Του Μιχάλη Πιτένη
Είθισται τα καλοκαίρια να αναζητούμε οάσεις δροσιάς. Ειδικά τα βράδια των πυρακτωμένων Ιουλίων, όταν πασχίζουμε να απομακρυνθούμε όσο γίνεται περισσότερο απ΄ τις σκονισμένες και θορυβώδεις ώρες της μέρας στην πόλη και να γλυκάνουμε τη ζήλια που νιώθουμε για όσους ξεκαλοκαιριάζουν κάπου αλλού, ακόμα και σε μέρη που η θάλασσα αχνοφαίνεται.
Το φετινό καλοκαίρι, όμως, ο Ιούλιος μόνο πυρακτωμένος δεν είναι και η σκόνη στους δρόμους δείχνει να ΄χει κατακαθίσει καθώς όλα κινούνται πια με αργούς ρυθμούς, επηρεασμένα από τη βουβαμάρα που έχει απλωθεί παντού.
Σκηνικό θλίψης απ΄ όπου λείπουν τα χαμόγελα, λες και τα πήραν μαζί τους οι βεβαιότητες που μας συνόδεψαν χρόνια και μας νανούρισαν οδηγώντας μας σ΄ έναν βαθύ και ανέμελο ύπνο, παρότι γύρω μας γινόταν χαλασμός απ΄ τα μεγάλα και θορυβώδη, όσα παρασκεύαζε και σέρβιρε η πρόσκαιρη ευμάρεια μας.
Σκηνικό εγκατάλειψης που δεν συνθέτουν μόνο οι κουρελιασμένες αφίσες, περυσινών και προπέρσινων φανταχτερών εκδηλώσεων, κολλημένες στις βιτρίνες ανοίκιαστων καταστημάτων, αλλά και η διάθεση μας που δεν κινεί αλλά απλώς σέρνει τα βήματα μας.
Και εκεί που λες «καλύτερα μέσα», φτάνει στ΄ αυτιά σου ο πρώτος βαθύς αναστεναγμός των χορδών του βιολιού και πριν καλά, καλά προλάβεις να συνειδητοποιήσεις τι σε βρήκε, είναι πια η γλυκιά μουσική που σ΄ έχει αγκαλιάσει και σε παρασύρει για να χωθείς σ΄ έναν απ΄ τους πεζόδρομους στο κέντρο της Κοζάνης. Δίπλα, αλλά και τόσο μακριά απ΄ τη βουή των κεντρικών δρόμων, η μελωδία απλώνει την πραμάτεια της. Πλούσια μα όχι φανταχτερή, πληθωρική αλλά χωρίς να ξεχειλίζει. Απαλή σαν ένα ανοιξιάτικο αεράκι, παράταιρο μες το κατακαλόκαιρο, μα δροσερό. Και το αισθάνονται όλοι. Κι αυτοί που βρήκαν καρέκλα δίπλα στα λιγοστά τραπέζια που άπλωσε στον πεζόδρομο το καφέ Κουκουνάρι, κι όσοι βολεύτηκαν μ΄ ένα ποτό στο χέρι όπου βρήκαν φυσικό ή τεχνητό στασίδι κι εκείνοι που απλώς στάθηκαν για λίγο, παραξενεμένοι απ΄ το θέαμα και τον ήχο. Οι τελευταίοι να ΄φυγαν και μαγεμένοι; Μπορεί…
Πάντως όσοι έμειναν εκεί, απτόητοι και ακλόνητοι ακόμα και κάτω απ΄ την καλοκαιρινή βροχή, σιγοψιθύρισαν σίγουρα ένα ευχαριστώ στη Λουντμίλα και τα παιδιά της που δεν δίστασαν να βγάλουν έξω απ΄ τις αίθουσες διδασκαλίας όσα με κόπο και επί χρόνια μαθαίνουν, για να μας ταξιδέψουν, περνώντας μας πότε απ΄ τα μουσικά κύματα του παγκόσμιου κλασικού ρεπερτορίου και πότε απ΄ αυτά των σύγχρονων δημιουργιών, για να μουσκέψουμε μέχρι το μεδούλι με τις νότες που μπορούν ακόμα και να σε δροσίζουν.
Τελικά τι μας χάρισαν; Μια βραδιά γεμάτη οργανωτικές ατέλειες, τόσες που να μας μείνει αξέχαστη και να ΄ναι ξεχωριστή. Μια βραδιά που θα λαχταράμε να ξαναζήσουμε…
Μια βραδιά υγρή και καθαρή, απαλλαγμένη απ΄ τον αποπνικτικό αέρα των ημερών και το ανυπόφορο βάρος των καιρών. Μια βραδιά που μόνο η πραγματικά τέχνη μπορεί να χαρίσει, αρκεί να βρεθεί κάποιος Τόλης να σπέρνει κουκουνάρια ανάμεσα στα τσιμέντα και μια Λουντμίλα για να εμπνέει και να καθοδηγεί μια χούφτα ταλαντούχα παιδιά που με τα δοξάρια τους δίνουν και σε μας τους κουρασμένους των καιρών το μήνυμα πως μπορεί να τους ετοιμάσαμε έναν κόσμο γκρίζο και καταθλιπτικό, αλλά αυτά μπορούν και μάλλον θα καταφέρουν να τον ομορφύνουν…