Μεγάλο κραχ στο ασφαλιστικό από το 2015 αναμένεται να δημιουργήσει η υψηλή ανεργία, η οποία ακόμα και με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης των 3,5%-4% ετησίως δεν προβλέπεται να πέσει κάτω από τα επίπεδα του 17% μέχρι το 2026.
Την πρόβλεψη αυτή κάνει σε μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου και καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Σάββας Ρομπόλης, ο οποίος μελέτησε τις επιπτώσεις της ανεργίας στο ασφαλιστικό σύστημα.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, το ασφαλιστικό σύστημα στη χώρα μας θα ήταν βιώσιμο ώς το 2025, σε μια φυσική εξέλιξη της γήρανσης του πληθυσμού και της αύξησης του προσδοκώμενου ζωής που θα απαιτούσε επιπλέον αύξηση του ΑΕΠ, προκειμένου να στηριχτούν οι συντάξεις.
Η κρίση, η οποία έφερε μεγάλη ανεργία, ανέτρεψε αυτά τα δεδομένα, με αποτέλεσμα από το 2015 να χρειαστεί να αναζητηθούν νέοι πόροι για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος.
Στην Ελλάδα, το 2010, η προσδοκώμενη αναμενόμενη ζωή μετά την ηλικία των 65 ετών ήταν 17 χρόνια για τους άνδρες και 21 χρόνια για τις γυναίκες.
Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής υποδηλώνει την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών για ακόμη πιο μακρές χρονικές περιόδους.
Επομένως, το ερώτημα που προκύπτει είναι: με ένα σταδιακά μικρότερο αριθμό εργαζομένων και ένα σταδιακά μεγαλύτερο αριθμό συνταξιούχων, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, ποιο τελικά θα είναι το νέο πλαίσιο χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος;
Θα είναι η υπερφορολόγηση των εργαζομένων, η αύξηση των εισφορών, η περαιτέρω μείωση των συντάξεων ή η αναζήτηση νέων πόρων, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι πόροι για την καταβολή των συντάξεων των ήδη και των μελλοντικών συνταξιούχων;
Στο ερώτημα αυτό η απάντηση συνίσταται στην ανάλυση και επεξεργασία των πληθυσμιακών εξελίξεων, της ανεργίας, των μισθών, της ύφεσης, της ανάκαμψης και της μείωσης των συντάξεων στην Ελλάδα, καθώς και στη συσχέτιση τους με τη μακροχρόνια (2013-2050) βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (εκτός ΝΑΤ, ΟΓΑ, Δημόσιο) με την εφαρμογή αναλογιστικών προσεγγίσεων (Σ. Ρομπόλης-Β. Μπέτσης, 2013).
Από την άποψη αυτή προκύπτει ότι: α) η οριακή ισορροπία του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας ανατρέπεται από το τέλος του 2015, αφού το 2016 απαιτούνται πρόσθετοι πόροι 0,52% του ΑΕΠ (940 εκατ. ευρώ), το 2017 απαιτούνται 1,01% του ΑΕΠ, το 2020 απαιτούνται 1,24% του ΑΕΠ, το 2030 απαιτούνται 2,89% του ΑΕΠ κ.λπ., β) η γήρανση του πληθυσμού συμβάλλει στην αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 15% και με διαφορετικά σενάρια εκτίμησης της θνησιμότητας αυτή η επιβάρυνση προσεγγίζει το 27% (2050), γ) οι περικοπές των συντάξεων και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης εάν δεν συνοδεύονταν από τις συνθήκες ύφεσης και εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας, τότε το οριακό έτος στην εξέλιξη των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων θα ήταν περίπου το 2025.
Η παρατεταμένη και βαθιά ύφεση, καθώς και η ανεργία μετατόπισαν το οριακό έτος δέκα χρόνια νωρίτερα (2015). Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις στη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα αναδεικνύει την αναγκαιότητα νέου πλαισίου χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος με την ανεύρεση νέων πόρων εκτός των ασφαλιστικών εισφορών και εκτός του κρατικού προϋπολογισμού, π.χ. κρατικές προμήθειες, δημόσια έργα, χρηματιστηριακές και τραπεζικοπιστωτικές συναλλαγές, επιχειρήσεις τυχερών παιχνιδιών κ.λπ.
Ανεργία και επιπτώσεις
Η πρόβλεψη κατά το 2010 του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ήταν ότι η ανεργία στην Ελλάδα το 2014 θα διαμορφωθεί κατά μέσον όρο στο επίπεδο του 30%-31% (1.525.000 άτομα) από 28,5%-29% (1.450.000 άτομα) το 2013, 24,4% το 2012, 17,7% το 2011 και 12,5% το 2010.
Η μελέτη σημειώνει ότι μετά τον κύκλο της ύφεσης στην Ελλάδα, η ανεργία πολύ δύσκολα θα διαμορφωθεί κάτω από το 17% μέχρι το 2026, ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ 3,5%-4% (50.000 νέες θέσεις εργασίας το χρόνο), καθώς αυτό το ποσοστό αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Αντίστοιχες είναι και οι πρόσφατες προβλέψεις της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε επίπεδα ανεργίας του έτους 2009 (450.000 άτομα) και να δημιουργήσει ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας που χάθηκαν την περίοδο 2009-2013, ακόμη και με αυτό το αισιόδοξο σενάριο αύξησης του ΑΕΠ, θα χρειαστούν τουλάχιστον 20 χρόνια.
Η απασχόληση το 2014 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα επίπεδα των 3.530.000 ατόμων, σε βαθμό που το σύνολο των απασχολουμένων κατά το 2014 να είναι μικρότερο από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό και τους ανέργους κατά 1,1 εκατομμύριο άτομα.
Τέλος, υπογραμμίζεται η παράταση της πρωτόγνωρης διχοτόμησης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα -με την έννοια ότι ο αριθμός των επίσημα καταγεγραμμένων ανέργων (1.400.000 άτομα) συμπίπτει με τον αριθμό των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα- δημιουργώντας συνθήκες τρόμου μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, απαξιώνοντας τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και δίνοντας ανησυχητικές προοπτικές στην κοινωνική συνοχή, ιδιαίτερα με το υψηλό ποσοστό (71% – 955.000 άτομα) της μακροχρόνιας ανεργίας.