Θύμησες….
Ύστατος φόρος τιμής σε αυτούς που ένοιωσαν
στο πετσί τους την Μικρασιατική Καταστροφή.
Την εργασία επιθυμούσα να την πραγματοποιήσω πριν από πολύ καιρό, όταν είχα επισκεφθεί πολλούς Κουβουκλιώτες και Αταπαζαρλήδες παππούδες και γιαγιάδες, για να ζητήσω πληροφορίες για τη συγγραφή των βιβλίων μου.
Πολλοί από αυτούς ζούσαν μια δεύτερη προσφυγιά, εγκαταλελειμμένοι από τους οικείους τους, τις αρχές του τόπου μας και τους διάφορους Μικρασιατικούς συλλόγους. Σε αυτούς λοιπόν, τους ήρωες του 1922, αφιερώνω αυτή την εργασία ως ύστατο φόρο τιμής.
«Εμένα, Γιώργη, πατέρασιμ ήτανε ο Κυριάκος Κουτσουμπίδης και μάναμ η Ευγενία από το σόι των Δαφνιωτίδηδων. Εγώ ήμνα μικρή στο χωριό και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα.
Το σπίτ μας ήταν δίπλα στην πλατεία της Στέρνας και πολλές φορές μαζί με άλλα κορτσούδια πηγαίναμε στο πεγάδ και με τα κουβαδάκια μας έβγαζαμε νερό και παίζαμε βρέχοντας η μια την άλλη. Σχολειό δεν μπόρεσα να πάγω και για να πω την αμαρτίαμ δεν μ’ άρεσε καθόλου. Καθόμουνα στο σπίτ και βοηθούσα την μάναμ στις δουλειές του σπιτιού.
Θυμάμαι την συχωρεμένη την μάναμ που έκοβε κάθε μέρα φύλλα από τις μουριές μας και τάιζε τα κοζάκια. Αυτά στην αρχή ήταν μικρά, αλλά όλη την μέρα έτρωγανε μουρόφυλλα που έφερνε ο πατέρασιμ και γίνοντανε μεγάλες σκουληκάρες.
Μετά σκαρφάλωναν στα κλαδιά όπου έκαναν τα κουκούλια, έμπαιναν μέσα και πέθαιναν. Ο πατέρασιμ έπαιρνε τα κουκούλια και τα πουλούσε στην Προύσα που ήταν ξακουστή σε όλον τον κόσμο για τα μεταξωτά της. Όμορφο το χωριό μας Γιώργη, και οι χωριανοί αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο, όχι όπως τώρα που όλος ο κόσμος μαλώνει και δεν μιλάνε μεταξύ τους.
Θυμάμαι τον πατέραμ που το βράδυ της Τυρινής κρεμούσε από την οροφή ένα αυγό και το γυρνούσε σιγά γύρω – γύρω.
Εμείς καθόμασταν κάτ απο τ΄ αυγό με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη και προσπαθούσαμε να το δαγκώσμε, πράγμα που ήταν πολύ δύσκολο. Όταν το έπιανε κανείς, το καθάριζε και το τρώγαμε όλοι μαζί λέγοντας: «να κλείσουμα το στόμα μας με αυγό και να το ξανανοίξουμα πάλι με αυγό το Πάσχα».
Την άλλη μέρα για να μας ξεγελάσει η μάναμ και να μη ζητήσουμε τυρί, αυγά και γάλα, μας έλεγε ότι: « ψες την νύχτα πέρασαν οι καμήλες και τα πήραν όλα για να τα φέρουν πίσω την Πασχαλιά».
Και εμείς τα χαζοπούλια την πιστεύαμε. Πάντως ό,τι μάθαμε από τους γονείς μας στο χωριό μας έμεινε, διότι ακόμη και σήμερα ακολουθούμε τις συμβουλές τους.
Την 9η Μαρτίου που γιόρταζαν οι 40 Μάρτυρες μαγείρευε η γιαγιάμ μια ξινή σούπα με ξύδι και διάφορα όσπρια και τα μοίραζε στη γειτονιά..
«Τ΄ Αι Σαράντη τσορμπάς, σαράντα να φας, σαράντα να πιεις, σαράντα να μοιράσεις».
Καλά περνούσαμε στο χωριό, και με τους Τούρκους δεν είχαμε κανένα μεγάλο πρόβλημα. Όταν έφθασε η ώρα να φύγμε για την Ελλάδα, ανέβκαμε στα κάρα πέρασαμε από ένα τούρκικο χωριό τα Κοπέλια και πήγαμε στα Μουδανιά.
Μας ανέβασαν σε ένα μεγάλο παπόρ. Εγώ ήμνα με τον δίδυμο αδελφόμ τον Αποστόλ και άκουγαμε τον ναύτη από ψηλά να φωνάζ…
«…Άντε μπούρντι .. μπούρντι.. μπούρντι».
