Με αφορμή το 40ήμερο μνημόσυνο του Κώστα Χαϊτίδη, που έγινε στη γενέτειρά του, την Ποντοκώμη Κοζάνης, στις 19. 05. 2013 θα ήθελα ν’ αφιερώσω μερικές σκέψεις σ’ αυτόν προς χάρη των ανθρώπων που τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν, αλλά και προς χάρη όσων αναγνωστών δεν τον γνώριζαν μεν, έχουν όμως αγαθή πρόθεση να διδάσκονται από καλά παραδείγματα συνανθρώπων τους. Διάλεξα τον υπότιτλο ένας «αχειροτόνητος παπάς» έχοντας πλήρη επίγνωση του θεολογικού και εκκλησιολογικού σφάλματος που διαπράττω. Αχειροτόνητος ιερέας δεν μπορεί να υπάρξει. Ιεροσύνη και χειροτονία πάνε μαζί. Εκτός και αν πρόκειται για θεομπαίχτη, θρησκευτικό απατεώνα, ο οποίος ντύνεται απλά το σχήμα του ιερέα, προκειμένου να εξαπατήσει και να εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος το θρησκευτικό συναίσθημα των χριστιανών. Τέτοιες περιπτώσεις αγυρτών – θεομπαιχτών απασχόλησαν κατά καιρούς την αστυνομία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ο Κώστας Χαϊτίδης όμως ήταν άνθρωπος κατά πάντα έντιμος. Ιδιαίτερα με ό,τι είχε σχέση με την Εκκλησία. Την αγαπούσε υπερβολικά. Την ευλαβούνταν από μικρό παιδί. Θέλησε να την υπηρετήσει και ως ιερέας. Νιόπαντρος και με μωρουδάκια παρακολούθησε για δύο χρόνια την Εκκλησιαστική Σχολή Κατερίνης και αποφοίτησε με επιτυχία από αυτήν. Οι χωριανοί του τον ήθελαν πολύ για ιερέα και ήδη από τα χρόνια της φοίτησής του στη Σχολή τον αποκαλούσαν «ο ποπάς εμουν» (ο ιερέας μας). Ο ίδιος είχε αγοράσει και τα ράσα για τη χειροτονία του. Δυστυχώς όμως η επιθυμία των χωριανών του δεν εκπληρώθηκε ποτέ, γιατί η θέση του ιερέα καταλήφθηκε στο μεταξύ από άλλον. Δεν ήταν εύκολο για τον ίδιο να μετακομίσει σε άλλο χωριό με γυναίκα, μικρά παιδιά και τους γέροντες γονείς του και να αρχίσει απ’ το μηδέν νέο νοικοκυριό. Του πρότειναν ενορία χωριού της Βέροιας. Επισκέφθηκε το χωριό. Αλλά η λύση αυτή δεν τον ικανοποίησε. Το χωριό ήταν μικτό. Οι μισοί περίπου κάτοικοι ήσαν Πόντιοι και οι μισοί Ντόπιοι. Οι Πόντιοι αναθάρρησαν με την παρουσία του και άρχισαν να λένε «θα έχουμε τ’ εμέτερον ποπάν». Αυτό τον φόβισε πολύ. Αν επρόκειτο η παρουσία του Πόντιου ιερέα να διχάσει το μικρό ποίμνιο του χωριού καλύτερα να απέφευγε τη χειροτονία. Τον ιερέα τον αισθανόταν ως ενοποιό παράγοντα και όχι ως παράγοντα διαίρεσης. Πέρα απ’ αυτό είχε υπερβολικό δέος μπροστά στην πνευματική ευθύνη που καλούνταν ν’ αναλάβει ως ιερέας, ο οποίος πρέπει να δίνει σε κάθε περίπτωση το καλό παράδειγμα στους πιστούς Ζύγισε τα πράγματα πολλές φορές και κατέληξε στην απόφαση να μη κάνει το μεγάλο και αποφασιστικό βήμα προς την ιεροσύνη. Επειδή μάλιστα την ιεροσύνη δεν αντιλαμβανόταν ως επαγγελματική αποκατάσταση προτίμησε να εξασφαλίζει τα προς το ζην αναγκαία εργαζόμενος στο ανθυγιεινό Εργοστάσιο Αζώτου στην Πτολεμαΐδα.
