Ο Διονύσης Σαββόπουλος, που τραγουδούσε στη ‘’Ρεζέρβα’’ (1979): ‘’δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά, – στην αγορά, στο Λαύριο, – είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά, – κι όλο φοβάμαι το αύριο’’, εκφέροντας με την οξύνοιά του, αυτή την αμήχανη αλήθεια, και που διαφωνούσα με το στίχο ‘’κι όλο φοβάμαι το αύριο’’, γιατί θεωρούσα δεδομένη τη συντριβή της βαρβαρότητας και θεωρούσα επίσης ότι η συντριβή της θα ερχόταν οσονούπω ως αποτέλεσμα κάποιας ασαφούς και απρόσωπης ‘’αναγκαιότητας’’, ενός φιλοσοφικού και κοινωνικού ντετερμινισμού, ή μιας μονοφυσιτικής (και μονοθελητικής) αντίληψης για τη μονομερή παρέμβαση του Θεού στα ανθρώπινα, χωρίς την απαραίτητη ‘’συνέργεια’’ (συχνά και την αντίθεση) του ανθρώπινου παράγοντα, και χαρακτήριζα ως ένα ποιητικό ρίσκο της ευαισθησίας του Διονύση Σαββόπουλου, το ‘’κι όλο φοβάμαι το αύριο’’, που το εξασφαλισμένο ευοίωνο μέλλον θα αποτρέψει κάθε φόβο, έτσι νόμιζα, μ’ έβγαλε από την ψευδαίσθηση της κατ’ ανάγκη ευθύγραμμης πορείας, όταν παρακολούθησα στο http://www.protothema.gr/webtv/?mmid=7008 βίντεο, με το φριχτό ‘’αποκεφαλισμό τριών μοναχών στη Συρία, παρουσία εκατοντάδων θεατών!’’, που με ουρλιαχτά και χειρονομίες θριάμβου επικροτούσαν το έγκλημα. Η φρίκη πέρα από τα όριά της.
Άνθρωποι-δήμιοι, εμποτισμένοι με τον πιο σκληρό (θρησκευτικό και όχι μόνο) φανατισμό, τυφλό μίσος, ζωώδες ένστικτο, υπακούοντας τυφλά σ’ αυτά, κρατώντας μαχαίρια στα χέρια, ωσάν χασάπηδες, πιάνουν τα ‘’εθελόθυτα θύματα’’ από τα μαλλιά, κόβουν τις κεφαλές τους και τις υψώνουν σαν τρόπαια πύρρειας νίκης στον αλαλάζοντα όχλο. Φρίκη.
Μένω άναυδος και άφωνος, από την αγριότητα πρωτογονισμού δημίων και όχλου, μα και από την ηρεμία των σφαγιασθέντων μοναχών, που ως άκακα-άφωνα πρόβατα επί σφαγήν ήχθησαν, εμπλουτίζοντας το νέφος των μαρτύρων των πεπελεκημένων διά την μαρτυρίαν Ιησού. (Αποκ. 20,4).
Ως πότε παρόμοιες εικόνες θα απεικονίζουν την πιο άγρια συνεχιζόμενη βαρβαρότητα; Ως πότε άνθρωποι θα αποκεφαλίζουν ανθρώπους και όσοι γύρω τους, θα χειροκροτούν τους δημίους; Ως πότε θα συνεχίζονται αυτά τα φοβερά;
Μα και ως πότε (εγώ, εσύ, ο άλλος, η παγκόσμια κοινότητα των λαών, η παιδεία, ο πολιτισμός, η πολιτική λειτουργία) θα παραμένουμε παθητικοί και αδιάφοροι θεατές (και δέκτες; μη γένοιτο) στους τροφοδότες του παντοειδούς φανατισμού (από τον πιο ‘’αθώο’’ που σερβίρεται ως ‘’αξιοπρέπεια’’, μέχρι τον πιο σκληρό και ζωώδη) που οδηγεί τον άνθρωπο στην διά χειρός σφαγή του συνανθρώπου του;
Ως πότε θα αναπαράγεται μέσα στις κοινωνίες (εθνικές και τοπικές) η προσκόλληση στο ναρκισσισμό, στην έπαρση, στην αυτάρκεια, που από την ‘’απλή’’ και ‘’αθώα’’ απόρριψη του άλλου, θα διολισθαίνει ακόμα και στην διά της βίας και της σφαγής φυσική εξόντωσή του;
‘’Ζούμε μέσα σ’ ένα όνειρο που τρίζει – σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας – μα ο χρόνος ο αληθινός – σαν παιδί είναι εξόριστος – μα ο χρόνος ο αληθινός – ειν’ ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός’’. (Διονύσης Σαββόπουλος, Ρεζέρβα, 1979).
Μετά την πικρή γεύση της ωμής πραγματικότητας, ο Σαββόπουλος, μας μεταφέρει στο χρόνο της εξόριστης ελπίδας, της αποθησαυρισμένης στα πρόσωπα των παιδιών μας, των γενεών που έρχονται. Επιβεβαιώνοντας το λόγο του Χριστού: ‘’άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών’’. (Ματθ. 19,14).
π. Κωνσταντίνος Ι. Κώστας, παπαδάσκαλος