει για το καλοκαίρι. Αισθάνομαι ότι κάτι αλλάζει στη χώρα σας. Αυτό είναι καλό για εσάς, για τον ελληνικό λαό».
Γενικώς, μιλώντας με τους ξένους, το θέμα της κρίσης τείνει να ξεχαστεί, και μαζί με αυτό θάβονται το αίσθημα του κινδύνου και οι αναμνήσεις της ταλαιπωρίας (θα θυμόμαστε βέβαια τις προηγούμενες χρονιές, που οι τουρίστες αναγκάζονταν να μένουν ακινητοποιημένοι σε ένα μέρος ή να κλείνονται στα ξενοδοχεία τους λόγω των απεργιών ή των αναταραχών). Ωστόσο δεν παύουν οι συγγενείς όσων μας επισκέπτονται να ανησυχούν. «Οι γονείς μας μας παίρνουν τηλέφωνο και μας ρωτούν αν είμαστε σώοι και αβλαβείς», σημειώνει ένας Αμερικανός φοιτητής. «Η αλήθεια είναι ότι, πριν έρθω, νόμιζα ότι ήταν μια επικίνδυνη πόλη,όπου βρέχει μολότοφ. Τώρα κατάλαβα ότι αυτό δεν ισχύει και έχω χαλαρώσει».
Αυτά είναι τα καλά νέα. Τα άσχημα είναι ότι οι περισσότεροι τουρίστες δεν αφήνουν χρήματα, όπως μας πληροφορούν οι καταστηματάρχες τουριστικών ειδών στην Πλάκα. «Εχουμε περισσότερο κόσμο φέτος, αλλά δεν ψωνίζει. Τα μαγαζιά είναι άδεια», παραπονιέται μια υπάλληλος σε ένα κατάστημα με παραδοσιακά είδη στην Αδριανού. Κοιτάζω στα διπλανά μαγαζιά. Οντως η κίνηση είναι πεσμένη. «Ούτε νερό δεν αγοράζουν, που λέει ο λόγος. Πέρυσι δουλέψαμε καλά με τις κρουαζιέρες – φέτος είναι μούφες. Οι τουρίστες δεν καταναλώνουν, να πάρουν δώρα. Κάθονται μόνο για να φάνε, και αυτό από λίγο». Ενας σερβιτόρος σε εστιατόριο στην οδό Μακρυγιάννη παραδέχεται ότι «παραγγέλνουν λίγα πράγματα».
Μήπως όμως σε αυτό παίζουν ρόλο τόσο η ακρίβεια όσο και η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος; Αρκετοί περίμεναν ότι, λόγω της ύφεσης, θα ήταν πιο φθηνά εδώ, αλλά «δεν βρίσκουν διαφορές με τις τιμές στη Γερμανία». Από την άλλη, ο σημερινός τουρίστας έχει περισσότερο γούστο. Δεν θέλει να αγοράσει κακόγουστα ελληνικά σουβενίρ κινεζικής προελεύσεως, και ας διαθέτει το μπάτζετ.
Φυσικά και μετράει για την οικονομία μας οι τουρίστες να ξοδεύουν, ωστόσο περισσότερη σημασία έχει, σ’ ετούτη τη φάση, η εικόνα της χώρας. Ο τουριστικός τομέας δεν είναι καζίνο – να βγάλουμε γρήγορα χρήματα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Είναι μια επένδυση μακροπρόθεσμη, που αφορά στην ανάπτυξη ευρύτερων τομέων της κοινωνίας. Η Ελλάδα, ύστερα από τόσα αρνητικά δημοσιεύματα, πρέπει να φτιάξει πάλι το ίματζ της, να βελτιώσει το brand name της. Ομως αυτό το brand name δεν πρέπει να συνδέεται αποκλειστικά με τις αρχαιότητες και την ιστορική μας κληρονομιά. Οφείλουμε να επενδύσουμε και στον σύγχρονο πολιτισμό, στην Ελλάδα του σήμερα.
Ορισμένοι τουρίστες που ξεφεύγουν από τα στενά τουριστικά όρια της Ακρόπολης, της Πλάκας και του Μοναστηρακίου, ανακαλύπτουν «μια πόλη μαγική, με φοβερή ενέργεια και πολλές εναλλαγές και αντιθέσεις στο αστικό τοπίο». Η Αθήνα δεν είναι πλέον ένα stop-over, ένα βαρετό μέρος για να διανυκτερεύουν πριν πάνε στα νησιά. Ολο και περισσότεροι τουρίστες, και ειδικά νέοι, έρχονται για να γνωρίσουν την ελληνική πρωτεύουσα. Κάποιοι μένουν σε youth hostels, άλλοι κατασκηνώνουν ή διανυκτερεύουν σε ελληνικά σπίτια μέσω του air bnb. Η Βένλα και ο Βιλ, φοιτητές από τη Φινλανδία, μένουν σε ένα σπίτι στον Κολωνό (πληρώνουν 30 ευρώ τη βραδιά). «Με ενδιέφερε να δω πώς έχει αλλάξει η Ελλάδα στην κρίση. Εχει μεγάλη διαφορά η περιοχή της Ακρόπολης από εκεί όπου μένουμε. Εκεί βλέπουμε πιο σκληρές εικόνες». Μπορεί αυτοί οι νέοι να μη μεταφέρουν πίσω στη χώρα τους σουβενίρ από την Πλάκα, αλλά κουβαλούν μνήμες και εμπειρίες που ίσως μελλοντικά μετουσιωθούν σε ιδέες που θα βοηθήσουν ώστε να μετατραπεί πάλι η Αθήνα σε Μέκκα πολιτισμού.
Πηγή: kathimerini.gr