Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΑΤΥΧHMΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
Ένας στρατός κινδυνεύει σε μεγάλο βαθμό και από ατυχήματα. Ακόμα και μια απλή μετακίνηση μιας δύναμης 10.000 ανδρών δεν είναι εύκολη υπόθεση και η πορεία στοιχίζει αρκετά στην υγεία και την ασφάλεια του στρατιώτη. Οι αρχαίοι στρατοί συνήθιζαν να βαδίζουν σε φάλαγγες, καθώς δεν υπήρχαν δρόμοι και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί ένας στοιχειώδης έλεγχος από τη διοίκηση. Ο στρατός του Αλέξανδρου, με τους 65.000 πεζούς και τους 6.000 ιππείς του, στοιχιζόμενους σε φάλαγγα πλάτους 10 ανδρών θα εκτεινόταν σαν φίδι σε μήκος 25 χιλιομέτρων, χωρίς να συνυπολογιστούν τα μεταφορικά ζώα στις εφοδιοπομπές. Οι στρατοί όφειλαν να κινηθούν κατά το δυνατό σαν μια συμπαγής μάζα- αλλιώς δεν μπορούσαν να κινηθούν καθόλου. Ο αέρας που εισπνέει ένας στρατιώτης στο κέντρο ενός σχηματισμού είναι δύσοσμο, η σκόνη φράσσει τα ρουθούνια, τα μάτια ερεθίζονται και οι πνεύμονες καταπονούνται. Όπως έλεγε κάποτε και ο Ναπολέων, «ο κόσμος του στρατιώτη στην πορεία αποτελείται εξ ολοκλήρου από τη θέα του σάκου στην πλάτη του μπροστινού του». Σε μια μόνο ημέρα πορείας οι ρινορραγίες, οι ερεθισμοί των οφθαλμών και τα αναπνευστικά προβλήματα προκαλούσαν βλάβες τέτοιου βαθμού ώστε αρκετοί στρατιώτες άρχιζαν να πέφτουν λιπόθυμοι έξω από τις γραμμές τους και να εγκαταλείπονται πίσω. Σε ζεστά κλίματα ο αριθμός των απωλειών αυξανόταν κατά πολύ.
Η διατροφή στους αρχαίους στρατούς ήταν άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα. Οι σύγχρονοι στρατοί υπολογίζουν πως ένας στρατιώτης βάρους 73 κιλών που μεταφέρει ένα μέτριο φόρτο περπατώντας επί 8 ώρες, χρειάζεται 3.402 θερμίδες και 70 γραμμάρια πρωτεϊνών την ημέρα. Η πίεση και η υπερπροσπάθεια κατά τη μάχη αυξάνουν την ποσότητα τροφής που απαιτείται για να διατηρηθεί ο πολεμιστής υγιής και αξιόμαχος. Στις ερήμους και γενικότερα σε κλίματα με υψηλές θερμοκρασίες και χαμηλή υγρασία, ο στρατιώτης χρειάζεται τουλάχιστον 8,5 λίτρα νερό σε ημερήσια βάση.
