Ημέρα, 27 Νοεμβρίου 2014. Ο χώρος, μπροστά από το Δημαρχείο Κοζάνης. Το σκηνικό, γνώριμο. Λίγες δεκάδες απεργών με πρόσωπα σφιγμένα μάλλον απογοητευμένα, λόγος ξαναζεσταμένος εκ μέρους του εργατικού κέντρου, δηλώσεις συνδικαλιστών, ίδια χιλιοπαιγμένη επαναστατική μουσική, ελάχιστες σκόρπιες διπλωμένες σημαίες και τρία ταλαιπωρημένα πανώ. Μια ακόμη επετειακή απεργία εξελίσσεται ομαλά στο ίδιο μοτίβο με δεκάδες προηγούμενες και κορυφώνεται με βουβή πορεία για να βγει η υποχρέωση.
Και το ερώτημα που έρχεται αυθόρμητο στο στόμα όλων των συμμετεχόντων είναι το ίδιο, πως είναι δυνατόν μετά από 4 χρόνια σκληρής λιτότητας, μετά από κατάργηση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων, μετά από χιλιάδες απολύσεις, μετά από την πλήρη αποδιοργάνωση του κράτους πρόνοιας, μετά από το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, μετά από την περιστολή του δημοκρατικού πολιτεύματος, μέσα στη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση που βιώνει η Ελλάδα σε συνθήκες ειρήνης ο κόσμος να μην ξεσηκώνεται, να μην αντιδρά όχι μόνο με την αφορμή μιας απεργίας και μια πορείας για έναν προϋπολογισμό ακραίας λιτότητας αλλά και σε κάθε περίπτωση απέναντι σ΄αυτούς που τον οδηγούν στην εξαθλίωση;
Η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό του καθενός είναι ότι φταίει η απαξίωση του συνδικαλιστικού κινήματος το οποίο διασύρθηκε πολλάκις και δικαίως τις περισσότερες φορές αφού εξελίχθηκε σε ένα κρατικοδίαιτο, κομματικό παραμάγαζο χωρίς καμία επαφή με το εργατικό κίνημα και φυσικά χωρίς καμία διάθεση ταξικής πάλης. Η ηγεσία των συνδικαλιστικών φορέων φροντίζει να εξαγγέλλει συνήθως μονοήμερες ανοργάνωτες απεργίες γνωρίζοντας τόσο η ίδια όσο και οι εργαζόμενοι την αναποτελεσματικότητα τέτοιων κινήσεων. Μια τακτική που πετυχαίνει το στόχο της, αφού ελάχιστοι είναι διατεθιμένοι να χάσουν το μεροκάματο χωρίς ουσιαστικό λόγο.
Φταίει ομοίως και η αδυσώπητη επίθεση των συστημικών ΜΜΕ που έχουν μετατρέψει στη συνείδηση του κόσμου κάθε μαζική εκδήλωση αντίδρασης σε εν δυνάμει φορέα καταστροφής φορτώνοντας με ενοχικά σύνδρομα και φόβο την προσπάθεια και μόνο απαγκίστρωσης από τον καναπέ.
Πέρα όμως από τα παραπάνω μία από τις βασικότερες αιτίες για την απουσία κάθε μορφής δυναμικής, οργανωμένης και μαζικής αντίδρασης είναι η βολική λογική της ανάθεσης που έχει κυριαρχήσει στην πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας αποτέλεσμα εποχών ευμάρειας και παθητικότητας. Τώρα όμως που η μνημονιακή συγκυβέρνηση κατάστρεψε κάθε έννοια αλληλεγγύης μαζί με την εξόντωση της ατομικής αξιοπρέπειας, τώρα που ο φόβος, ως κυρίαρχη στάση, έχει καλύψει όλο το φάσμα της ατομικής και κοινωνικής ζωής δεν θα έπρεπε μια μεγάλη μερίδα κόσμου να αναθέτει σε άλλους τη ζωή του, το παρόν και το μέλλον του αλλά θα έπρεπε να δρα συλλογικά και να διεκδικεί μαζικά.
Αν δούμε τα πράγματα πιο αναλυτικά θα διαπιστώσουμε ότι μία και μοναδική φορά τα τελευταία χρόνια αμφισβητήθηκε η λογική της ανάθεσης σε μαζική κλίμακα και αυτή ήταν στο λεγόμενο κίνημα των πλατειών όπου όμως η έλλειψη σαφούς ιδεολογικού προσανατολισμού, οργάνωσης και στόχου έδρασε διαλυτικά για την αρχικά ελπιδοφόρα αυτή προσπάθεια.
Το 27% που έδωσε ο λαός στο ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές αλλά και οι συνεχείς δημοσκοπήσεις που δείχνουν καθαρή νίκη και ενδεχόμενη αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές θα περίμενε κανείς να ξυπνήσουν τον κόσμο από τον παρατεταμένο λήθαργο, να διώξουν τον φόβο και να δώσουν νέα πνοή στα κινήματα, παρατηρούμε όμως ότι η λογική ης ανάθεσης έχει βαθιές ρίζες και δρα ομοίως και σε αυτή την περίπτωση. Έτσι εφησυχασμένος ο εν δυνάμει ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την ψήφο του και την επερχόμενη νίκη της αριστεράς στις εκλογές ως άλλοθι απραξίας και αποφυγή οποιασδήποτε άλλης δράσης απαιτώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι η μαζική, ριζοσπαστική, κινηματική αριστερά που όλοι θέλουμε παραμένοντας όμως γαντζωμένος στη λογική της ανάθεσης και όχι της συμμετοχής.
Μετά τα παραπάνω η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ μεγαλώνει ακόμη περισσότερο αφού πέρα όλων των άλλων έχει υποχρέωση να ανατρέψει αυτή τη λογική παραμένοντας ένα κόμμα συμμετοχικό, ριζοσπαστικό και κινηματικό με στόχο να συγκροτηθεί ένα κοινωνικός συσχετισμός τόσο ισχυρός που θα καταστήσει αναπότρεπτη την προσφυγή στις κάλπες και τη νίκη, μακριά από τη λογική του ώριμου φρούτου, χωρίς αυτό φυσικά να αναιρεί τις κοινοβουλευτικές και θεσμικές του παρεμβάσεις.