Ενώ όμως δεν χειροτονήθηκε ποτέ, έζησε σ’ όλη τη ζωή του σαν να ήταν ιερέας. Παρέμεινε πολύ πιστός στην Εκκλησία, την οποία υπηρέτησε όλα τα χρόνια του ως ιεροψάλτης με την πολύ καλή φωνή του χωρίς καμία αμοιβή. Στο σπίτι του είχε ξεχωριστό δωμάτιο, όπου αποσυρόταν για τις καθημερινές προσευχές του και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Οι συζητήσεις του περιστρέφονταν τις περισσότερες φορές γύρω από θρησκευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα.
Με τη γυναίκα του, την Αναστασία, είχε υποδειγματική σχέση τόσο στην περίοδο του αρραβώνα όσο και στον πολύχρονο έγγαμο βίο τους. Απόκτησαν πέντε παιδιά, ένδεκα εγγόνια και οχτώ δισέγγονα. Ήταν άνθρωπος αόργητος, πράος, μειλίχιος και πολύ αγαπητός. Φάνηκε αυτό καθαρά στη διάρκεια της περιπέτειας της υγείας του. Για την εγχείρησή του στο Μποδοσάκιο, την οποία διεξήγαγε με επιτυχία ο χειρουργός και πρώην νομάρχης Ιορδάνης Ανδρεάδης, έσπευσαν πολλοί να δώσουν αίμα, τους οποίους και ευχαριστούν η γυναίκα και τα παιδιά του. Δυστυχώς μια λοίμωξη που τον βρήκε λίγες ημέρες μετά την εγχείρηση, και παρά τις πολύ φιλότιμες προσπάθειες των θεραπόντων ιατρών, επρόκειτο να τον στείλει στον τάφο. Στην κηδεία του ο κόσμος έδειξε και πάλι την αγάπη του και τον σεβασμό του απέναντί του. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του νεκρού (83 χρόνων) κατέκλεισε τον ναό, σαν να ήταν ανάσταση. Τα παιδιά του, τα εγγόνια του και τα δισέγγονά του τον έκλαψαν και τον συνόδεψαν στον τάφο με την αναστάσιμη ελπίδα. Έδιναν όμως την εντύπωση ότι έχαναν το πιο πολύτιμο και αγαπημένο τους πρόσωπο. Το μνημόσυνό του δήλωσε ότι θα τελέσει ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης κ. Παύλος, που τον είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Πώς να μη εκτιμήσεις έναν άνθρωπο που διακόνησε το αναλόγιο για πάνω από εξήντα χρόνια και άφησε στη θέση του τον γιο του Γιάννη και τον εγγονό του Κώστα, που κοντά του έμαθαν την ψαλτική και εξακολουθούν να προσφέρουν με τις καλλιφωνίες του χωρίς αμοιβή τις υπηρεσίες τους στην Εκκλησία! Ο Σεβασμιότατος δεν μπόρεσε βέβαια να υλοποιήσει την υπόσχεσή του, επειδή την ίδια ημέρα έγινε η υποδοχή των Αχράντων Παθών στον Μητροπολιτικό Ναό Κοζάνης.
Ο Κώστας Χαϊτίδης ενώ ήταν λαϊκός, έζησε με την ευλάβεια κληρικού. Εξάλλου και οι ιεροψάλτες ανήκουν στον κατώτερο κλήρο της Εκκλησίας. Αυτό δικαιολογεί εν μέρει και τον υπότιτλο της νεκρολογίας.
Δρ Τσακαλίδης Γεώργιος
Θεολόγος – Θρησκειοπαιδαγωγός