ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ – ΤΕΙ
Υπέρ ενός ενιαίου ανώτατου τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού στη Δυτική Μακεδονία τάχθηκαν στο δημοτικό συμβούλιο Κοζάνης τόσο οι αιρετοί του δήμου, όσο και η ακαδημαϊκή κοινότητα του Πανεπιστημίου και του ΤΕΙ.
Στη συνεδρίαση της Τρίτης που ήταν ενημερωτική και δεν είχε αποφασιστικό χαρακτήρα, οι πρυτάνεις του Πανεπιστημίου Αντώνης Τουρλιδάκης και του ΤΕΙ Στέργιος Γκανάτσιος ενημέρωσαν το σώμα για τις εξελίξεις στο θέμα της συγχώνευσης των δύο ιδρυμάτων. Κοινή συνισταμένη των τοποθετήσεων των ακαδημαϊκών και των εκπροσώπων του δήμου Κοζάνης ήταν ότι η περιοχή έχει ανάγκη από ένα ισχυρό, ελκυστικό και βιώσιμο ΑΕΙ, διαφορετικά όπως επισήμαναν και οι δύο πλευρές, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μείνει η Δυτική Μακεδονία χωρίς ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Ο πρύτανης του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας Σ.Γκανάτσιος αφού σημείωσε ότι «κληθήκαμε από το δήμο Κοζάνης για να ενημερώσουμε για τις εξελίξεις στο θέμα των μορφών συνεργασίας που ζήτησε το υπουργείο Παιδείας ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και στο ΤΕΙ, πρόσθεσε: «Όπως γνωρίζετε εμείς από κοινού με το Πανεπιστήμιο έχουμε κάνει μία πρόταση που αναφέρεται σε έναν αριθμό τμημάτων άμεσης λειτουργίας ,και σε βάθος χρόνου 30 τμημάτων. Η πρόταση έχει σταλεί στο υπουργείο και αναμένουμε από το υπουργείο να κάνει το επόμενο βήμα. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε κανένα νεώτερο. Η πρόταση μέχρι τώρα δεν έχει απορριφθεί. Αν θεωρηθεί ότι απορρίπτεται μετά από τέσσερις μήνες, είναι πια ένα θέμα γιατί χρειαζόταν να περάσουν τέσσερις μήνες, αν και θαρρώ ότι από τη μεριά του υπουργείου, μάλλον θα πρέπει να προχωρήσουμε στην υλοποίηση της πρότασης, έτσι όπως κατατέθηκε τουλάχιστον ως προς τον αριθμό των τμημάτων, τον αριθμό των καθηγητών που θα στελεχώσουν το νέο ίδρυμα, τον αριθμό των σπουδαστών που θα έχει. Έχουμε πει ότι σε καμιά περίπτωση ο αριθμός των φοιτητών στη Δυτική Μακεδονία δεν θα πρέπει να είναι μικρότερος από το σύνολο των φοιτητών που υφίστανται στα δύο ιδρύματα».
Επίσης, ο πρύτανης του ΤΕΙ υπογράμμισε: «Στην αρχή συζητιόταν μία πολύ σκληρή συγχώνευση που ο αριθμός των τμημάτων θα ήταν αρκετά μικρότερος από το άθροισμα των δύο ιδρυμάτων. Εμείς δεν το δεχτήκαμε αυτό, κυρίως εγώ δεν το δέχτηκα, γιατί δεν αξίζει στη Δυτική Μακεδονία ένα τέτοιο μέλλον, όπου θα είναι πάλι κατώτερη από οποιαδήποτε περιοχή της Ελλάδας. Και ζητήσαμε το νέο ίδρυμα που θα προκύψει να είναι ισότιμο όχι μόνο με τα διπλανά ιδρύματα της περιοχής, αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Γι’ αυτό προτείναμε 25 τμήματα άμεσα και 30 σε βάθος χρόνου, πράγμα που έγινε δεκτό και από τις άλλες πλευρές».
Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Α. Τουρλιδάκης, έκανε λόγο για «ενσωμάτωση του ΤΕΙ στο Πανεπιστήμιο», για να προσθέσει ότι η κοινή επιτροπή των δύο ιδρυμάτων κατέθεσε κοινή πρόταση. Ειδικότερα τόνισε: «Όπως γνωρίζετε έχει προταθεί στο υπουργείο ένα πόρισμα της κοινής επιτροπής και σ’ αυτό προτείνεται η ίδρυση ενός νέου τμήματος στη Δυτική Μακεδονία που θα προκύψει από την ενσωμάτωση του ΤΕΙ στο Πανεπιστήμιο, με στόχο τη δημιουργία ενός ισχυρού ιδρύματος. Προτάθηκε ο στρατηγικός σχεδιασμός του ιδρύματος, οι αρχές πάνω στις οποίες στηρίχτηκε και περιμένουμε από το υπουργείο να τοποθετηθεί με λεπτομέρεια πάνω σ’ αυτόν τον στρατηγικό σχεδιασμό, έτσι ώστε κι’ εμείς να πάρουμε μία λεπτομερή θέση ως Πανεπιστήμιο. Όταν έχουμε το τελικό σχέδιο του υπουργείου τότε θα γίνει η διαβούλευση και η τοποθέτηση των ακαδημαϊκών μονάδων.