Τι σήμαινε αυτό δεν το καταλάβαμε. Από εκεί ψηλά βλέπαμε πολλούς να προσπαθούν να ανεβούν μόνοι τους στο πλοίο, έχαναν την ισορροπία τους, έπεφταν στην θάλασσα και πνίγονταν. Κλάματα παντού και φρίκη μεγάλη να βλέπς να πνίγονται συγγενείς και φίλοι μπροστά στα μάτια σου.
Άσχημο πράγμα ο πόλεμος Γιώργη, μακάρι να μη ζήσεις αυτά που περάσαμε εμείς…
Το παπόρ μας κατέβασε στη Ραιδεστό και από εκεί ανεβήκαμε στα κάρα και φύγαμε για την Ελλάδα μέσα σε πόνους και στεναγμούς για το κακό που μας βρήκε.
Μέχρι να περάσουμε τη Θράκη, σταματούσαμε σε διάφορα Τουρκοχώρια και μας περιποιούνταν οι ντόπιοι Τούρκοι.
Στον δρόμο εμείς τα μικρά πεδούδια που δεν πολυκαταλαβαίναμε τι είχε συμβεί, τραγουδούσαμε, με ότι μεράκι μας απόμεινε, κάποια τραγούδια που τα μάθαμε από τους γονείς μας και χωρίς να καταλαβαίνουμε τη σημασία τους.
« Σαμπαχτάν κακτούμ
Πρωϊ σηκώθηκε
Γκιουνές παρλαντού
Ο ήλιος άστραψε
Οτουρμούς τσετελέρ
Έκατσαν οι Τσέτες
Μαβζέρ γιαγλαϊγιορ
Ατουναούμ μπακλαντούμ
Ντελικλί γιασάρ.
Γιρμιικί καϊμακάμ
Μπίρ Κεμάλ Πασά
Σε μπινέ γιασά
Μιλέτ νταγλαρά γιασά.
Γκιοζλερί κιορουσούν
Μπρέ Κεμάλ Πασά
Μπίν ισκεντζελέρ
Νταγιανίν ολουρμούς».
Δεν ξέρω αν το είπα καλά, το περισσότερο το ξέχασα, αλλά πρέπ κάτι να λέει για τον πόλεμο.
Φτάσαμε μετά λίγο καιρό στο Αμύνταιο και εγκατασταθήκαμε στο Έλεβιτς, ένα μικρό χωριό που το κατοικούσαν Τούρκοι. Μείναμε 1-2 χρόνια μαζί τους και κοντά τους έμαθα να μιλώ τα τούρκικα. Ο μπαμπάς μου ασχολήθηκε στην αρχή με τη γεωργία και αργότερα αγόρασε και μεγάλωνε βουβάλια. Από τότε μας έμεινε το όνομα Βουβαλάδες.
Όταν μεγάλωσα, με έκαναν προξενιό με ένα όμορφο παλικάρ, τον Δημήτρη τον Καραμπουτσακίδη από τη Γαλάτεια. Όλες οι φιλενάδες μου με ζήλευγανε γιατί ήταν ψηλός και όμορφος με γαλανά μάτια.
Ακόμη και σήμερα με ρωτάνε ..τι σε βρήκε και σε πήρε μαρή και αγαπήθκατε;
Εγώ ήμνα κοντή αλλά ζουμερή και ροδαλή. Στην εκκλησία ο παππάς ήθελε να με δώσει ένα σκαμνάκι για να μη φαίνομαι πολύ κοντή μπροστά στον άντραμ, αλλά ο Δημήτρης δεν τον άφησε.
Ζούσαμε ωραία χρόνια μαζί διότι αγαπιόμασταν. Πέρασαν 23 χρόνια από τότε που πέθανε αλλά πάντα τον σκέπτομαι. Ας με πάρ ο θεός να πάω να τον συναντήσω, εκατό χρονών έγινα».
Εκατό χρονών η γιαγιά Κοκκονίτσα αλλά ακμαία και σφριγηλή, μένει στη Γαλάτεια Πτολεμαΐδας μαζί με τη μεγάλη κόρη της τη Στρατία.
«Το καλοκαίρι Γιώργη, θα ρθούνε τα παιδιάμ από την Αμερική να τα δω για τελευταία φορά και μετά ας πεθάνω να πάω να βρω τον θειός τον Δημήτρη».
Μεγάλη μου χαρά όταν συναντώ γριούλες σαν τη γιαγιά Κοκκόνα. Ευτυχισμένες, ζωηρές, υγιείς, και έχουν την τύχη να ζουν στα δύσκολα αυτά χρόνια με τα παιδιά τους. Το ίδιο εύχομαι για όλες τις γιαγιάδες και παππούδες όλου του κόσμου.