Του Μιχάλη Πιτένη
Μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 ήταν προφανές και αδιαμφισβήτητο πως Κυβέρνηση η χώρα θα αποκτούσε μόνο με τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων που είχαν ανοικτά και ξεκάθαρα τοποθετηθεί υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της. Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜ.ΑΡ. λοιπόν δεν είχαν άλλο δρόμο απ΄ το να αφήσουν στην άκρη τις όποιες διαφορές τους και να συνεργαστούν, ασπαζόμενοι τη λογική απαίτηση των καιρών, «πάνω απ΄ όλους και απ΄ όλα η χώρα». Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί να είναι όμορφο και ιδανικό, αλλά είναι και ανεφάρμοστο. Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν παρελθόν, το οποίο εν πολλοίς εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο πορεύονται στο παρόν και προδιαθέτει για το δρόμο που θα ακολουθήσουν στο μέλλον. Αυτό δεν είναι κακό, αρκεί να συνειδητοποιήσουν και να αποδεχθούν όλες πως όταν υπάρχει κοινός στόχος, ο οποίος μάλιστα έχει ονοματιστεί και ως εθνικός, οι επιδιώξεις και οι στοχεύσεις της κάθε μιας θα πρέπει να περάσουν σε δεύτερη μοίρα.
Ενάμιση περίπου χρόνο μετά την έναρξη της κυβερνητικής συνεργασίας Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ και με τη ΔΗΜ.ΑΡ. εκτός αυτού του παιχνιδιού απ΄ τον περασμένο Ιούνιο, είναι πλέον ξεκάθαρο πως μεταξύ των δύο σημερινών κυβερνητικών εταίρων ένα από τα σοβαρότερα σημεία τριβής είναι ακριβώς οι θεμελιώδεις διαφορές που, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο, έχουν ως κόμματα. Η Ν.Δ. υπό τον κ. Σαμαρά κλίνει σαφέστατα περισσότερο προς τα δεξιά, αν όχι αποκλειστικά εκεί, και το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου πασχίζει να διατηρηθεί στο χώρο της κεντροαριστεράς στον οποίο παραδοσιακά ανήκει. Εάν κρίναμε με βάση τους νόμους της φυσικής τις κινήσεις των δύο αυτών πολιτικών δυνάμεων, θα λέγαμε πως ίσως και να συμβάλουν στη διαμόρφωση ισορροπίας. Μόνο που οι νόμοι της φυσικής δεν ισχύουν στην πολιτική και ο τρόπος με τον οποίο κινούνται τα δυο κόμματα προϊδεάζει για μια πολύ εύθραυστη ισορροπία.
Το ξεκάθαρο φλερτ της Ν.Δ. με την ακροδεξιά, τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε επίπεδο ενεργειών και επιλογών, φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση το ΠΑΣΟΚ για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι, ας τον ονομάσουμε έτσι, συναισθηματικός καθώς όσο και αν μεταλλάχθηκε δεν αποκήρυξε σε καμιά περίπτωση τις όποιες αριστερές καταβολές διαθέτει. Ο δεύτερος είναι και ο ουσιαστικός αφού θέλοντας να παίξει και μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασύσταση της κεντροαριστεράς, δεν θα μπορέσει να το κάνει έχοντας ως μουντζούρα στο βιογραφικό του τη συνεργασία όχι με μια Ν.Δ. που γέρνει προς το
κέντρο, αλλά αυτή που κάνει διαρκώς ανοίγματα προς την άκρα δεξιά.
Φυσικά η επίκληση του εθνικού στόχου, η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί και να μη σέρνεται σε εκλογές, αποτελεί μια σοβαρή, αλλά όχι επαρκή δικαιολογία για το ΠΑΣΟΚ. Και δεν είναι επαρκής διότι υπήρχε η δυνατότητα απ΄ την αρχή της συνύπαρξης αυτής να ξεκαθαριστούν ορισμένα πράγματα και να συμφωνηθούν με βούλα και υπογραφές.
Μια λαϊκή ρήση λέει πως «η γάτα και κουτάβια να γεννήσει πάλι ποντίκια θα κυνηγάνε», οπότε το ΠΑΣΟΚ δεν θα έπρεπε να περιμένει περιστατικά τύπου Τζιτζικώστα για να συνειδητοποιήσει πως ισχύει και στην περίπτωση του κυβερνητικού του εταίρου. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε ως Κυβέρνηση η Ν.Δ. την αλλαγή του προοδευτικού μεταναστευτικού Νόμου που πριν λίγο καιρό είχε ψηφίσει η τότε κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, καθώς και άλλα ανάλογα παραδείγματα, αρκούσαν για να αντιληφθεί και ο κάθε καλόπιστος πως η δεξιά παράταξη θα διεκδικούσε όσα περισσότερα μπορούσε και απ΄ το δεξιό της άκρο.
Δυστυχώς όμως δεν έκανε τίποτα και περίμενε 16 μήνες για να καταλήξει σε μια προγραμματική συμφωνία, που δεν κατοχυρώνει σε καμιά περίπτωση αυτό που πρέπει να είναι πλέον όρος απαράβατος για όλους όσοι συναποτελούν το δημοκρατικό πολιτικό τόξο. Με τη δημοκρατία δεν θα πρέπει να παίζει κανείς, πολλώ δε μάλλον όταν το κάνει για να εισπράξει εκλογικά οφέλη.
Αυτό το ΠΑΣΟΚ όφειλε να το ξεκαθαρίσει με εμφαντικό τρόπο εδώ και καιρό και όχι να βγαίνει σήμερα και να κατηγορεί τον κυβερνητικό του εταίρο για τη «φιλική» ή «ανεκτική» του συμπεριφορά απέναντι στην ακροδεξιά. Έτσι δεν πρόκειται να του δοθεί κανένα άλλοθι, ούτε βέβαια συγχωροχάρτι, εάν και εφόσον πληγωθεί και άλλο η δημοκρατία μας.
Χάσαμε ήδη πολλά λόγω της κρίσης, δεν μπορούμε να χάσουμε και τη δημοκρατία, επειδή απλά κάποιοι αρέσκονται να κάνουν παιχνίδια με σκοπό το προσωπικό τους όφελος και κάποιοι άλλοι δεν ανταποκρίνονται στον ιστορικό τους ρόλο.