Έρευνα των:
ΒΑΚΟΥΦΑΡΗ ΠΕΡΙΚΛΗ (ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ) και ΣΠΑΘΑΡΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ)
Η Βλάστη της Μακεδονίας είναι γνωστή για τις προσφορές της στον εθνικό κορμό, στην οικονομία, στα γράμματα και τις τέχνες. Σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά αρχεία είναι γεμάτα από ιστορικό υλικό που την αφορούν και δείχνουν το μεγαλείο.
Στην παρούσα μας μελέτη θα προσπαθήσουμε να επιβεβαιώσουμε αυτήν την άποψη δημοσιεύοντας και σχολιάζοντας ένα συμβόλαιο, το υπ’ αριθμ. 866 πωλητήριο του συμβολαιογράφου Λαρίσης Παναγιώτη Σκαμβοογέρου, που συντάχθηκε την Παρασκευή, 19 Μαρτίου 1882.
Πωλητές είναι δύο, οι «Δερβίς Αγάς, Σκεντίρ και ο υιός αυτού Σκεντέρ Αγάς Δερβίς Αγά, γεωργοκτηματίαι κάτοικοι χωρίου Καζακλάρ, μη εννοούντες καλώς την ελληνικήν και μετ’ αυτών ο Χρηστάκης Μπλάτσης του Αθ., έμπορος, κάτοικος Λαρίσης ως διερμηνεύς της οθωμανικής εις την ελληνική».
Αγοραστής είναι ο Κουτούλας Αστερίου Ράπτης εκ Μπλάτσης της Μακεδονίας, κάτοικος Λάρισας.
Μάρτυρες υπογράφουν οι Λυμπέριος Δερ(ε)λιώτης καφεπώλης και Ευστάθιος Κουτονικόλαος δικαστικός κλητήρας, κάτοικοι Λάρισας.
Οι πωλητές έχουν στην κατοχή τους τα πωλούμενα «εκ πατρικής κληρονομιάς της μητρός του δευτέρου και συζύγου του πρώτου, Μεχιμπές θυγατρός Ισμαήλ».
Πρόκειται για 111 ακίνητα (82 αγροί, 4 αγροί με δένδρα, 1 αγρός με καλάμια, 1 αλωνότοπος, 1 λιβάδι, 6 αυλαγάδες, 15 αμπέλια (αρχίζουν από 400 κλήματα και φθάνουν ως τα 5.100), 1 οικία).
Συνολική έκταση 739 στρέμματα, καλέμια 2 και ζάρφια 7.
Τα κλήματα των αμπελιών είναι 26.948. Ακόμη, μεταβιβάζονται και τα εξής: 1 γεωργικό αμάξι, όλα τα κιούπια, στάμνες και λοιπά δισμετακομιστά υλικής κινητής φύσης, κείμενα εντός της οικίας. Επίσης, πωλούνται 15 βοοειδή και 1 ζευγάρι γαϊδουριών.
Η αξία των πωλούμενων αγαθών συμφωνήθηκε σε 1.034 και ½ λίρες οθωμανικές που υπολογίστηκαν για την επιβολή του χαρτοσήμου σε δραχμές ταμιακές 26.069,40 και καταβάλλονται σε δύο δόσεις, 100 λίρες προκαταβολή και 9341/2 κατά, την υπογραφή των συμβολαίων. Οι πωλητές παρέδωσαν στον αγοραστή 60 οθωμανικούς τίτλους (ταπιά).
Το συμβόλαιο αυτό φανερώνει την ύπαρξη πλούσιου Βλατσιώτη στη Λάρισα, που έχει τη δυνατότητα καταβολής άνω των 1.000 λιρών για αγορά μάζας ακινήτων, πράγμα που επαληθεύει, την προκοπή και πρόοδο των Βλατσιωτών σε όλες τις περιοχές όπου και αν αποδημούν. Φανερώνει, επίσης, την εσπευσμένη απόφαση των Οθωμανών να πωλήσουν «άρον άρον» τα κτήματα, αφού ήδη είχε συντελεστεί η προσάρτηση της Θεσσαλίας στον κορμό του ελληνικού κράτους, το 1881, τα πωλούν για να αναχωρήσουν προς περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν παρακολουθήσει κανείς την πλειάδα των συμβολαίων θα παρατηρήσει ότι οι αγοραστές είναι Έλληνες έμποροι, οι οποίοι προέρχονται από άλλες περιοχές, μάλιστα από τις παροικίες ή και πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας.
Ας έλθουμε όμως, στο ίδιο το συμβόλαιο, το οποίο βρίσκεται στα αρχεία του υποθηκοφυλακείου Τυρνάβου, Τόμος Β. α΄. α. 141, αρ.866 πωλητήριον.
Είναι ένα πολυσέλιδο και πολυπλούσιο συμβόλαιο που έχει σχέση με το Βλατσιώτη Κουτούλα Αστερίου (Ράπτη).