Η δίαιτα που ακολουθείτο στους αρχαίους στρατούς ήταν τελείως ανεπαρκής για παρατεταμένες επιχειρήσεις. Περιλάμβανε κυρίως σιτάρι, κριθάρι και κεχρί, που αλέθονταν για να παρασκευαστούν ψωμί, μπισκότα και χυλός. Η τυπική μερίδα που αντιστοιχούσε σε κάθε άνδρα κυμαινόταν μεταξύ 1 και 1,4 kg δημητριακών ημερησίως, που σε μορφή άρτου παρείχαν μόνο 2.500 θερμίδες και 100 γραμμάρια πρωτεϊνών. Αυτό ο αριθμός θερμίδων ήταν σαφώς ανεπαρκής, ακόμα και για τις καλύτερες δυνατός συνθήκες εκστρατείας που θα μπορούσε να συναντήσει ένας στρατιώτης. Μια πορεία τριών ή τεσσάρων ημερών εξασθενούσε πολύ το στρατό και επιδείνωνε ακόμα περισσότερο τα μικρότερα προβλήματα υγείας. Πολλές φορές οι διοικητές βρίσκονταν, μετά από ένα επίπονο δρομολόγιο, στη δυσάρεστη θέση να διαθέτουν μια δύναμη που δεν μπορούσε να πολεμήσει. Σαν να μην έφτανε η κόπωση από την ίδια την πορεία, ο αρχαίος πολεμιστή έπρεπε να μεταφέρει και τα εφόδιά του, που στην περίπτωση των Μακεδόνων ζύγιζαν 27 κιλά, ενώ στην περίπτωση των Ρωμαίων περίπου 25. Το βάρος του φόρτου καθιστούσε με τη σειρά του το στρατιώτη, στα ζεστά κλίματα, ευάλωτο και τον έφερνε πολύ κοντά σε θερμική εξάντληση και θερμοπληξία. Οι άνδρες τότε φορούσαν κατά τις πορείες ολόκληρη την εξάρτυσή τους και μπορούσε να φανταστούμε το μαρτύριο που υφίσταντο όταν η θωράκισή και το κράνος, εκτεθειμένα καθώς ήταν στον ήλιο, έκαιγαν και στο απλό άγγιγμα.
Οι στρατιώτες μπορούσαν να προστατευτούν από ηλιακά εγκαύματα επαλείφοντας το δέρμα με λάδι από φοίνικα ή ελιά, αλλά δεν υπήρχε καμία ένδειξη για την εφαρμογή αυτού του μέτρου πριν από την εποχή της αυτοκρατορικής Ρώμης. Ένα ρωμαϊκό χρονικό μας παρέχει ένα γραφικό παράδειγμα του τι μπορεί να συμβεί σε ένα στρατό που δεν φρόντισε να λάβει τα του για προστασία από τον καύσωνα. Το 24 π.Χ. ο Aellius Gallus, Ρωμαίος κυβερνήτης της Αιγύπτου, οδήγησε μια στρατιά στην Αραβία, όπου απωλέσθηκε ολόκληρη χωρίς να δώσει ούτε μία μάχη, καθώς οι λεγεωνάριοι πέθαναν κατά εκατοντάδες από τη δίψα και τη θερμοπληξία. Πολλοί από τους επιζώντες υπέστησαν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους, σε τέτοια έκταση που χρειάστηκε να αποστρατευτούν.
Η ζέστη δεν ήταν ο μόνος «εχθρός» για ένα στρατό της αρχαιότητας. Οι πολεμιστές της Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλώνας, της Περσίας, της Ελλάδας και της Ρώμης, υπέφεραν εξίσου από τα ατυχήματα που κατατρύχουν και τους σύγχρονους συναδέλφους τους (πτώσεις, μώλωπες, κοψίματα, κτυπήματα, φλύκταινες, εξαρθρώσεις και κατάγματα), που μπορούν να μετατρέψουν ένα στρατιώτη σε τραυματία. Τα περισσότερα από αυτά συνέβαιναν στα κάτω άκρα, που ήταν εν γένει απροστάτευτα.
Οι στρατιώτες τότε πολεμούσαν και σε ψυχρά κλίματα, όπως οι Ασσύριοι κατά τις εισβολές τους στην Αρμενία και το Κουρδιστάν. Οι Ρωμαίοι εξεστράτευσαν επανειλημμένα στη Γερμανία, τις Άλπεις, την ανατολική Ευρώπη και τα βουνά της Ισπανίας, περιοχές των οποίων οι κλιματολογικές συνθήκες αποτελούν πρόκληση ακόμα και για σύγχρονους στρατούς. Ο Ξενοφών αναφέρει στην «Κύρου Ανάβαση» πως λίγο έλειψε να χάσει ολόκληρο το στρατό του στις οροσειρές της σημερινής Τουρκίας, όταν οι άνδρες κοιμήθηκαν απροστάτευτοι στην ύπαιθρο και ξύπνησαν αλαφιασμένοι από μια χιονοθύελλα. Ο Αλέξανδρος διέσχισε το αφιλόξενο Ινδοκούχ ξεκινώντας με 100.000 άνδρες και καταλήγοντας με 64.000 δεκατρείς μέρες αργότερα! Ο Αννίβας κατόρθωσε να διασχίσει τις Άλπεις, αλλά με τρομακτικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Από το στρατό του, που αριθμούσε 38.000 πεζούς και 8.000 ιππείς, έχασε 20.000 άνδρες μέχρι να φθάσει στη βόρεια ιταλική πεδιάδα.
