Με αφορμή την αποκριά θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τις βωμολοχίες, που εκστομίζονταν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων εκεί στον μακρινό ελληνικό πόντο.
Οι ποντιακές βωμολοχίες, μεταφρασμένες σήμερα στην ελληνική, θα μπορούσαν σήμερα να σοκάρουν και να θίξουν. Ενταγμένες όμως μέσα στο χιουμοριστικό σατιρικό κώδικα της ποντιακής γλώσσας είχαν χαρακτήρα διδακτικό και περιπαικτικό.
Χαρακτηριστική είναι η φράση, που κατά κόρον σχολιάστηκε από τον πόντιο ηθοποιό Χάρη –Κλύν “τρώγω τα κάκκαλα σ’”. Κάκκαλα: σύνθετη λέξη από ( κάτω-καλά), ( κατ’καλά), (κάκκαλα).
Η ποντιακή όπως και η ιωνική και θρακική κοινωνία είχε την ιδιαιτερότητα να φέρει μέσα της τα διονυσιακά και αριστοφανικά χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα τα ανατολίτικα πουριτανικά πρότυπα.
Η χριστιανική θεώρηση καθιστούσε τον άνδρα κύριο υποκείμενο στις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις.
Παρ’ όλα αυτά η γλώσσα κατόρθωσε να διασώσει εκφράσεις και αισθήματα από το μακρινό παγανιστικό παρελθόν μας.
Ο άντρας (ο άγουρον) από το στερητικό (α) και την( ώρα) ο άντρας δηλαδή, που δεν έχει ωριμάσει ακόμα, άρα ο νέος και κατ’ επέκταση ο σεξουαλικά ενεργός.
Εκφράσεις, που διαφοροποιούσαν τα δύο φύλα σε ασθενές και ισχυρό, λέγονταν σε κάθε στιγμή, που έπρεπε να προταθεί η ανωτερότητα και ο σεβασμός προς το ανδρικό φύλο.
Στον Πόντο δεν υπήρχαν ιδιαίτερες γιορτές με φαλλικά ή άλλα δρώμενα παρά μόνον κάποιες διονυσιακές παραστάσεις, ενταγμένες στα λαϊκό θέατρο των Μωμογέρων, όπου η νύφη, ως σύμβολο της γονιμότητας, καθόταν στο πρόσωπο ή στον φαλλό του άνδρα. Δεν γνωρίζουμε επίσης , αν προΰπαρχαν του χριστιανισμού και περιθωριοποιήθηκαν με την εμφάνισή του.
Λαϊκές εκφράσεις όμως, όπου υμνείται και θαυμάζεται ο φαλλοκρατισμός είναι πολλές και διάχυτες στο γλωσσικό μας μνημονικό.
Ο ανδρικός φαλοκρατισμός ξεκινούσε με αισθήματα χαράς και έπαρσης με τη γέννηση του αγοριού.
Ένα γεγονός, που από μόνο του προσέδιδε χαρά και περηφάνια στο στενό και ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Διαλαλούσαν την γέννα : φώς τ’ ομμάτια σ’ , αγουροπαίδ’ επήκες! αγουροπαίδ’!
Ο μετά την εφηβεία άνδρας λεγόταν άγουρος . Όταν μάλιστα είχε εύρωστο ανάστημα, έντονα χαρακτηριστικά και γενετήσια ορμή, τον αποκαλούσαν αγουροτό.
Τον νεαρό άνδρα τον έλεγαν υποκοριστικά και αγουρίτσο ή αγουρόπον: δηλαδή άνδρα νεαρό με αρρενωπή εμφάνιση και ανάστημα.
Όταν όμως εξέλειπαν αυτά τα πρότυπα, τότε τον αποκαλούσαν γαρίτσο (θηλυπρεπή).
Με την λέξη άγουρος υπονοούσαν ακόμη και τον άνδρα σύζυγο. Αγούρτς έλεγαν ακόμα, όσους ήταν γενναίοι, παλικάρια ,δυνατοί, ακόμα και έντιμοι και ειλικρινείς.
Με τις λέξεις αγουροσύνια ή αγουρότια, επαινούσαν την ανδρική συμπεριφορά ,την παλικαριά:
έδειξεν την αγουρότεν ατ’, έλεγαν.
Χαρακτηριστική ήταν η συμβουλευτική φράση: εκεί που θα πας, άγουρος ας είσαι, καθώς και ο κοινωνικός έπαινος : αείκος άγουρος ‘κ’ ευρίεται. Όταν για οποιοδήποτε λόγο ο άνδρας αδυνατούσε να ανταπεξέλθει σεξουαλικά, σχολιάζονταν διακριτικά : εκόπεν ας σην αγουρότεν ( κατέστη ανίκανος).