Γεννιούνται εύλογα τα εξής ερωτήματα:
α)Ποιος είναι αυτός ο πλούσιος Βλατσιώτης;
Έπειτα από σχετική έρευνα που πραγματοποιήσαμε στα Μητρώα Αρρένων και τα Δημοτολόγια της Βλάστης, εντοπίστηκε μόνο το επώνυμο Κουτούρας Στέργιος του Δημητρίου, με έτος γέννησης το 1888. Φαίνεται, μάλλον, πως πρόκειται για εγγονό του Κουτούλα Αστερίου, του πλούσιου αγοραστή. Όσο για το Κουτούλας αντί Κουτούρας, είναι γνωστή η εναλλαγή χρήσης στα βορεινά ιδιώματα των υγρών συμφώνων αντί των ένρινων, λόγου χάρη, πελιστέρι αντί περιστέρι, Γληγόρης αντί Γρηγόρης κ.λπ. Θα πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη πως και οι γραμματείς των Κοινοτήτων, με λίγες γνώσεις πραγματοποιούσαν τέτοια αθέλητα σφάλματα. Για το ότι δε βρέθηκε ο ίδιος εγγεγραμμένος στα Δημοτολόγια της Βλάστης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα μητρώα που σώζονται αρχίζουν από το 1860 κ.ε., οπότε ήταν αδύνατο να ήταν μόνο 22 ετών ο Κουτούλας Αστέριος, κι αν ακόμη είχε γεννηθεί τη χρονιά έναρξης των μητρώων, τα είχε μετοικήσει στη Λάρισα και να ήταν κάτοχος τόσων χρημάτων.
β)Εύλογο τίθεται, επίσης, το ερώτημα:
Τι απέγινε αυτή η περιουσία; Υπήρξαν κληρονόμοι του Κουτούλα ή Κουτούρα;
Εμείς εντοπίσαμε το συμβόλαιο και θέτουμε αυτό το πρόβλημα στους ερευνητές για παραπέρα έρευνα και εξέταση, ώστε να αποσαφηνιστεί με πληρότητα το φαινόμενο της πολύπλευρης δημιουργίας των απόδημων Βλατσιωτών.
Επιμένουμε, όμως, στην άποψη μας πως το Μπλάτσι υπήρξε προπύργιο πνευματικών και οικονομικών παραγόντων και ένα πολυφρέαρ οικονομικοπνευματικών κατακτήσεων από τα τέκνα της, όπου και αν αυτά βρέθηκαν.
Ομολογούμε ότι θα ήμασταν πολύ ευτυχείς εάν εξιχνιασθούν όλες οι παράμετροι αυτού του συμβολαίου, δηλαδή αν και για πόσο ίσχυσε, αν ισχύει σήμερα και τι απόγινε αυτή η κτηματική περιουσία με αγροκτήματα 1.000 περίπου στρεμμάτων καταμεσίς του Θεσσαλικού Κάμπου. Μας βασανίζει, επίσης, η ιδέα και μάλιστα πολλαπλά. Μήπως πρέπει να ενδιαφερθεί η ίδια η κοινότητα της Βλάστης και να ανιχνεύσει μήπως έχει και η ίδια κληρονομικά δικαιώματα σήμερα; Μήπως, ακόμη, πρέπει να ερευνηθεί η εγγραφή του Κουτούρα Αστερίου και στα Μητρώα της Λάρισας και να ερευνηθεί μια παράλληλη πορεία του και στη Θεσσαλική μεγαλούπολη; Αυτά είναι μερικές μας σκέψεις. Ας ελπίσουμε ότι η έρευνα θα βρει το μίτο της Αριάδνης και το μυστήριο Κουτούλα ή Κουτούρα Ράπτη θα επιλυθεί.
Όμως, το συμβόλαιο αυτό μας δίνει την ευκαιρία να δούμε την ιστορική πτυχή και τον ιστορικό μανδύα κάτω και μέσα απ’ τον οποίο δημιουργήθηκαν τέτοιες αγοραπωλησίες μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων. Γνωρίζουμε πως η πορεία της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια του 19ου αι. δεν οδήγησε τη χώρα σε στάδιο ανάπτυξης όπως των εκβιομηχανισμένων χωρών της Δ. Ευρώπης, η χώρα παρέμεινε αγροτική με διογκωμένο τον τριτογενή τομέα της οικονομίας και με τεράστιο κρατικό μηχανισμό. Δεν έγιναν βήματα ανάπτυξης του δευτερογενούς τομέα (βιομηχανία) ως το 1880. Κι αυτό, γιατί και οι αστοί Έλληνες των παροικιών, αλλά και οι εγχώριοι αστοί δεν έκαναν επενδύσεις στον παραγωγικό τομέα της βιομηχανίας, αλλά φρόντισαν μόνο τη χρηματοδότηση του εμπορίου – εισαγωγικού και εξαγωγικού- και άλλες δράσεις που απέδιδαν κέρδη άμεσα και εύκολα. Διέθεταν τα χρήματα τους για αγορά αστικών ακινήτων ή τα αποθησαύριζαν σε λιροποίηση.
