Ο ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΣ εἶναι δανεικὸς ἀπὸ τὸ ἔξοχο ποίημα ΦΩΤΕΙΝΟΣ Ο ΖΕΥΓΟΛΑΤΗΣ τοῦ ἐπικοῦ ποιητῆ Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη. Γράφει στὸν πρῶτο ἀτελῆ, ἀλλὰ δυναμικό, στίχο τοῦ Πρώτου Ἄσματος:
-Πᾶρ’ ἕνα σβῶλο, Μῆτρο,
Καὶ διῶξ’ ἐκεῖνα τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο.
Αὐτὸς ὁ στίχος ἐκφράζει τὴν λεβέντικη στάσι, ποὺ πρέπει νὰ ἔχη ὁ ὑπόδουλος ἀπέναντι στὰ ἰταμώτατα ἀφεντικά του.
Κι ὁ Μῆτρος μόνο ἀκούει τὴν προσταγὴ τοῦ πατέρα του, πρώην κλεφταρματωλοῦ καὶ νῦν ζευγολάτη… Ἀποσβωλωμένος ὁ ἴδιος δὲν ἁπλώνει τὸ χέρι του νὰ διώξη τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ὄργανα τοῦ Δυνάστη τους.
Τὸ ποίημα ξετυλίγει τοὺς κόπους τοῦ Φωτεινοῦ. Τὰ σύνεργα τῆς ἀγροτιᾶς τὸν ἔχουν ρέψει. Καὶ μόλις βγῆκαν σγουρὰ τὰ φύτρα τοῦ κόπου του ἔρχεται ὁ δυνάστης τῆς Λευκάδος καὶ καταπατᾶ τοὺς κόπους του.
Ξαναμιλᾶ στὸν γιό του ὁ Φωτεινός.
-Ἐξέχασες καὶ δὲ μἀκοῦς;… Ἐσένα κράζω, Μῆτρο,
Διῶξε, σοῦ λέγω, τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο…
Ἀπαντάει ὁ Μῆτρος στὸν πατέρα του.
-Εἶναι τοῦ Ρήγα (τοῦ δυνάστη), δὲν κοτῶ…Γιὰ κύταξ’ ἐκεῖ πέρα
Νὰ δῆς τὶ θρῶς (θόρυβος) ποὺ γίνεται, τὶ χλαλοὴ πατέρα!
Ἀπαντάει στὸ γιό του ὁ Φωτεινὸς πιὰ μὲ ὀργή. «Εἶναι τὸ καινούργιο ἀφεντικό μας. Εἶναι οἱ Παλιόφραγκοι ποὺ πλάκωσαν σὰν ὄρνια στὸ ψοφίμι, γιὰ νὰ γίνουν νοικοκύρηδες μὲ ξένο βιός. Ἐκεῖνοι εἶναι πάντα κυνηγοί, ἐνῶ οἱ ὑπόδουλοι Λευκαδίτες-Σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι πάντα τὰ ἀγρίμια». Μαλλώνει τὸν γιό του ἐπαινετικὰ λέγοντάς του.
-Καὶ σὺ τοὺς τρέμεις, βούβαλε! Παιδὶ μές στὴ φωτιά σου,
Ποὺ τρίβεις στουρναρόπετρα μ’ αὐτὰ τὰ δαχτυλά σου
Πὤχεις τετράδιπλα νεφρὰ καὶ ριζιμιὸ στὰ στήθια,
Τοὺς βλέπεις καὶ σὲ σκιάζουνε! Ὁ δοῦλος εἶν’ ἀλήθεια
λῖπο ποτάζει μοναχά, ψυχὴ κ’ αἷμα δὲν ἔχει…
Τέλος ὁ Γέρο Φωτεινὸς ἐπιτίθεται μόνος του. Ἀδράχνει τὴ σφεντόνα του καὶ βάζει μιὰ στρογγυλόπετρα. Σημαδεύει καὶ ρίχνει. Ἡ πέτρα σπάει στὰ δυό. Θυμωμένο τὸ ἕνα κομμάτι πληγώνει τὸ ἕνα σκυλὶ καὶ τὸ δεύτερο χτυπάει τὸ ἄλλο στὸ κούτελο καὶ τὸ ξαπλώνει.
