ΤΙ ΘΑ ΠΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΣΤΑΛΙΝ;
Του Ιωάννη Γ. Παρασκευόπουλου
Δεύτερη γραφή: Στάθης Ταξίδης
Στις 14 Ιουνίου του 1949, ο Λαβρέντι Μπέρια, με έγκριση των Στάλιν, Μολότωφ, Καγκάνοβιτς, δίνει εντολή να εκτοπιστούν μαζικά οι Έλληνες από τις ακτές του Εύξεινου Πόντου – αυτές που ανήκαν στα όρια τις σοβιετικής επικράτειας – στις στέπες και στις ημιερήμους του Καζακστάν, παραβλέποντας τη συμμετοχή και τον ηρωισμό που επέδειξαν κατά τη διάρκεια του μεγάλου πατριωτικού πολέμου (Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος) και τις υπηρεσίες που προσέφεραν στο Κόμμα και στην οικοδόμηση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Αιφνιδιαστικά ένοπλα τμήματα του σοβιετικού στρατού εισέβαλαν και εκκένωσαν αστραπιαία οικισμούς Ελλήνων και συγκέντρωσαν τον πληθυσμό στις πλατείες των χωριών. Εκεί οι επικεφαλής των στρατιωτικών τμημάτων τους ανακοίνωναν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, χωρίς να τους γνωστοποιούν τον τόπο προορισμού. Οι πιο αισιόδοξοι πίστεψαν πως θα τους έστελναν στην Ελλάδα και άρχισαν να τραγουδούν νοσταλγικά τραγούδια με τη συνοδεία της λύρας. Ωστόσο η πραγματικότητα ξεπερνούσε και την πιο νοσηρή φαντασία. Αφού τους φόρτωσαν σε καμιόνια αρχικά και στη συνέχεια σε κλειστά φορτηγά τρένα μεταφοράς ζώων, τους οδήγησαν μετά από εικοσαήμερη εξαντλητική ταλαιπωρία στους τόπους εξορίας του Καζαχστάν για να ολοκληρωθεί το σατανικό σχέδιο του «συντρόφου» Στάλιν για τον εκτοπισμό των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας.
Εξήντα πέντε χρόνια μετά, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος διδάκτορας Ιατρικής Φυσικής Αποκατάστασης, παιδάκι τεσσάρων ετών τότε που φορτώθηκε στα τρένα για την Ανατολή, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, παραδίδοντάς μας ένα συγκλονιστικό βιβλίο – μαρτυρία για τα τραγικά εκείνα γεγονότα.
Ο συγγραφέας ακολουθώντας την περιπετειώδη διαδρομή των προγόνων του από τα Κοτύωρα (Ορντού) του Πόντου στο Σουχούμι, στις αρχές του εικοστού αιώνα, στους τόπους εξορίας του Καζαχστάν ως εξορισμένος, περιγράφει με τρόπο συγκλονιστικό τα δεινοπαθήματα του Ποντιακού Ελληνισμού στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου τριών χιλιάδων, περίπου, ετών, με την εγκατάσταση των Ελληνοποντίων στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, όμως, ο συγγραφέας έχοντας ζήσει για μισό αιώνα στη Σοβιετική Ένωση ως φοιτητής, πολίτης και καθηγητής πανεπιστημίου, περιγράφει τις δομές και τον τρόπο λειτουργίας του καθεστώτος και παραθέτοντας γλαφυρά παραδείγματα ανιχνεύει τις αιτίες οι οποίες οδήγησαν στην κατάρρευσή του.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρατίθενται δέκα μικρά διηγήματα. Τα οχτώ από αυτά αναφέρονται σε χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από τη ζωή των Ελληνοποντίων στην πρώην Σοβιετική Ένωση, ενώ τα δύο αφορούν στην εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου υπάρχει πλούσιο φωτογραφικό υλικό και έγγραφα – ντοκουμέντα για τις διώξεις. Κατατοπιστικός για τον αναγνώστη ο υπομνηματισμός με την επεξήγηση όρων και την παράθεση ιστορικών πληροφοριών.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Σηκώθηκε. Η «συνάντηση» με τους γονείς του τελείωσε. Η ώρα είχε περάσει. Το πρωί της επόμενης μέρας έπρεπε να βρίσκεται στο σπίτι του. Τον περίμενε ο μακρύς δρόμος της «επιστροφής» στην ιστορική πατρίδα του, την Ελλάδα, για να κλείσει τον από πολλών αιώνων κύκλο των προγόνων του. Θα πάρει μαζί του κάποιο κομμάτι από την ψυχή του, κάποιο κομμάτι από τη ζωή τους, αφήνοντας εδώ, για πάντα, τα λείψανά τους και τις καφετιές πλάκες από γρανίτη. Λες και η μοίρα τους διάλεξε για να τους χωρίσει.
Ίσως αργότερα, όπως στα παλιά χρόνια, κάποιος διαβάτης του Δρόμου του Μεταξιού περάσει από το νεκροταφείο του χωριού τους, εκεί στο μακρινό Καζαχστάν, ογδόντα χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Κίνα. Τότε, στον τάφο της μητέρας του, πάνω στις γρανιτένιες πλάκες, θα διαβάσει την επιγραφή, την γραμμένη σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του:
«Διαβάτη, ανακοίνωσε στους Έλληνες και στους άλλους λαούς ότι εδώ αναπαύομαι, δίπλα στον εγγονό μου, αγκαλιάζοντας το χώμα μιας ξένης γης».
Διαβάστε το βιβλίο και στοχαστείτε κι εσείς τι πρέπει να πούμε στον «σύντροφο» Στάλιν.