Στην ελεύθερη οικονομία, οι αγοραπωλησίες μετοχών, ομολόγων, τίτλων ακινήτων κ.ά. χρηματοπιστωτικών προϊόντων κατατάσσονται σε φαινόμενα κερδοσκοπίας, που κατά βάση χαρακτηρίζονται από μία άνοδο των τιμών που καταλήγει, απότομα συνήθως, σε ολέθρια αποτελέσματα.
Η διαδικασία είναι κλασική και είναι αρκετή μια φήμη στην αγορά, ότι επίκειται αύξηση των τιμών για να δημιουργήσει την προσδοκία ότι η αξία αυτών των «προϊόντων» αύριο θα είναι μεγαλύτερη και συνέπεια αυτού είναι η προσέλκυση όλο και περισσότερων αγοραστών που καλύπτουν τη συνεχώς αυξανόμενη τιμή τους.
Από αυτό το φαινόμενο δεν γλιτώνουν ούτε ιδιώτες ούτε επιχειρήσεις, αλλά ούτε και τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ταμεία (FUNDS) καθόσον η ταχύτατη άνοδο των τιμών δημιουργεί τάσεις απόσπασης μεγαλύτερου μεριδίου από τον παραγόμενο πλούτο που όμως ουδεμία σχέση έχει με οποιαδήποτε παραγωγική διαδικασία.
Όπως ακριβώς ξεκίνησε η άνοδος των τιμών, έτσι ακριβώς ακολουθεί και η αναπόφευκτη πτώση όταν κάποιοι που έκριναν ότι κέρδισαν αρκετά αρχίσουν να αποχωρούν μαζικά συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους που επιθυμούν και αυτοί το κέρδος. Δεν απαιτείται και πολύ σκέψη για να γίνει αντιληπτό ότι η υπερβολική προσφορά θα επιφέρει την απότομη πτώση των τιμών με επακόλουθο την οικονομική καταστροφή των πολλών.
Οι επιπτώσεις έπειτα από μια τέτοια εξέλιξη δημιουργούν αναμφίβολα οικονομική αλλά και αρκετές φορές κοινωνική κρίση που στο παρελθόν έχουν αντιμετωπισθεί με ποικίλους τρόπους. Ωστόσο σήμερα είναι ακόμα σε εξέλιξη, η κρίση που άρχισε στις ΗΠΑ το 2008 έχοντας ως αφετηρία την κατάρρευση των τιμών των ακινήτων πάνω στις οποίες βασίζονταν ένα σύστημα χρεογράφων που είχε διαμορφωθεί με την προοπτική ότι οι αξίες των ακινήτων πάντα θα αυξάνονταν και ότι στη χειρότερη περίπτωση η αξία τους θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί.
Τελικά κανένας από τους σχεδιασμούς δεν μπήκε σε λειτουργία. Οι τιμές των ακινήτων ακολουθούσαν συνεχή πτώση και δεν ήταν σε θέση να ελεγχθούν, η αξία των χρεογράφων έγινε ακαθόριστη, οι αγορές σταμάτησαν να στηρίζουν το σύστημα και όταν η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ σταμάτησε τη χρηματοδότηση αυτό κατέρρευσε ρίχνοντας σε πτώχευση πολλές επενδυτικές τράπεζες, ακόμα και την κορυφαία Lehman Bros, επιφέροντας βαθύ ρήγμα στην οικονομία της χώρας.
Ωστόσο το ρήγμα στην οικονομία μεταφέρθηκε αστραπιαία και στην Ευρωζώνη καθόσον αρκετές (ιδίως Γερμανο-Γαλλικές) τράπεζες είχαν εκτεθεί στην αγορά τίτλων ύψους 1 τρις. Ευρώ περίπου εκδόσεως τραπεζών που πτώχευσαν.
Η απώλεια κεφαλαίων σε αυτό το μέγεθος, καθώς και η έκθεσή τους στη χρηματοδότηση εταιρειών που δεν ήταν σε θέση να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους, εξαιτίας της υφέρπουσας ευρωπαϊκής ύφεσης (σύμφωνα με τη σουηδική εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων Intrum Justicia το 2010 οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις διέγραψαν απαιτήσεις ανεπίδεκτες είσπραξης 312 δις. Ευρώ) δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα από έλλειψη ρευστότητας και αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους και ήταν αρκετή μια δευτερεύουσα αιτία να ευθύνεται για την πτώχευση τους με απρόβλεπτες συνέπειες για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Κατά συνέπεια η σωτηρία τους ήταν προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις Γερμανίας και Γαλλίας.