-Βλέπεις, ἐγὼ δὲν τοὺς ψηφῶ, μὲ τὰ γεράματά μου…
Δὲν νοιώθεις πὼς τοὺς σχαίνομαι! Ὅλην αὐτὴν τὴν ψώρα,
ὁπώρχεται κάθε φορὰ καὶ μᾶς δαγκάει τὴ χώρα
ὅπως ἕνας εἶν’ ὁ Θεὸς κι ἐγὦμαι Λευκαδίτης
Τώρα εἶναι ἡ σειρὰ τοῦ Μήτρου. Βλέπει καὶ περιγράφει τὸν φοβερὸ χαλασμὸ τοῦ τόπου τους ἀπὸ τοὺς Δυνάστες τους. «Πετοῦν σὰ μαῦρος σύφουνας…σφιχτὰ μᾶς ἔχουν ζώσει…».
Ἀπαντάει ὁ ΓέροΦωτεινός. «Τὰ βλέπεις ἂν εἶμ’ ἄδικος, ὅταν τοὺς καταριῶμαι;» Σαὐτὸν τὸν λόγο καταφθάνει ἡ ἐξουσία ἐμπρός τους. Κι ὁ Γέρος ἀτσαλώνει τὸ γιό του:
-Νὰ μὴ σαλέψης ἀπ’ ἐδῶ, μὴν ἀνασάνης λέξι, νὰ ἰδοῦμε αὐτὸς ὁ ποταμὸς ὡς πόσο θὲ νὰ τρέξη. Πιάσε τὰ βόδια μὴ σκιαχτοῦν…
Ἀπέναντι στὴν ἐξουσία ἀναθυμᾶται ὁ Φωτεινὸς τὰ χρόνια του ποὺ ἦταν κλέφτης, ὥσπου παντρεύτηκε κι ἔγινε γεωργός, «ἀλλὰ Γέροντα τὸν ἐλάτρευε πάντα κρυφὰ ἡ Λευκάδα. Κι ὅταν ὁ Ζευγολάτης μέσα στὸν κόσμο πρόβαινε, μεριάζαν τὰ παιδιά της κι ἐπροσκυνοῦσαν ξήσκεπα, τὸν εἶχε βασιλιᾶ του, φτωχὸς πανόρφανος λαὸς… Ξένος ζυγὸς δὲν ἔγειρε στοῦ Φωτεινοῦ τὴν πλάτη… Εἶδε οἱ καιροὶ ποὖσαν κακοί, φαρμακεμέν’ οἱ χρόνοι, ὁλόγυρά του συγνεφιά… χίλιων λογιῶν θερία. Ἐξέσχισαν τὸ γένος του καὶ παντοχὴ καμμία. Συντρίμματα καὶ χαλασμοί. Γαῦρα παντοῦ καὶ λύσσα! Κανένα γλυκοχάραμα, νύχτα, σκοτάδι, πίσσα. Ἀρνήθηκε τὴν κλεφτουριά, τὰ φλογερὰ ὄνειρά της, κι ἔγινε ζευγολάτης».
Συνέρχεται ἀπὸ τὸ ὄνειρο τῆς παλληκαρίσιας νιότης του ὁ Φωτεινὸς καὶ ἀγέρωχα βλέπει μπροστά του τὸν δυνάστη καβάλα στ’ ἄλογο.
-Ἐσὺ μοῦ πετροβόλησες, παληόγερε, χωριάτη
Τὰ δυό μου τὰ λαγωνικά;
-Μόνος ἐγὼ κι ὄχι ἄλλοι
-Μίλα μου ταπεινότερα…Λύγισε τὸ κεφάλι,
Προσκύνα τὸν ἀφέντη σου, ξεσκλιάρη, διακονιάρη!