Έχουμε συμφωνήσει τα δύο ιδρύματα ως αναφορά την αρχιτεκτονική δομή του νέου ιδρύματος. Συμφωνήσαμε ότι θα πρέπει να αξιοποιηθούν τα υπάρχοντα τμήματα, οι υπάρχουσες υποδομές και προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε την υπάρχουσα χωρική κατανομή, έτσι ώστε να μην υπάρξει απώλεια επιστημονικού. Δυναμικού από πλευράς καθηγητών και φοιτητών σε διάφορα κέντα της Δυτικής Μακεδονίας».
Εκφράζοντας τη θέση της δημοτικής Αρχής, ο δήμαρχος Κοζάνης Λευτέρης Ιωαννίδης Ιωαννίδης, υπογράμμισε: «Υπάρχει διάχυτος προβληματισμός γύρω από την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην περιοχή μας. Η περιοχή έχει επενδύσει διαχρονικά πάρα πολλές ελπίδες και προσδοκίες για την επόμενη μέρα στη λειτουργία των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. Νομίζω ότι στη μεταβατική φάση στην οποία βρίσκεται στη διαχείριση και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της επόμενης μέρας δεν μπορεί να βγει απ’ αυτή την εξίσωση η λειτουργία ενός ισχυρού ή ισχυρών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Επειδή υπάρχει διάχυτη ανησυχία για τις εξελίξεις και επειδή η περιοχή έχει επενδύσει πάρα πολλά λεφτά για τη λειτουργία των ιδρυμάτων, γι’ αυτό καλέσαμε αυτή τη συνάντηση να ενημερωθούμε και να καταθέσουμε σα δημοτικό συμβούλιο τον προβληματισμό μας. Η δική μας άποψη έχει κατατεθεί. Νομοτελειακά θα πρέπει να πάμε σε μια διαδικασία συγχώνευσης. Πρέπει να δούμε το μέλλον της περιοχής και κυρίως να δούμε τους κινδύνους. Αν έχουμε ιδρύματα που δεν είναι ισχυρά, τότε οι κίνδυνοι είναι πάρα πολλοί. Και δυστυχώς ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ μας, αλλά είναι σε βάρος μας. Γι’ αυτό ο καθένας από τη θέση που έχει, είτε αφορά ιδρύματα είτε το υπουργείο, πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων».
Εκ μέρους της μείζονος αντιπολίτευσης ο Λάζαρος Μαλούτας, άσκησε δριμεία κριτική στο υπουργείο Παιδείας, καταλογίζοντας «αλλοπρόσαλλη πολιτική» και «έλλειψη βούλησης» Σημείωσε ότι «κατά τη γνώμη μας και από την έρευνα που κάναμε για τις συνενώσεις σε άλλα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα προκύπτει ένα αλλοπρόσαλλο αποτέλεσμα από το οποίο δεν αναδεικνύεται η βούληση του υπουργείου Παιδείας. Η περιοχή μας χρειάζεται οπωσδήποτε ισχυρή παρουσία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ένας από τους πυλώνες που πρέπει να στηριχτεί από δω και πέρα η περιοχή είναι η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αν αυτό θα γίνει με ένα ή δύο ανώτατα ιδρύματα, αυτό αφορά πρωτίστως τις αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης. Από τη γενική περιρρέουσα που υπάρχει από τις πολιτικές που ασκούνται δεν προκύπτει αυτό το πράγμα. Αν δεν συνδυαστούν οι όποιες εξελίξεις με την αναδιάρθρωση του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή συρρίκνωση των κεντρικών ιδρυμάτων και ενίσχυση των περιφερειακών, καθώς και με άνοιγμα των περιφερειακών ιδρυμάτων σε ξενόγλωσσα τμήματα που να προσελκύουν φοιτητές από το εξωτερικό, φοβάμαι ότι η όλη προσπάθεια που γίνεται είναι θνησιγενής και θα έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των ιδρυμάτων και όχι την ανάπτυξή τους».