Η ανδρική ανικανότητα σαρκάζονταν με φράσεις όπως: μίαν ο Γιάννες ‘κ’ επορεί, μίαν ο κώλος ατ’ πονεί.
Όταν κάποιο ζευγάρι είχε μόνο κορίτσια, τότε μονολογούσαν εκφράζοντας τον οίκτο τους: εκεί ‘ς σ’ όσπίτ’ αγουρέα ‘κι μυρίζ’.
Ο άνδρας κατείχε ξεχωριστή θέση στην οικογένεια και στην κοινωνία. Η γυναίκα θα έπρεπε να τον υπηρετεί αδιαμαρτύρητα. Οι μάνες και οι πεθερές συμβούλευαν τις γυναίκες λέγοντας τες:
άντρας ισ’ ήλος έν, ή τον άγουρον να σαεύς ατόν. ή ‘Σ σ’ αγούρτς εμπροστά μη καλατσεύς, ή ‘Σ σ’ αγουρίων τα δουλείας μη ταράεσαι.
Η γυναίκα έπρεπε να περιορίζεται στις καθαρά γυναικείες υποχρεώσεις και να μην υπερβαίνει τις ευθύνες και τα καθήκοντα, που τις εκχωρούσε η αυστηρά ανδροκρατούμενη κοινωνία. Διαφορετικά θα κατηγορούνταν με τις εκφράσεις: αντράγουρος έν, ή κάκκαλα έχ’ αφ’κάτ’ ατς. Και για τις πιο δυναμικές γυναίκες έλεγαν τ’ αγούρτς σκατόν εφάησεν.
Η αγουρότια ( ανδρισμός) ήταν ταυτισμένος με το φαλλό, που αποτελούσε και το σύμβολο της ανδροκρατίας.
Ο Αριστοτέλης στο έργο του “Περί Ποιητικής” μας φανερώνει τη συμβολική απεικόνιση και παράσταση του φαλλού στα ΄΄Εξαρχόντων φαλλικά΄΄ γιορτές, που ακόμα στις μέρες μας διατηρούνται και γιορτάζονται σε πολλές πόλεις .
Στις γιορτές αυτές ,όπως μας επεξηγεί ο Αριστοτέλης, περιέφεραν έναν φαλλό τεράστιο και τραγουδούσαν τραγούδια βωμολοχικά κρατώντας ένα ομοίωμα φαλλού, που ήταν ιερό σύμβολο της γονιμότητας.
΄΄ Φαλλικόν, είναι ποίημα αυτοσχέδιον επί τω φαλλώ αδόμενον΄΄ Αριστοτέλης
Στην ποντιακή γλώσσα η λέξη φαλλός αντικαταστάθηκε από τη λέξη “ψωλή”, θηλυκό του αρχαίου επιθέτου ψωλός.
Πολλές άλλες ονομασίες πήρε το ανδρικό μόριο στα διάφορα μέρη του Πόντου όπως : ζουρνά, καϊπανά, σοϊχά, ελεμέτ’ σικί, αγγούρ’,κ.λ.
Η χρήση των παραπάνω λέξεων ήταν συχνή και καθημερινή . Στη λαϊκή ηθική το ανδρικό μόριο αποτελούσε σύμβολο αλαζονείας: ‘ς σην ψωλήν ατ’ κανάν ‘κι τσαλεύ, αφέλειας : είπαν ατόν, η ψωλή μ’ αγγούρ’ έν, κ’ επέρεν τ’ άλας και τρέχ’, παρορμητικότητας και ενθουσιασμού: εσκώθεν ο κώλος ατ’ κ’ εθάρρεσεν η ψωλή ατ’ έν’, άρνησης και αναποτελεσματικότητας: η ψωλή ντο ‘κι θέλ’ να γαμεί, ας ση μέσ’ ‘κεικά σκούται, αδιάφορίας και οκνηρίας: η ψωλή ατ’ καρύδια κοπανίζ, για τον ανύπανδρο και τον μοναχικό : ατός και η ψωλή ατ’, αποτυχία και ξεπεσμός: τη ψωλής ιμ’το κιφάλ’ έγκε ‘με ‘ς σ’ ατό το χάλ’, η ταύτιση του ερωτικού ενστίκτου με την ταξική υποβάθμιση : τ’ εφτωχού η κοιλία όταν γομούται, η ψωλή ατ’ σκούται, έκφραση αφηρημάδας και επιπολαιότητας: εποίεν ‘ς σο χοβαρταλούκ’ και την ψωλήν ατ’ ενέσπαλεν ‘ς σ’ οσπίτ’, για το φιλότιμο και δοτικό άνθρωπο: τσάπαν πη δί’ τον κώλον ατ’, πολλά ψωλία ευρίουν να γαμούν ατόν. κ.λ.