Στην αγροτική οικονομία κυριάρχησε η μικρομεσαία οικογενειακή αγροτική ιδιοκτησία. Εξαίρεση αποτέλεσε η Αττική και η Θεσσαλία, μια και συνέβαλε η μερική διανομή των εθνικών γαιών το 1871. Επίσης, ¾ των τσιφλικιών της Θεσσαλίας, αγοράστηκαν από τους Έλληνες αστούς των παροικιών. Έτσι, η αγροτική παραγωγή αποτελούσε δευτερεύον στοιχείο στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων των γαιοκτημόνων. Σπάνια επένδυαν στη γεωργία. Το ίδιο συνέβαινε και με τους Έλληνες αστούς της διασποράς που είχαν γίνει οι ιδιοκτήτες των τσιφλικιών, της Θεσσαλίας, μια και αφού δεν είχαν οι ίδιοι την επίβλεψη των γαιοκτησιών τους, το μεγαλύτερο μέρος των κερδών το κατανάλωναν έξω από τη Θεσσαλία, ενώ πολλά τσιφλίκια έμεναν ακαλλιέργητα.
Είναι γνωστοί, οι αγώνες στη Θεσσαλία των Ελλήνων για την απελευθέρωσή της μια και η Θεσσαλία, και κυρίως η Λάρισα, απόβηκε ο σιτοβολώνας και το κέντρο και ο τροφοδότης των κατά της Ελλάδας αγωνιζόμενων Τούρκων. Τέλος με το Βερολίνιο συνέδριο του 1878, ενώθηκε ειρηνικά η Θεσσαλία (εκτός της Ελασσόνας) με τη μητέρα Ελλάδα, από την οποία και καταλήφθηκε το 1881. Με τη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης (Μάρτης 1881) που επικυρώθηκε με τη σύμβαση της 2ης Ιουλίου 1881, ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα, έδινε στην τελευταία τη Θεσσαλία και το νομό της Άρτας έναντι ορισμένων οικονομικών υποχρεώσεων προς τη Τουρκία και αποζημίωσης των Τουρκικών περιουσιών που βρίσκονταν στις ανακτημένες περιοχές.
Θεωρούμε την προσάρτηση της Θεσσαλίας στον Ελληνικό κορμό (1881) απαρχή πώλησης γαιοκτημάτων από τους Οθωμανούς που εγκλωβίστηκαν στα Θεσσαλικά όρια, με τιμές χαμηλότερες της πραγματικής τους αξίας και έτσι θεωρούμε, ανάμεσα σ’ αυτές τις αγοραπωλησίες, και τη σύνταξη του συμβολαίου που περιγράψαμε ως αποτέλεσμα της γρήγορης αντίδρασης των Οθωμανών της προσαρτημένης Θεσσαλίας, αφού προσαρτήθηκε ειρηνικά χωρίς πόλεμο και χωρίς ανταλλαγή ένα βασικό στοιχείο: έβαλε τις υποδομές του οδικού συστήματος και του σιδηροδρομικού δικτύου. Επίσης, η Ελλάδα άρχισε να αναπτύσσει την βιομηχανία, τη ναυτιλία και τη γεωργία της, στοιχείο που φάνηκε στη μεγάλη άνοδο, των δημόσιων εσόδων από το 1873. Όμως, το φαινόμενο αυτό ήταν στην ουσία συνέπεια της επίδρασης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, που έγινε αισθητή γενικά στα βαλκάνια και στο ασιατικό τμήμα της Τουρκίας.
Στη μικρή αυτή ιστορική αναδρομή θα πρέπει να καταλήξουμε πως η Βλάστη με τις μεγάλες προσωπικότητες που γέννησε, κάπου 200 τις απαριθμούν, και κύρια στον πολιτικό, τον εθνικό και τον τομέα των γραμμάτων και της επιστήμης, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στα Βαλκάνια και τη μεσευρώπη, υπήρξε πατρίδα μεγαλοτραπεζιτών, εθνικών ευεργετών (Βέλλιος, Δούμπας, Δόσιος, Θωμαίδης, Μουσίκος, Γερμάνης, Βρανάκης, Γαλανός κ.α) αλλά και επαναστάτης εθνεγερτικού αγώνα (Κασομούλης, Φαρμάκης και πολλοί άλλοι). Με τον εντοπισμό αυτού του συμβολαίου, αποκαλύπτουμε στην ιστορική πορεία της Βλάστης και έναν από τους νεότερους ιστορικούς παράγοντες, στον οικονομικογεωργικό τομέα, που συνέβαλε στην ανάπτυξη της πανέμορφης πατρίδας του.