Τα μειονεκτήματα του αρχαίου στρατιώτη σε σύγκριση με τους σύγχρονους απογόνους του επεκτείνονται και σε διαφορετικά επίπεδα. Ήταν κατά μέσο όρο ηλικίας 35 ετών, σημαντικά μεγαλύτερος από ότι ο άνδρες των σημερινών ενόπλων δυνάμεων. Η μέση ηλικία των Αμερικανών στρατιωτών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν τα 26 χρόνια και στον πόλεμο του Βιετνάμ τα 22. Η ίδια η φυσιολογία καθιστούσε τον αρχαίο πολεμιστή πιο ευαίσθητο στα κρυοπαγήματα και την κόπωση.
Γενικά ένας αρχαίος στρατός που εξεστράτευε ήταν κυριολεκτικά μια «κινούμενη ιατρική πανωλεθρία», αφού ανέμενε να χάσει το 3-4% της δύναμής του από εξάντληση ή ηλίαση, το 17% από διάφορα ατυχήματα στο δύσβατο δρόμο και αρκετούς ακόμα άνδρες από χρόνια προβλήματα που προκαλούσε η καταπόνηση και η κακή υγιεινή. Εκείνοι που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τη μάζα, αφήνοντας στη τύχη τους στην πλευρά του δρόμου ή στην καλύτερη περίπτωση στις φροντίδες των πρώτων χωρικών που θα συναντούσε το στράτευμα. Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν ακόμα και στις περιπτώσεις εκστρατειών μέσα σε εχθρικό έδαφος, όπου οι στρατοί εγκατέλειπαν τους ασθενείς, τους τραυματίες και τους ετοιμοθάνατους. Ο ρωμαϊκός στρατός, με τα κινητά ασθενοφόρα του και το επαγγελματικό προσωπικό που στελέχωνε τις ιατρικές του υπηρεσίες, ήταν σε θέση να κρατήσει μαζί του τους ελαφρύτερα τραυματισμένους για όλη τη διαδρομή, στους περισσότερους όμως στρατούς οι ασθενείς έπρεπε να εγκαταλειφθούν.
