Οι δρόμοι του Κομάνου για την “πιτσιρικαρία” του χωριού στα χρόνια του “εξήντα” ήταν συνδεδεμένοι με τη γοητεία της περιπλάνησης στο άγνωστο, ο σκοπός και το νόημα της ατομικής ελευθερίας που περνάει μέσα από τις εμπειρίες και τις εκπλήξεις που απορρέουν από το απρόσμενο του δρόμου, η προετοιμασία για μια νέα λιγότερο στατική ζωή…
Την εποχή των υπαίθριων κινητών ελληνικών κινηματογράφων με τους πάσης φύσεως ζεν πρεμιέ αλλά και του ρομάντσο, του Ντομινό και του Φαντάζιο…
Αλλά και του Μικρού Καουμπόυ στην Άγρια Δύση του Ζορό της Χάρλεϋ, του Μάλμπορο και των τζιν για τους λίγο μεγαλύτερους…
Στα μέσα του “εξήντα” αισθανόμασταν σπουδαίοι αν παραμονές εκλογών ανοίγαμε κοινωνικές επαφές με τους ταλαίπωρους Έλληνες φαντάρους που είχαν εγκατασταθεί στο εκλογικό κέντρο, το Δημοτικό σχολείο…
Λιγομίλητοι με τα στρογγυλοειδή κράνα τους, τον βαρύ οπλισμό τους, τις καραβάνες τους, τα μπαρκαρισμένα Στάγιερ τους μέσα σε ένα τοπίο που κυριαρχούσε το φαιοπράσινο χρώμα αν προσθέταμε και αυτό των αμέτρητων πεύκων των πλαγιών του λοφίσκου πάνω στο οποίο είχε κτισθεί το Δημοτικό σχολείο και αργότερα ο Άη Γιάννης…
Η διαδρομή από τον “τυφλό ποταμό” έως το Δημοτικό σχολείο ήταν και αυτή καταπράσινη καθώς “ο δρόμος με τις λεύκες” και από τις δύο πλευρές αποτελούσε αναμφισβήτητα ένα από τα καλύτερα Κομανιώτικα τοπία, μια διαδρομή ψυχικής ανάτασης…
Μια απόσταση εκατόν εξήντα περίπου μέτρων μέσα στην ηρεμία ενός φαντασμαγορικού και ειδυλλιακού τοπίου που την διατάρασσαν αλλά και την ομόρφυναν τα λαϊκά τραγούδια από τα κασετόφωνα των πάσης φύσεως πωλητών καρπουζιών, πεπονιών και παγωτών…
Από το Δημοτικό Σχολείο ξεκινούσε και ο δρόμος για την Καρδιά και την Χαραυγή ένας σκληρός, κουραστικός χωματόδρομος, γεμάτος σβώλους στον οποίο η ταλαιπωρία της αγόγγυστης πεζοπορίας ήταν συνυφασμένη με την διάθεσή μας να εξερευνήσουμε την φιλελεύθερη βενιζελική κεντρώα Ανατολική Εορδαία…
Ο δρόμος με τα όρια για την Χαραυγή δεν είχε όρια και στο σύνορο του χωραφιού του μας χαιρέτησε ζεστά ο Αλέξης, ένας αυθεντικός και γνήσιος αγρότης, που αναγνώριζε τα όριά του, τις αρχές και τις αδυναμίες του εαυτού του…
Μας παρατηρούσε μέσα από μια αγνή, αρχέγονη ματιά που περιείχε την αθωότητα του παλιού καιρού, της δικιάς του εποχής τώρα που άλλαζαν οι εποχές…
Ήταν Άρχοντας στην περιοχή με ένα μεγάλο χωράφι τριανταπέντε στρεμμάτων σε ένα κάμπο εφτακοσίων πενήντα ένα στρεμμάτων όπου φύτρωνε κάθε καρυδιάς καρύδι…
Το φαγητό του, η “στραπατσάδα” του, ήταν τυλιγμένο σε μια “Αθηναϊκή” με μια πλούσια αθλητική σελίδα που περιείχε και τα αποτελέσματα του προπό…
Μίλαν – Κάλιαρι 3 – 5
Μπάρι – Μπρέσια 0 – 0
Τριέστε – Νοβάρα 0 – 1 κ.λπ.