-Κι ὁ Φράγκος τἄσπρα του μαλλιὰ χτυπᾶ μὲ τὸ κοντάρι…
-Κι ἐγνώριζες ὅτ’ ἤτανε κεῖνα σκυλιὰ δικά μου;
-Τὰ γνώριζα καὶ τἄδιωξα μέσ’ ἀπὸ τὴ σπορά μου…
Τώρα πιὰ ὁ Τζώρτζης ὁ Γρατσιᾶνος ἐκφράζει ὅλην τὴν ἰταμότητα τοῦ κυρίαρχου Φράγκου κατὰ τοῦ ὑπόδουλου Λευκαδίτη-Ἕλληνα λέγοντας: Εἶμαι «ἀφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, ἄρχοντάς σου. Αὐτὸ τὸ χῶμα ποὺ πατῶ, οἱ πέτρες, τὰ νερά σου, ἥμερο κι ἄγριο κλαρί, τ’ ἀγέρι σου, ἡ ψυχή σου, τὰ ζωντανά σου, τὰ παιδιά, τὸ αἷμα σου, ἡ τιμή σου, Ὅλα δικά μου, μάθε το. Βουνοῦ καὶ λόγγου ἀγρίμι εἴτ’ ἔχει τρίχα ἢ φτερό, σιχαμερὸ ψοφίμι, τὸ διαβατάρικο πουλὶ σ’ ἐμὲ μονάχ’ ἀνήκει. Κι ἀξίζει τὸ κεφάλι σου λαγόπουλο ἢ περδίκι. Γι’ αὐτὸ ὅθε θέλω θὰ περνῶ κι ἐγὼ καὶ τὰ σκυλιά μου…τίποτε δὲν ὁρίζετε κι εἶναι κι’ αὐτὴ σπορά μου. Κι οὔτ’ ἄλλη τύχη ἀξίζετε γενιὰ καταραμένη, δειλή, κακογεράματη, στὸν κόσμο ἀκόμα μένει, γιὰ νὰ πομπεύη τὄνομα καὶ τὴν κληρονομιά της»….
ΠΟΝΕΣΕ καὶ ΔΑΚΡΥΣΕ ὁ Φωτεινὸς σὲ τοῦτα τὰ λόγια
-Κι ὁλόρθες ἀναδεύονται οἱ τρίχες τοῦ κορμιοῦ του
Κι ἂν ἐξεράθη τὸ κλαρί, πάντα χλωρὴ εἶν’ ἡ ρίζα
Καὶ μένει πάντα ζωντανὸ… Αὐτὸ τὸ βόδι τὸ μανὸ, τόσ’ εὔκολα μυιγιάζεται κι ἀνεμοστροβιλίζει. Καὶ ποὺ τὸ κράζουνε ΛΑΟ… ΑΥΤΟΣ. ΑΥΤΟΣ ΕΙΝ’ Ο ΛΑΟΣ. Αὐτὸ ‘ναι τὸ καματερὸ. Μὴ ρίξης ἄλλο φόρτωμα στὴν ἔρμη του τὴν πλάτη…»
Ἐδῶ πλέον ὁ Γρατσιᾶνος ἀξιώνει ἀπὸ τὸν Φωτεινὸ νὰ γονατίση καὶ νὰ ζητήση συγχώρεσι, διότι πετροβόλησε τὰ σκυλιά του, γιὰ νὰ εἰσπράξη μιὰ ἀπαντησάρα ἐπικώτατη!!!
-Καλλίτερα τὸ βρόχο
Παρὰ τὰ γόνατα στὴ γῆ…Ἄρα κατάρα τὤχω…
Θἄφιναν λάκκωμα βαθὺ καὶ θἆταν μέγα κρῖμα
Τιμὴ νὰ θάψω κι ὄνομα μέσα σαὐτὸ τὸ μνῆμα.
Τώρα πλέον ὁ Δυνάστης δικάζει μὲ «Συνοπτικὴ Διαδικασία» κι ἐπιβάλλει ποινὴ στὸν ἀπροσκύνητο Φωτεινό. «Γιὰ τὰ δυὸ σκυλιά, τὰ δυὸ βόδια. Καὶ τὰ πέντε δάχτυλα, ποὺ τόλμησαν νὰ πάρουν σφεντόνα, νὰ τὰ συντρίψουν μὲ σφυρὶ πάνω στὴ λαβὴ τοῦ ἀλετριοῦ ποὺ ὄργωνε. Δυὸ χωροφύλακες ὁρμοῦν, ἁρπάζουν τὰ βόδια κι ἄλλοι δυὸ δένουν τὸ δεξὶ χέρι πάνω «στὸ φοβερὸ χερούλι. Πελεκήθηκαν μὲ τοῦ σφυριοῦ τὴν σκούλη τ’ ἀντρειωμένα δάχτυλα καὶ περιγελάσθηκαν. Ὅλο τ’ ἀλέτρι βάφηκε. Ὁ Μῆτρος, τὸ μαῦρο τὸ παιδί του, στὸ χῶμα δίπλα μούγγριζε σὰν νἄβγαινε ἡ ψυχή του. Κι ἐκειὸς ὁ ΓέροΔράκοντας χωρὶς οὔτε ν’ ἀχνίση, ἐκύταζε τὸ αἷμα του ποὺ πότιζε σὰ βρύση, τὴ γῆ του τὴν ταλαίπωρη καὶ μέσα στὴν καρδιά του, μὲ μιᾶς ἀστράφτουν τὰ παληὰ ἀνδραγαθήματά του, κι ἐσπιθοβόλησε στὸ νοῦ χρυσόφτερ’ ἡ ἐλπίδα, μὲ τὴ δική του ἐκδίκηση νὰ σώση τὴν πατρίδα… Τὸ Φραγκολόγι ἐσκόρπισε βουβὸ κι ἐντροπιασμένο, κι ἀφίνει ἐκεῖ τὸ Φωτεινὸ στ’ ἀλέτρι του δεμένο».
