Την εργασία επιθυμούσα να την πραγματοποιήσω πριν από πολύ καιρό, όταν είχα επισκεφθεί πολλούς Κουβουκλιώτες και Αταπαζαρλήδες παππούδες και γιαγιάδες, για να ζητήσω πληροφορίες για τη συγγραφή των βιβλίων μου.
Πολλοί από αυτούς ζούσαν μια δεύτερη προσφυγιά, εγκαταλελειμμένοι από τους οικείους τους, τις αρχές του τόπου μας και τους διάφορους Μικρασιατικούς συλλόγους. Σε αυτούς λοιπόν, τους ήρωες του 1922, αφιερώνω αυτή την εργασία ως ύστατο φόρο τιμής.
ΑΚΡΙΤΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Ο παππούς ο Γιώργης Ακριτίδης γεννήθηκε το 1916 στο χωριό Μερσίλ του νομού Τραπεζούντας. Είναι ένας γλυκύτατος παππούς που χαίρεσαι να συζητάς μαζί του, ευχάριστος και συμπαθέστατος. Σήμερα κατοικεί στο Αγγελοχώρι Νάουσας μαζί με την οικογένεια του γιου του Παναγιώτη.
<< Εγώ κύριε Γιώργο εγεννέθα σο χορίο Μερσίλ της Τραπεζούντας το 1916 και πάνω-κάτω είμαι 96 χρονών.
Το Μερσίλ ήταν καθαρά ελληνικό χορίο και δεν απείχε πολύ από την θάλασσα. Το θυμάμαι διότι πολλές φορές και σε ηλικία 4-5 χρονών, περπατούσα δύο ή τρείς ώρες, κατέβαινα στην θάλασσα και πήγαινα στις βάρκες των ψαράδων, οι οποίοι μου έδιναν ψάρια.
Έδενα από τα στόματά τους δυο παλαμίδες ,τις κρεμούσα στον λαιμό μου και τις έφερνα στο σπίτι. Εκεί περίμενε η μάνα μου με τα αδέλφια μου για να τα μαγειρέψει και να τα φάμε. Φτώχεια καταραμένη Γιώργη. Η απασχόληση των κατοίκων του χωριού ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, αλλά και αυτή περιορισμένη.
Γύρω μας ήταν πολλά τουρκικά χωριά, με τους κατοίκους των οποίων δεν είχαμε καθόλου προβλήματα. Ήταν και αυτοί πολύ φτωχοί, πιο φτωχοί θα έλεγα από εμάς, και πολλές φορές έρχονταν τα βράδια στο χωριό μας και έκλεβαν τα απλωμένα ρούχα από τις αυλές των σπιτιών. Ο πατέρας μου για να μπορεί να μας συντηρήσει, έφυγε στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάζονταν σε μια εγγλέζικη εταιρεία. Ακούγαμε για τον πόλεμο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά δεν φανταζόμασταν ότι θα αναγκαζόμασταν να αφήσουμε τα σπίτια μας για να πηγαίναμε σε μια άλλη χώρα.
Έτσι μας ανέβασαν σε ένα τούρκικο καράβι από το λιμάνι της Τραπεζούντας και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι φθάσαμε στην Κωνσταντινούπολη. Μείναμε λίγο καιρό στην Πόλη και μετά αναχωρήσαμε για την Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στον προσφυγικό καταυλισμό της Καλαμαριάς.
Μετά δεκαπέντε μέρες και ενώ είχαν αποφασίσει να πάμε δέκα οικογένειες στην περιοχή της Καβάλας, κάποιοι δικηγόροι μας παρακίνησαν να πάμε στην περιοχή του Αγγελοχωρίου. Φθάσαμε στο Αγγελοχώρι και εγκατασταθήκαμε στα σπίτια των ντόπιων, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να μας φιλοξενήσουν για έναν περίπου χρόνο. Αργότερα ο Εποικισμός μας έχτισε σπίτια, πήραμε και χωράφια και ξεκινήσαμε μια καινούργια αλλά συγχρόνως δύσκολη ζωή. Ήμασταν μεγάλη οικογένεια με πέντε παιδιά. Αυτό που μας δυσκόλευε πιο πολύ ήταν το άσχημο κλίμα και τα πολλά κουνούπια που κάθε βράδυ μας ρουφούσαν το αίμα. Σε ηλικία 8 χρονών πήγα στο σχολείο του Αγγελοχωρίου, το οποίο και τελείωσα, συνέχιζα όμως να βοηθώ τον πατέρα μου στις δουλειές του.
Το 1937 πήγα φαντάρος και ένα χρόνο αργότερα πήρα μέρος στους Πανελλήνιους στρατιωτικούς αγώνες όπου πήρα μέρος στο αγώνισμα ρίψης χειροβομβίδας. Θυμάμαι καλά ότι στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε με την έναρξη των αγώνων, είχαμε κάνει πολλές και σκληρές προπονήσεις, με σκοπό την διάκριση του Σώματός μας. Στους αγώνες διακρίθηκα διότι έριξα την χειροβομβίδα περίπου στα πενήντα μέτρα. Ήμουν είκοσι ετών όταν παντρεύτηκα την γειτονοπούλα μας την Αναστασία Μπαλταζίδου, της οποίας η καταγωγή ήταν από τα ελληνικά χωριά της περιοχής του Απές. Μαζί της έκανα έξι παιδιά. Μετά λίγο καιρό πήγα φαντάρος στην Αλβανία υπηρετώντας στο πυροβολικό, όπου η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική από ότι στο πεζικό, το οποίο είχε πολλές απώλειες.
Δυστυχώς το 1985 πέθανε η Αναστασία και με άφησε μόνο μου. Μένω τώρα με τον γιό μου τον Παναγιώτη και ευτυχώς είμαι καλά στην υγεία μου. Δεν αντιμετώπισα μέχρι τώρα κανένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και ελπίζω να παραμείνω έτσι. Εν τω μεταξύ καθ΄όλη την διάρκεια της συνέντευξης ο παππούς κάπνιζε και στην παρατήρησή μου γιατί καπνίζει τόσο πολύ, απάντησε ότι αυτή η ευχαρίστηση του έμεινε και δεν πρόκειται να την κόψει.
Συμπαθέστατος ο παππούς, δίπλα του το εγγόνι του τον θαύμαζε με καμάρι. Μακάρι όλα τα εγγόνια να έχουν τέτοιους λεβέντες παππούδες.
Του ευχήθηκα να είναι πάντα υγιής, του φίλησα το χέρι, πήρα την ευχή του και αποχώρησα.