Ενώ όμως στις ΗΠΑ το οικονομικό ρήγμα εκτονώθηκε με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης που διέθεσε τεράστια χρηματικά ποσά για τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού και επιχειρηματικού συστήματος της χώρας, στην Ευρώπη η έλλειψη μεταξύ άλλων κοινής οικονομικής πολιτικής και ευρωπαϊκής συνείδησης βοήθησαν την Commission και τις κυβερνήσεις Γερμανίας και Γαλλίας να επιβάλλουν ως μέθοδο εξόδου από την κρίση την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας (3% ΑΕΠ), όπως καθορίζεται από τη συνθήκη του Maastricht. Αυτομάτως οδηγηθήκαμε σε μια κρίση χρέους σε όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και στην Ιρλανδία, όμως για άλλους λόγους. Ωστόσο ιδιαίτερα για τη χώρα μας και ανεξαρτήτως από τη διαχρονική ανευθυνότητα και ανεπάρκεια όλων των κυβερνήσεων από τη μεταπολίτευση και μετά, ήταν γνωστό σε όλους ότι είχαμε αυξημένο δημόσιο χρέος, δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ η επί μονίμου βάσεως χρήση της δημιουργικής λογιστικής που σκέπαζε κάτω από το χαλί τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη γινόταν κατά τεκμήριο δεκτή από τα διάφορα ευρωπαϊκά όργανα.
Παρ’ όλ’ αυτά η μη βιωσιμότητα του χρέους της (έλλειμμα 115%), αντίληψη που εκμαιεύθηκε κατόπιν μεθοδεύσεων με την ευλογία και της ελληνικής κυβέρνησης, είχε σαν συνέπεια τη δημιουργία μηχανισμού στήριξης (ΤΡΟΙΚΑ-ΔΝΤ, Ε.Ε, Ε.Κ.Τ)που προχώρησε στη χρηματοδότηση (240 δις. Ευρώ)της χώρας μας, αλλάζοντας ωστόσο το προφίλ του χρέους, καθόσον τα ελληνικά ομόλογα που είχαν στη διάθεση τους ιδίως οι Γερμανογαλλικές τράπεζες αποπληρώθηκαν και τα κατέχει πλέον ο μηχανισμός στήριξης (δηλαδή η τρόικα). Όμως ο τρόπος εξόφλησης αυτών των δανείων που κάθε φορά συνδυαζόταν με τη λήψη μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης(μείωση μισθών-συντάξεων), τη συνεχή και αδιάλειπτη δημιουργία φορολογικών επιβαρύνσεων, την απουσία προοπτικών για παραγωγικές επενδύσεις και την εκτόξευση της ανεργίας στο 30% ουδόλως συνηγορούν για την επαναφορά του χρέους σε «βιώσιμα» επίπεδα, αποκλείοντας τη χώρα από τις διεθνείς χρηματαγορές με ό,τι αυτό έχει επίπτωση στο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της και την ασφάλεια της.
Συμπέρασμα
Κατά συνέπεια μπορούμε με βεβαιότητα να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η μεθόδευση και η επιβολή του συγκεκριμένου σχεδιασμού από την πλευρά της Τρόικας έδωσε άμεσα ρευστότητα στις Γερμανογαλλικές τράπεζες, ενώ η επί 3ετία φημολογία για επικείμενη χρεοκοπία της Ελλάδας έφερε στις τράπεζες του εξωτερικού περίπου 70 δις. Ευρώ, παρέχοντας ενίσχυση στην ευρωπαϊκή ρευστότητα και ξεζουμίζοντας τις τελευταίες πηγές της ελληνικής οικονομίας, υποθηκεύοντας ότι έχει και δεν έχει για ένα κομμάτι ψωμί. Το χρήμα σταύρωσε τον Χριστό και το κέρδος σταύρωσε την Ελλάδα. Μήπως δεν είναι τυχαίο;
Προτάσεις
Φυσικά και πρέπει να δοθεί λύση στα εγγενή προβλήματα της χώρας, όπως το δημοσιονομικό έλλειμμα, το μεγάλο χρέος, η φοροδιαφυγή, η γραφειοκρατία, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, ωστόσο η πολιτική που ακολουθείται εδώ και τρία χρόνια, έχει φέρει τη χώρα σε μία πρωτοφανή για τα παγκόσμια δεδομένα ύφεση (ΑΕΠ 2008 240 δις. Ευρώ-ΑΕΠ 2012 195 δις. Ευρώ) με εκτόξευση της ανεργίας σε ποσοστό άνω του 25%, ενώ οι τοποθετήσεις αξιωματούχων της Ε.Ε για περαιτέρω χρηματοδότηση και νέο «κούρεμα» του χρέους δεν αφήνουν καμία ελπίδα δημιουργίας ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος και σαφώς δεν είναι επενδύσεις οι πωλήσεις υγιών ελληνικών κρατικών επιχειρήσεων.