-Παιδί μου, Μῆτρο, ἀπέθανες; Πῶς σέρνεσαι στὸ χῶμα;…
-Πατέρα, οἱ λύκοι ἐφύγανε;… καὶ ζῆς καὶ ζῆς ἀκόμα;
-Σίγα καὶ λῦσε με ἀπὸ ἐδῶ…Μὴν κλαῖς, ἦταν γραμμένο…
Καὶ τὸ παιδὶ τὸ δύστυχο, παράλυτο, σκιασμένο, ξεδένη τὸν ἀφέντη του, φιλεῖ τὰ δάχτυλά του καὶ τὸ δεξὶ τὸ χέρι του κρεμᾶ στὴν τραχηλιά του, μὲ τὴ σφεντόνα, πὤσταζεν αἱματοποτισμένη.
ΤΕΛΟΣ γράφεται ὁ Ἐπίλογος καὶ ὁ ὅρκος στὸ αἱματηρὸ μάθημα. –Μῆτρο, τὸ βλέπεις;… τὸ αἷμα τοῦ πατέρα σου καὶ στὰ γεράματά μου, εὑρέθη χέρι ἀνθρώπινο νὰ δείρη τὰ μαλλιά μου… Νοιώθεις βαθειὰ στὰ σωθικὰ τ’ ἄσπλαγχν’ αὐτὰ περόνια;… -Δὲν θὰ σβυστοῦν ἀπ’ τὴν καρδιά, κι ἂν ζήσω χίλια χρόνια. -Τ’ ὁρκίζεις μ’ ὅλην τὴν ψυχή;… Μοῦ τάζεις τὴ σφεντόνα, ποὺ βράχηκε στὸ αἷμα μου νὰ τὴν φορῆς εἰκόνα καὶ φυλαχτὸ παντοτινὸ, γιὰ νὰ κρατῆ ἀναμμένο τὸ πάθος μου τ’ ἀκοίμητο πὤχω γιὰ κάθε ξένο;
ΣΤΗΝ ὑπέροχη παρουσίασι τοῦ Φωτεινοῦ ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς γράφει: «Ἔχουμε ἀνάγκη στὶς μέρες μας ἀπὸ προσωπικότητες ποὺ νὰ μποροῦνε νὰ σηκώσουνε στοὺς ὤμους τους τὴν προβληματικότητα, τὴν εὐθύνη, τὴν ὀδύνη, τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ συνόλου. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ καθὼς ὁ Ἡρακλῆς τοῦ Μύθου, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Ἄτλας θὰ ἐγκατέλειπε ἀπ’ τοὺς ὤμους του τὸν Οὐρανό, θὲ νὰ μποροῦσαν νὰ τὸν σκώσουνε στοὺς ὤμους τους αὐτοί….
Γιαὐτὸ καὶ τὸ παρὸν
ἀφιερώνεται στὸν ΦΤΩΧΟ καὶ ΠΑΝΟΡΦΑΝΟ ΛΑΟ ποὺ συμμετεῖχε στὰ Ἐπικὰ συλλαλητήρια γιὰ τὴν Μακεδονία: Θεσσαλονίκης, Ἀθηνῶν, Βίγλας-Πισοδερίου, στὶς 24 πόλεις, στὸ Ἐξωτερικό, σὲ ὅσους ἔγραψαν ὑπέροχα κείμενα
καὶ σὲ ὅσους δὲν μπόρεσαν νὰ συμμετάσχουν,
ἀλλὰ ἔβγαλαν σημαῖες στὰ μπαλκόνια τους,
πόνεσαν καὶ δάκρυσαν γιὰ τὴν
ΜΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΑΣ. ἀρ.νι.μα.
Πρὶν στεγνώση ἡ ὑπογραφὴ τοῦ Ν(έου) Ζαχαριάδη στὴν Πρέσπα γιὰ τὴν «παράδοσι» τῆς Μακεδονίας
στὶς (27.3.1949 Κ.Ο.ΑΙ.Μ)-17.6.2018