Ο φαλλοκράτης άνδρας στον Πόντο βρίσκονταν αντιμέτωπος με έναν αυστηρό ηθικό κώδικα συμπεριφοράς γιατί τα ερωτικά πλαίσια ήταν πολύ στενά και απαγορευμένα.
Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν πάντοτε κάποια περιθώρια παράνομης δράσης με τις ανάλογες πάντα συνέπειες: την έμορφον, π’ εγάπεσεν, την φούρκαν ‘κ’ εφοέθεν.
Ο άγουρος άνδρας, που ξεπερνούσε τα ηθικά μέτρα της εποχής, έπαιρνε τη μομφή του πόρνου ( πόρνες, πουτανέας ή ζαμπαράς) όπως μας αποκαλύπτει χαρακτηριστικά το ακριτικό τραγούδι :
Απόψε π’ ετραγώδεσεν ανάμεσα ‘ς σον κάστρον,
για κλέφτες έν, για πόρνες έν ,για καστροπαραδότες.
Στο τραγούδι αυτό φαίνεται η καταδίκη του ΄΄πόρνε΄΄ ή πουτανοτού, που ταυτίζεται ακόμα και με τον προδότη της πατρίδας, τον καστροπαραδότεν.
Η κοινωνική απόρριψη του και η παραίνεση για αλλαγή του επικινδύνου και άτακτου τρόπου ζωής του μαρτυρείται από τη λαϊκή παροιμία: πολλά αγγούρια πη λαγγεύ , εμπαίν κ’ έναν ‘ς σον κώλον ατ’.
Ο κοινωνικός περίγυρος καυτηρίασε τις παράνομες σχέσεις με φράσεις όπως : ποροζάν εγέντον ( έγινε ρεντίκολο) ή το ιρεζίλ μαλαμάτ’ εγέντον ( ρεζιλεύτηκε)
Οι ερωτύλοι άνδρες χαρακτηρίζονταν περιπαικτικά με τις φράσεις : πολλά χοβαρτάς έν ή με το : αείκος ζαμπαράς ‘κ’ ευρίεται.
Οι άνδρες, που είχαν ιδιαίτερη πέραση στον Πόντο, ήταν οι μουσικοί της εποχής: ο ζουρνατζής και ο λυριτζής, γι αυτό και έλεγαν τη φράση :την κόρ ν’ αφήντς ατεν, για λυριτζήν για ζουρνατζήν θα παίρ’.
Η ερωτική ενασχόληση λέγονταν: σεβταλούκ’ ή χοβαρταλούκ’ και η ερωτική πράξη γαμετόν. ενώ ο ερωτύλος γαμέας.
Πολύ αποκαλυπτική είναι η λεκτική ειρωνεία : Η κόρ’ έμαθεν το γαμετόν κι άλλο πάς ‘κι ίνεται.
Οι ερωτικές βωμολοχίες και φραστικές αναφορές είναι πάρα πολλές και συναντιόνται απλόχερα στα ποντιακά ανέκδοτα, στα οποία αποκαλύπτεται η γλωσσική ελευθεριότητα .
Με αφορμή τις διονυσιακές μέρες της αποκριάς θα ήθελα να ολοκληρώσω την πρωτόγνωρη έρευνα και αναφορά στις ερωτικές αθυροστομίες στον Πόντο, μ’ ένα περιστατικό που συνέβη στον Πόντο:
Ο Γιάννες, νιόπαντρος έτον και ο πατέρας ατ’ εδέκεν ατόν τ’ απάν’ την οτάν να κοιμάται με τη γαρήν ατ’.
Ατός πα με την Παρέσαν κείνταν αφκά ‘ς σην κάμαρην…. Τ’ οσπίτ’ δίπατον και το πάτωμαν ξυλένεν.
Κάθαν βράδον ο Γιάννες γουρταλαεύ τη γαρήν ατ’, και απ’ αφκά το μεσοδώμ’ γουρ’… γούρ’… γριτσανίζ’ και λαγκουνίεται.
Μίαν, δύο, κάποτε ο πατέρας ατ’ εγούζεψεν και από φκακές τζαιϊζ’ κι αχπαράζ’ ατον !
΄΄ Μώ ‘σε, Γιάννε, ‘κ’ εντρέπεσαι.; ντ’ έπαθες και κάθαν βράδον γουρ’- γουρ’ ,γούρ ‘κι αφήντς ‘μας να κοιμούμες ;΄΄
Ο Γιάνες πα απάν ‘ς σ’ άζ’ (στην πράξη) κλώσκεται και λέει ατόν:
Ά! ντό έν ; α! ντό εν;
Ατό πα πολλά είδες ατό!… Το σκατόν, ντ’ έτρωες εσύ , τρώγω ατό κ’ εγώ ατώρα….