Γεννήθηκε στην Ορδού το 1884, αλλά όπως αναφέρει ο ίδιος σε μία εργασία του, η Πουλαντζάκη είναι η πατρίδα του. Καταγόμενος από πατριαρχική οικογένεια τα πρώτα γράμματα έμαθε στην Πουλαντζάκη και την Κερασούντα, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας από το οποίο και αποφοίτησε το 1902. Συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης και πήρε το δίπλωμα το 1912. Κατόπιν πήγε στο Παρίσι όπου το 1914 πήρε πτυχίο στις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες.
Από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τα κοινά. Ήδη το 1905 συμμετέχει στην «Τετραμελή επί των σχολών Εποπτεία» της Πουλαντζάκης, γεγονός που μαρτυρεί την άμετρη αγάπη προς την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου ο Ιασονίδης έφυγε από τη Γαλλία και διαμέσου της Ρουμανίας έφτασε στο Ροστόβ της Ρωσίας για να εμψυχώσει τις ελληνικές κοινότητες του Καυκάσου. Εκεί ίδρυσε και την «Ευξεινοπόντειον ΄Ενωσιν» το 1917. Είναι επίσης από τους ιδρυτές της «Κεντρικής Ενώσεως των Ποντίων» στο Αικατερινοντάρ, 1918. Από το 1917 τόσο στην περιοχή του Καυκάσου όσο και της Κριμαίας κατέφθαναν Πόντιοι πρόσφυγες προκειμένου να σωθούν από τις σφαγές των Τούρκων, ενώ χιλιάδες έφταναν στο Βατούμ ψηφίσματα Ποντίων από όλη τη Νότια Ρωσία για να διακηρύξουν την πίστη τους στην ανεξαρτησία του Πόντου. Έτσι το 1919 συμμετέχει στην Εθνοσυνέλευση των Ποντίων του Βατούμ, της οποίας εχρημάτισε και τελευταίος πρόεδρος, με σκοπό την αποκατάσταση του Πόντου και τη δημιουργία ανεξάρτητης-αυτόνομης Δημοκρατίας. Το 1920 έρχεται στην Αθήνα συμμετέχοντας στις προσπάθειες της κυβέρνησης Βενιζέλου, επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο αργότερα, επικεφαλής της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης και αγωνίζεται με κάθε τρόπο για την ανεξαρτησία του Πόντου. Για όλες αυτές τις προσπάθειες καταδικάστηκε ερήμην στον «δι’ αγχόνης» θάνατο από τα δικαστήρια ανεξαρτησίας της Αμάσειας (20-9-1921).
Το Σεπτέμβριο του 1922 έρχεται πρόσφυγας στην Ελλάδα όπου γίνεται θερμός προστάτης των προσφύγων που κατέφυγαν εδώ μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1922) και τη συνθήκη της Λωζάνης (1923). Ασχολείται ενεργά με την πολιτική και από το 1923 εκλέγεται συνεχώς Βουλευτής Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας όπου για 32 ολόκληρα χρόνια στάθηκε στο πλευρό των προσφύγων, ενώ χρημάτισε και Υπουργός Πρόνοιας επί κυβερνήσεως Φιλελευθέρων από το 1930-1932.
Το 1936 κατέφυγε στην Αγγλία, αποστρεφόμενος τη δικτατορία που επιβλήθηκε στη χώρα μας, όπου ερευνώντας πολλές βιβλιοθήκες και μάλιστα του Παν/μίου της Οξφόρδης, διαρκώς αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες για τα δίκαια της Ελλάδας εμψυχώνοντας τους Έλληνες στον αγώνα τους εναντίον των δυνάμεων της γερμανικής κατοχής.
Μετά το τέλος του πολέμου και την επιστροφή του στην Ελλάδα πολιτεύθηκε και πάλι, επανεκλέγει Βουλευτής και τέλος διετέλεσε Υπουργός Βορείου Ελλάδος.
Υπήρξε απλός και ταπεινός στη ζωή του, αμερόληπτος στις κρίσεις του και δίκαιος, τίμιος στο χαρακτήρα και ευθύς, αλλά πάνω από όλα φλογερός Πόντιος. Παροιμιώδης θα μείνει η φράση του «Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ, εάν επιλαθώμεθά σου ω πάτριος Ποντία γη!
Από το e-pontos.gr