Ο Βαν και η Φραντσέσκα είναι δυο άνθρωποι που γνωρίζονται τυχαία σε κάποιο χειμερινό θέρετρο της Γαλλίας. Ο πρώτος εργάζεται, ασφυκτιώντας, σε ένα βιβλιοχαρτοπωλείο της περιοχής και η δεύτερη επισκέπτεται το σαλέ της ως πλούσια τουρίστρια. Αυτό που τους φέρνει κοντά είναι η αγάπη τους όχι απλώς για τα βιβλία αλλά για τα καλά μυθιστορήματα κι έτσι αποφασίζουν να οργανώσουν ένα επιχειρηματικό και ταυτόχρονα μυστηριώδες σχέδιο για τη δημιουργία του «Au Bon Roman», ενός βιβλιοπωλείου στο Παρίσι, στο οποίο θα πωλούνται μόνο τα καλά μυθιστορήματα. Άλλωστε μιλάμε για το Παρίσι. Άλλωστε μιλάμε για τη γαλλική γλώσσα. Ήτοι, τοπικά και γλωσσικά, μιλάμε για την κοιτίδα του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος.
Το σχέδιο τους είναι καλά οργανωμένο. Συστήνουν μια μυστική επιτροπή από συγγραφείς και συνάμα ακόρεστους αναγνώστες, οι οποίοι και θα προτείνουν τους τίτλους που θα βρίσκει κανείς στο Au Bon Roman, προς αποφυγήν μιας ύποπτης προτίμησης ή στοχευμένης δειγματοληψίας από μέρους των ιδρυτών. Εν πάση περιπτώσει, όσο ρευστά κι αν είναι τα κριτήρια του καλού μυθιστορήματος, με αυτόν τον τρόπο επιλογής ξεπερνιούνται προβλήματα που ωστόσο δεν θα γλιτώσουν τον Βαν και τη Φραντσέσκα από το απυρόβλητο. Τα μέλη της επιτροπής συμμετέχουν με ψευδώνυμα, δεν συναντώνται ποτέ, αλλά και οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες καταστρέφουν κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να αποδείξει την ταυτότητά τους. Ο Βαν, η Φραντσέσκα και οι λιγοστοί συνεργάτες που βρίσκονται πλάι τους είναι τόσο συνεπαρμένοι από το εγχείρημα, ώστε να παρακολουθούμε την αγωνία της σύστασης όχι μόνο μιας νέας επιχείρησης, αλλά μιας «μοναδικής» επιχείρησης∙ αυτής, που οι ιδιοκτήτες αντιλαμβάνονται τόσο ένθερμα και αισιόδοξα τις υπηρεσίες και το προϊόν που θα πουλήσουν που δεν υπάρχει ούτε ως ενδεχόμενο η μη ύπαρξη αγοραστικού κοινού.
Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλιοπωλείο υψηλής αισθητικής, η έκφραση του πόθου κάθε υποψιασμένου αναγνώστη και οι ίδιοι οι πελάτες υποστηρικτές και μύστες της πρωτότυπης αυτής ιδέας. Στο Au Bon Roman αναδεικνύεται η υπέρτατη λειτουργία της λογοτεχνίας: «να αλληλοαναγνωρίζονται και να συζητούν άνθρωποι που είναι πλασμένοι να συνεννοούνται». Το Au Bon Roman φτιάχτηκε από και για ανθρώπους που αγαπούν τη λογοτεχνία σε βάθος. Όχι απλά γι’ αυτούς που διαβάζουν μυθιστορήματα, αλλά γι’ αυτούς που όλη τους η ζωή συγχρονίζεται με την ανάγνωση.
Το «Στο Καλό Μυθιστόρημα» είναι ένα ευφάνταστο, ευρηματικό και καλογραμμένο μυθιστόρημα, ενώ τα σχόλια για τη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη είναι περιττά. Οι διάλογοι, η ειρωνεία και η σάτιρα των σύγχρονων λογοτεχνικών ηθών είναι ευφυώς τόσο γραμμένα όσο και μεταφρασμένα.
Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται εγκυκλοπαιδικό λεξικό ελληνικών και εξελληνισμένων ονομάτων συγγραφέων και τίτλων έργων αλλά και το αντίστοιχο λεξικό ξένων και μη εξελληνισμένων ονομάτων, με ημερομηνίες γέννησης ή/και θανάτου των δημιουργών ή ημερομηνίες έκδοσης των έργων τους για εύκολη αναζήτηση εν είδει βιβλιογραφικής αναφοράς. Σαν να μας παρατίθεται ο ίδιος ο κατάλογος του Au Bon Roman!
Η Laurence Cossé (Λοράνς Κοσέ) γράφει ένα βιβλίο που από αν στον μεταφρασμένο στα ελληνικά τίτλο προσθέταμε ένα κόμμα (Στο καλό, μυθιστόρημα!) θα μιλούσαμε για έναν αποχαιρετισμό στη μυθοπλασία. Κι αυτό, είναι ένα ερώτημα. Θα μπορούσε ένα βιβλιοπωλείο σαν το Au Bon Roman να είναι βιώσιμο, αν όχι στο Παρίσι, οπουδήποτε στην Ευρώπη; Σε ποιο μέρος του κόσμου, άραγε, είναι συγκεντρωμένοι εκείνοι οι παθιασμένοι αναγνώστες, οι οποίοι όχι από ελιτισμό αλλά από πραγματική αγάπη για τη λογοτεχνία, θα επισκέπτονταν συστηματικά ένα βιβλιοπωλείο στο ποίο δεν θα χωρά η εύπεπτη ανάγνωση, η πλημμυρίδα νέων τίτλων και τα κακογραμμένα ευπώλητα;
Στο Καλό Μυθιστόρημα
Laurence Cossé
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πόλις