Υπήρχε και ένα άρθρο “Η άλλη Ευρώπη” στο οποίο γίνονταν αναφορά στους μεγάλους θεωρητικούς του ευροκομμουνιστικού κινήματος, τον Τολιάτι, τον Κωλέτι, τον Γκράμσυ, τον Αλτουσές, τον Λεμέβρ, τον Άντερσον, τον Πουλατζά σαν απάντηση στην απειλή για την Δυτική Ευρώπη από τον δογματικό ανελεύθερο Μαρξιστικό Λενινισμό της ΕΣΣΔ…
«Ο αυτοδιαχειριζόμενος Σοσιαλισμός με ανθρώπινο Δημοκρατικό πρόσωπο – έγραφε στο άρθρο – αποτελεί τον Σοσιαλισμό της κοινωνικής δικαιοσύνης και του ενιαίου μικροαστικού ονείρου χωρίς “Γκούλαγκ” Στρατόπεδα φυλακισμένων στην Σιβηρία εξορίες πολιτικών αντιφρονούντων…
Η κρατικοδίαιτη γραφειοκρατία στην Βιομηχανική Σταλινική Ρωσία μπορεί να αποτελεί μια κοινωνία κρατικής οικονομικής μαζικής δύναμης αλλά εμποδίζει τις πολύπλευρες ανθρώπινες ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα σε καθένα που την αμφισβητεί όπως ο Σολρενίτσυ σε μια Μόσχα που δεν πιστεύει σε δάκρυα!!!»
Στο δρόμο για το ορυχείο Κομάνου και ενώ τα Σεπτεμβριάτικα κιτρινισμένα φύλλα των δένδρων τον έκαναν να μοιάζει με ένα ρετρό χαλί, μετρούσαμε από τις πλαγιές της “Κουρίας” τρία αυτοκίνητα κάθε εβδομήντα πέντε δευτερόλεπτα…
Από εκεί ψηλά έμοιαζε η γη με ζωγραφιά, ενώ τα φουτουριστικά κτίρια των ορυχείων με τον “Έντονο Δία”, φωτισμό τους κάλυπταν σε έλξη και γοητεία και τον ήλιο του πράσινο τον αναζωογονητικό…
Τα Χριστούγεννα οι φύλακες της εισόδου μας άνοιγαν καλοσυνάτα και καλοδιάθετα τις πύλες για να πούμε τα κάλαντα στους ευσυνείδητους προλετάριους που είχαν επίγνωση του ιστορικού πρωτοποριακού ρόλου της εργατικής τάξης στα πλαίσια της ιστορικοδιαλεκτικής διαδικασίας…
Χάρη στο αγνό και αθώο πνεύμα του Χριστού μαζεύαμε ένα σοβαρό χαρτζιλίκι εν όψει συναρπαστικών αναμετρήσεων σε εικοσιμία, πόκα και πόκερ…
Σε σπίτια θερμά με σόμπα ή τζάκι αντάμα με ζεστό καφεδάκι ή τσαγάκι…
Είχαμε αφήσει τον ένδοξο Στρατηγό Θεμιστοκλή στις ξεχασμένες τσάντες μας και συχνά επικαλούμασταν τον δίκαιο Αριστείδη αν κάποιος σκάρωνε κάποια μπακαμποντιά… Ο δίκαιος Αριστείδης δεν θα το κάνε αυτό, λέγαμε ζώντας σε ένα χωριό γεμάτο με δρόμους αφιερωμένους σε Ανδρείους Αθηναίους και όχι μόνο…
