Του Μιχάλη Πιτένη
Όταν οι δύο αλλεπάλληλες εκλογές του 2012 μας έφεραν μπροστά στην ανάγκη δημιουργίας Κυβέρνησης συνεργασίας, πολλοί αναρωτήθηκαν, και δικαίως, πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό σε ένα πολιτικό σύστημα που δεν είχε γαλουχηθεί αναλόγως. Η ανάγκη έγινε φιλοτιμία, αλλά όταν λείπουν οι βασικές αρχές που εμφυτεύονται στο χαρακτήρα σε παιδική ηλικία για να διαμορφώσουν και να προσδιορίζουν έκτοτε όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα σύνολα που αυτοί συγκροτούν, είναι λογικό και αναπόφευκτο η κυβερνητική σχέση να κλυδωνίζεται όχι μόνο επειδή είναι ήδη βαρύ και ασήκωτο το βασικό έργο που ανέλαβαν, μα περισσότερο επειδή δυσκολεύονται να αποδεχτούν, πραγματικά, ο ένας τον άλλο.
Ο σημαντικός ισραηλινός συγγραφέας Άμος Όζ σε μια ομιλία του είχε κάνει λόγο για τον «έντιμο συμβιβασμό», εκτιμώντας πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να υπερβούν ακόμα και αντιθέσεις που ζυμώθηκαν με αίμα και δάκρυα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν κινδύνους που τους απειλούν σοβαρά όλους.
Η άποψη αυτή του Όζ δεν είναι καινοφανής αλλά βρήκε την πρακτική της εφαρμογή σε πάρα πολλές περιπτώσεις, δικαιώνοντας, αν όχι σε όλες, στις περισσότερες, εκείνους που την εμπνεύστηκαν, την πίστεψαν και την εφάρμοσαν.
Όλες οι περιπτώσεις όμως στις οποίες εφαρμόστηκε είχαν ένα, τουλάχιστον, κοινό χαρακτηριστικό. Ήταν εξαιρετικά δύσκολες και κρίσιμες, οπότε η επιλογή του έντιμου συμβιβασμού δεν ήταν απλώς κίνηση τακτικής αλλά και ουσίας καθώς οδηγούσε και σε συνένωση των δυνάμεων.
Η χώρα μας εδώ και έξη χρόνια βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη και κρίσιμη κατάσταση, αλλά παρ΄ όλα αυτά είναι ζήτημα αν υπήρξαν ελάχιστες περιπτώσεις που υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε ένας, στοιχειώδης έστω, έντιμος συμβιβασμός. Παρ΄ όλο που συμπληρώνουμε ήδη δύο, περίπου, χρόνια κυβερνήσεων συνεργασίας (σ. σ. ξεκινώντας απ΄ αυτή του κ. Παπαδήμου) τα κόμματα που συμμετείχαν σ΄ αυτές ακόμα και αν συναίνεσαν στη λήψη δύσκολων αλλά απαραίτητων αποφάσεων για τη χώρα (σ. σ. όπως τουλάχιστον τις εμφάνισαν), δεν έπεισαν ποτέ πως ήλπιζαν μέχρι και την τελευταία στιγμή ότι κάτι θα γινόταν και δεν θα το έκαναν τελικά. Γιατί; Όχι επειδή κόπτονταν για τους πολίτες, όσο διότι φοβούνταν και μετρούσαν πάντα το πολιτικό κόστος και ενδιαφέρονταν για τη δική τους επιβίωση.
Στο σύνολο δε του πολιτικού μας συστήματος, η εικόνα που επικρατούσε και παραμένει ακόμα, είναι η ίδια εικόνα που βλέπαμε πριν έξη, επτά, ή δέκα χρόνια, όταν είχαμε ακόμα την πολυτέλεια να διαφωνούν για το τίποτα και να καταψηφίζουν τα πάντα, ακόμα και αυτά που συμφωνούσαν πως θα έπρεπε κάποτε να αλλάξουν. Η λογική του παραλόγου, διαρκώς επαναλαμβανόμενη. Πώς είναι δυνατόν στην Ελλάδα η αντιπολίτευση, μείζονα ή ελάσσονα να στηρίζει την κυβέρνηση ψηφίζοντας ακόμα και αυτό που θα είναι καλό για όλους; Αν ήταν έτσι πώς θα ερχόταν η δική της σειρά για να κυβερνήσει;
Τα πράγματα αλλάζουν βέβαια όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν απ΄ τα λάθη τους. Αυτό, δυστυχώς, δεν αφορά το πολιτικό μας σύστημα. Το πρόβλημα της χώρας απεδείχθη πως υπερβαίνει κομματικά συμφέροντα και δυνατότητες ορισμένων ανθρώπων. Δεν είναι όμως το πρόβλημα της χώρας το βουνό που έχουμε μπροστά μας. Το πραγματικό βουνό είναι η αδυναμία μας να συνεργαστούμε. Να προχωρήσουμε σ΄ έναν έντιμο συμβιβασμό, ή να κάνουμε ένα βήμα πίσω απ΄ την ενόχληση μας γιατί καλώς ή κακώς μοιραζόμαστε την ίδια χώρα και μπορούμε επιτέλους να πάψουμε να είμαστε μέρος του προβλήματος της και να γίνουμε μέρος της λύσης του.
Αν συμβεί αυτό δεν είναι ότι θα ανέβουμε, επιτέλους, το βουνό αλλά πως έτσι θα κατέβουμε ένα λόφο.