Η λύση του Ελληνικού Οικονομικού προβλήματος είναι καθαρά πολιτική. Η όποια ελληνική κυβέρνηση πρέπει να απαλλαγεί από δογματισμούς και η δημοσιονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί, θα πρέπει να πάρει εθνικό χαρακτήρα παίρνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της οικονομίας καιν της κοινωνίας.
Πρέπει να αποταθεί εκ νέου στους δανειστές έχοντας εκπονήσει προηγουμένως ένα δικό της σχέδιο εξόδου από την κρίση, ένα σχέδιο που θα στοχεύει σε μια αναπτυξιακή πορεία της χώρας, την εξυγίανση και αναδιάρθρωση της οικονομίας στις σημερινές κοινωνικές και τεχνολογικές απαιτήσεις. Ένα σχέδιο που θα στοχεύει στην αύξηση της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών και κατά επέκταση της απασχόλησης.
Και είναι σε όλους κατανοητό ότι μία ανεπαρκής ζήτηση μειώνει την απασχόληση και προκαλεί ανεργία, όπως και ότι η υπερβολική φορολόγηση προξενεί τάσεις φοροδιαφυγής και ενίσχυσης της παραοικονομίας.
Θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την πορεία προς μία οικονομική ανάπτυξη είναι η ισορροπία μεταξύ αποταμιεύσεων και επενδύσεων γιατί η συγκέντρωση χρήματος είναι η αιτία των οικονομικών κρίσεων.
Τέλος, για την κυβέρνηση θα ήταν δολοφονικό να εθελοτυφλεί μπροστά στο κύμα της ογκούμενης ανεργίας που μόνο ολέθριες συνέπειες θα έχει εάν συνεχισθεί.
Βέβαια τα παραπάνω προϋποθέτουν την έξοδο μας από την θηλιά του μνημονίου που μας όλο και περισσότερο στην ύφεση και στην ανέχεια, γι’ αυτό άμεσα πρέπει να προταθούν (εναλλακτικά)
α. Μείωση των τοκοχρεολυτικών δόσεων (σήμερα> 40 δις. Ευρώ) με αντίστοιχη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής σε επίπεδα που θα επιτρέψουν τη χρηματοδότηση και εφαρμογή του προγράμματος.
β. Αναστολή πληρωμής του χρέους για ορισμένα χρόνια, ανάλογα με το εκπονηθέν αναπτυξιακό πρόγραμμα(π.χ. 3 ή 5έτη) και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του, πράγμα που θα συμβάλει στη μείωση των δόσεων.
Σε κάθε περίπτωση θα καταβάλλονται οι λογισθησόμενοι τόκοι, ώστε αφενός μεν να μη ζημιώνονται οι δανειστές, αφετέρου δε να μην αυξάνεται το ποσό του δανείου.
Θεωρώ ότι είναι μια τίμια και ρεαλιστική πρόταση, σύμφωνα με την οποία οι δανειστές δεν έχουνε χάσιμο, ενώ η εφαρμογή ενός αναπτυξιακού προγράμματος με βάση την ιδιαιτερότητα της Ελλάδος θα κάνει εφικτή τη δημιουργία κατάλληλου κλίματος, ώστε να πετύχουμε παραγωγικές επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές και να βάλουμε μια τελεία σε αυτή την απίστευτη οικονομική κατρακύλα.
Με εκτίμηση
Καμπουρίδης Ιορδάνης