Τους Ανοιξιάτικους μήνες που η φύση Αναγεννιόταν η διαδρομή από το μονοπάτι της “Κεφαλόβρυσης” μέχρι την πατροπαράδοτη βόλτα ήταν μια ακόμη θεσπέσια πλασμένη Κομανιώτικη απόσταση… Ρουφούσαμε κυριολεκτικά τις μαγικές λουλουδιασμένες εικόνες και στιγμές συνοδευμένες από τα χαϊδευτικά κελαρύσματα των νερών του “τυφλού ποταμού” και τα γαργαλιστικά κελαηδίσματα των ενδόξων κοτσυφιών, των περήφανων αηδονιών…
Στη βόλτα δοξάζαμε τα ένστικτα μας αντιμετωπίζοντας με τρυφερότητα τις κοπέλες του πολυπολιτιστικού χωριού μας καθώς όλα ήταν δρόμος, όλα ήταν αρχή και τέλος… Με αφετηρία και φινάλε τις σεμνές δεντροστοιχίες του Αγίου Νικολάου σε ένα ιερό τοπίο που εξέπεμπε πάντα το μυστικιστικό πανανθρώπινο εσωτερικό φως του “παππού” μας όντας αγέρωχου φάρου της οικουμενικής χριστιανοσύνης μας… Πιάναμε τον Μάη στα γειτονικά τσαΐρια (λιβάδια) φορώντας κορδέλες στα κεφάλια, ντυμένοι με πολύχρωμα, φανταχτερά ρούχα σαν τους χίπις, υψώνοντας τους Ολύμπιανς, τους Σώκρατες, τους Άιντολς, τους Φόρμιξ, τον πολυαγαπημένο μας Πασχάλη Αρβανιτίδη:
«Αύριο η γιορτή σου ξημερώνει
Ότι και αν διαλέξεις
Λείπει ο Αλέξης
Και ήρθες στην καρδούλα σαν το χιόνι
Κλείσε κοριτσάκι το μπαλκόνι…»
Τα απογευματινά των βροχερών καλοκαιρινών μηνών στο δρόμο για το ορυχείο Κομάνου μαζεύαμε από τις δύο πλευρές του σαλιγκάρια που έκαναν αμέριμνα την βόλτα τους και μόλις τα ακουμπούσαμε μαζεύονταν στο καβούκι τους…
Τα πουλούσαμε στην ΑΕ. ΟΣΤΡΑΚΟΕΙΔΩΝ – ΚΟΧΛΙΟΔΩΝ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ. Χαλώντας στη συνέχεια το παραδάκι που μαζεύαμε στην “Καλύβα του Μπάρμπα – Κώτσου” στην καρδιά του δάσους λίγο δίπλα από το ορυχείο…
Ή με μπροστάρη τον αξέχαστο Βασίλη στην πρωτεύουσα της Εορδαίας απολαμβάνοντας δυο ταινίες στους Σινεμάδες της (μια καουμπόικη και μια ελληνική), ζεστά νες με γάλα, γύρους, πατσάδες, προφιτερόλ στου Αυλογιάρη, κ.λπ…
Ήταν τότε που όντας αμούστακοι έφηβοι επιχειρούσαμε να δώσουμε κύρος και αξία στον υπαρξιακό μας μοναχισμό σύμφωνα με τον σπουδαίο Γάλλο Φιλόσοφο Σαρτρ…
Να γεφυρώσουμε το λαϊκό μας πνεύμα, να συντονισθούμε ομαδικά σύμφωνα με τον Ούγγρο Λούκατς, αφήνοντας στο παρελθόν ταξικά μίση, πάθη και αμφισβητούμενες προκαταλήψεις…
Μέσα στην οικουμενικότητα του Κομανιώτικου χώρου και χρόνου, αισθανόμασταν απομεινάρια ενός διαχρονικού εξελικτικού αχεροποίητου και μη πολιτισμού ταυτισμένου με την ουράνια και επίγεια υλική δημιουργία στο διάβα των αιώνων από καταβολής του σύμπαντος μέχρι τις μέρες μας…