Στο αρχαίο πεδίο μάχης κυριαρχούσε και μια ευρεία ποικιλία βιολογικών όπλων. Τα «δόλια» βέλη που αποσκοπούσαν στο να ανδρανοποιήσουν ή να επιφέρουν σίγουρο θάνατο στο θύμα τους, ήταν πιο επίφοβα από ότι η εκ του συστάδην μάχη με δόρατα, σπαθιά και ρόπαλα. Οι αρχαίοι πολεμιστές συνήθιζαν να εμβαπτίζουν τις αιχμές των βελών τους σε φυσικά δηλητήρια όπως ο χυμός τους ροδόδενδρου και το γαλάκτωμα του αχινού, αλλά το δηλητήριο των φιδιών ήταν η πιο διαδεδομένη τοξίνη. Ειδικά οι Σκύθες τοξότες ήταν φημισμένη για τα δηλητηριώδη βέλη τους, που είχαν εμβαπτίσει σε ένα δύσοσμο μίγμα από δηλητήριο έχιδνας (οχιάς) και ανθρώπινο αίμα (επίσης ήταν φοβερά εύστοχοι από αποστάσεις που έφθαναν ακόμα και τα 550 μέτρα – πολλοί σκελετοί των θυμάτων τους που ανακαλύφθηκαν από τους αρχαιολόγους, βρέθηκαν με βέλη σφηνωμένα ακριβώς ανάμεσα στα μάτια). Το 326 π.Χ. οι Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου αντιμετώπισαν στη βόρεια Ινδία έφιππους τοξότες που έβαλλαν βέλη τρομερής αποτελεσματικότητας και εξαιρετικά θανατηφόρα. Τελικά οι Έλληνες διαπίστωσαν πως οι αντίπαλοί τους τα είχαν εμποτίσει με δηλητήριο ψόφιας οχιάς, που αφηνόταν να αποσυντεθεί στον ήλιο μέχρι που το δέρμα της έλιωνε και το υγρό έβγαινε μόνο του από τους ιστούς. Ο ιστορικός Διόδωρος αναφέρει πως «άνδρες που τραυματίζονταν από τέτοια βλήματα μούδιαζαν ακαριαία, σε ένα μαρτύριο από αφόρητους πόνους και σπασμούς που έρχονταν κατά κύματα, ενώ το δέρματος γινόταν κρύο και μελανιασμένο και ξερνούσαν χολή». Ο Αννίβας έθεσε σε εφαρμογή ένα εξίσου «βρώμικο» σχέδιο, όταν σε μια ναυμαχία κατά της Περγάμου (το 191 π.Χ.) έριξε πάνω στα καταστρώματα των εχθρικών πλοίων ζωντανά δηλητηριώδη φίδια! Ο Ρωμαίος ιστορικός Αππιανός περιγράφει γλαφυρά πως οι πολιορκημένοι κάτοικοι της Θεμισκύρας, στη Βιθυνία, έτρεψαν σε φυγή το ρωμαϊκό στρατό εξαπολύοντας εναντίον του σμήνη από μέλισσες, άγριες αρκούδες και άλλα θηρία το 72 π.Χ. Σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, οι πολίτες της Χάτρα (στο σημερινό Ιράκ) γέμισαν πήλινα αγγεία με δηλητηριώδη έντομα και τα έριξαν από τις επάλξεις των τειχών τους πάνω στις έντρομες λεγεώνες του Σεπτίμιου Σεβήρου.
Στον αντίποδα όλων αυτών των «μέσων θανάτου» και των παρενεργειών τους βρισκόταν η Στρατιωτική Ιατρική, η οποία σε όλες τις εποχές γινόταν αντιληπτή ως μια προσπάθεια να μειωθούν οι ανθρώπινες απώλειες από την εχθρική δράση. Ως τέτοια περιλάμβανε το θεσμό του «έφεδρου» γιατρού, αφού οι περισσότεροι στρατοί μέχρι το 2000 π.Χ. συγκροτούντο με επιστρατεύσεις. Η στρατολόγηση ανδρών από διάφορα κοινωνικά στρώματα προϋπέθετε την ύπαρξη καλά ενημερωμένων γιατρών, που γνώριζαν το επίπεδο υγεία του γενικότερου πληθυσμού, τη δίαιτά του, τη θνησιμότητά και τη διάρκεια ζωής του. Ίσως ο πιο σημαντικός ρόλος ενός τέτοιου πολύτιμου ειδικού να ήταν η εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων τροφής καλής ποιότητας και πόσιμου νερού, παραγόντων τόσο κρίσιμων για την αποτελεσματικότητα ενός στρατού στη μάχη. Μέχρι τον 20ο αιώνα όλοι οι στρατοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υπέστησαν πολύ περισσότερες απώλειες από τις ασθένειες και τις μολύνσεις, παρά από την ύστατη δοκιμασία στο πεδίο της μάχης
Πηγή: Περιοδικό “Στρατιωτική Ιστορία”, τεύχος 17, Δημήτριος Β. Σταυρόπουλος