Οι πρόσφατες βεβηλώσεις ιερών ναών της Εκκλησίας έδειξαν ότι ο ελληνικός λαός βιώνει βαθειά παρακμή, την οποία, δυστυχώς, δεν αισθάνεται. Ο τορπιλισμός της «Έλλης»την ημέρα της κοίμησης της Μεγαλόχαρης είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο και είχε συμβάλει τα μέγιστα στην εθνική ομοψυχία, όπως δείχθηκε μήνες αργότερα. Ίσως ισχυριστεί κάποιος ότι στην περίπτωση της βεβήλωσης ο «εχθρός» είναι εντός των τειχών. Εστιάζοντας όμως την προσοχή μας στους ελάχιστους νέους «αντιεξουσιαστές», οι οποίοι προέβησαν στις ενέργειες αυτές, προκειμένου να τιμωρήσουνθεσμό, θεωρούμενο, στην υπηρεσία της εξουσίας, και ρίχνοντας το ανάθεμα εναντίον τους μας διαφεύγει η ουσία του προβλήματος.
Δεν είναι η πρώτη φορά που «αντιεξουσιαστές» βεβηλώνουν ιερούς, για τους ορθοδόξους χριστιανούς, χώρους. Στο παρελθόν κατά τη διάρκεια καταλήψεων πανεπιστημιακών χώρων εικόνες παρεκκλησίων αμαυρώθηκαν με το σύμβολο της αναρχίας και αντιεκκλησιαστικά συνθήματα ολοκλήρωσαν τη βεβήλωση. Τότε τα συμβάντα δεν έλαβαν ευρεία δημοσιότητα. Οι πρόσφατες προκλήσεις υπήρξαν ακραίες και οδήγησαν σε έντονες αντιδράσεις από πλευράς διοικούσας Εκκλησίας. Είχαμε τονίσει σε παλαιότερα άρθρα μας ότι οι αυτοπροβαλλόμενοι ως αντιεξουσιαστές δεν αποτελούν συμπαγές σώμα, αλλά απαρτίζονται από ποικίλες ομάδες. Άλλοι εμφορούνται από αντικαθεστωτικό μίσος, καθώς η κοινωνική αδικία έχει πλεονάσει στις ημέρες μας, άλλοι πραγματοποιούν την «επανάστασή» τους κατά του υποκριτικού μεγαλοαστισμού ή ψευτοαριστερού οικογενειακού τους περιβάλλοντος, άλλοι , τέλος, είναι πράκτορες στην υπηρεσία σκοτεινών κύκλων. Η Ιερά Σύνοδος με ανακοίνωσή της μετά τα ανησυχητικά συμβάντα ανέφερε: «Είστε η αποτυχία μας. Η αποτυχία μας ως κοινωνίας, ως σχολείου, ως οικογένειας, ως δημοκρατίας». Λείπει κάτι από την ανακοίνωση. Θα έπρεπε να είχε προστεθεί το «ως πνευματικών ποιμένων του λαού», ώστε να είναι έκδηλη η αυτοκριτική.
Γιατί η Εκκλησία αποτελεί στόχο, ώστε να δέχονται πλήγματα ακόμη και ιστορικά μνημεία της; Προφανώς οι δράστες στην καταστροφική τους μανία δεν σκοτίζονται για την πολιτιστική μας κληρονομιά. Κάθε τι που σχετίζεται με φορέα στην υπηρεσία της εξουσίας γίνεται στόχος. Και είναι ευκολότερος στόχος ένα ιστορικό εξωκκλήσι. Το ουσιώδες ερώτημα όμως είναι: Γιατί θεωρείται από τους «αντιεξουσιαστές» η Εκκλησία όργανο στην υπηρεσία της εξουσίας; Προφανώς επειδή δεν είναι σε θέση, ίσως δικαιολογημένα, να διακρίνουν την Εκκλησία του Χριστού από τα πρόσωπα, τα οποία διαχρονικά τη στελεχώνουν.Οιθρησκείες εν γένει και η Εκκλησία, θεωρούμενη ως μία από αυτές, δέχθηκαν σφοδρές κατά καιρούς τις επικρίσεις κοινωνικών μεταρρυθμιστών θεωρούμενες όργανα στην υπηρεσία των κρατούντων. Οι επικρίσεις δεν υπήρξαν ανεδαφικές και ανιστόρητες, καθώς οι χριστιανοί θρησκευτικοί ηγέτες, για να περιορίσουμε την εξέταση στον χριστιανικό κόσμο, συμπορεύτηκαν, κατά κανόνα, με τους κοσμικά ισχυρούς, προσέφεραν σ’ αυτούς υπηρεσίες και στηρίχτηκαν από αυτούς όχι μόνο στη Δύση, όπου στρεβλώθηκε το πνεύμα του Ευαγγελίου, αλλά και στην καθ’ ημάς Ανατολή. Η επικράτηση του κομμουνισμού στη Ρωσία δεν θα ήταν δυνατή, αν οι εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν είχαν αποκλίνει δραματικά από το εκκλησιαστικό δέον.
Η Εκκλησία του Χριστού βρίσκεται υπό διωγμόν ανά τους αιώνες. Οι κύριοι διώκτες της είναι κατά πολύ πιο επικίνδυνοι από τους νεαρούς «βανδάλους» ιερών ναών. Δεν αναφερόμαστε μόνο σ’ εκείνους, που έχοντας έκδηλη την εχθρότητα προς την Εκκλησία, κήρυξαν διωγμό κατ’ αυτής με συνέπεια πλήθος πιστών να οδηγηθεί στο μαρτύριο. Έχομε κατά νουν τους σύγχρονους εξουσιαστές, οι οποίοι, διακηρύσσοντας την ανεκτικότητα και το σεβασμό της ελευθερίας της συνειδήσεως, έχει κηρύξει απηνή διωγμό κατά της Εκκλησίας με στόχο την αποϊεροποίηση των πάντων. Οι χριστιανικές κοινωνίες τελούν υπό κατάρρευση έχοντας υιοθετήσει τον πρακτικό υλισμό και έχοντας υποταχθεί σε κοινωνικοπολιτικό σύστημα εχθρικότατο προς τον ευαγγελικόλόγο, στο οποίο ως μόνη αξία θεωρείται το χρήμα. Γι’ αυτό και είναι παντελώς άστοχη η επισήμανση της Ιεράς Συνόδου ότι οι «αντιεξουσιαστές» είναι η αποτυχία μας ως δημοκρατίας. Δημοκρατία, όπως τη δίδαξε ο Χριστός στον λόγο του περί εξουσίας και εξουσιαστών, δεν επικράτησε ακόμη στην επιφάνεια του πλανήτη ούτε ασφαλώς και θα επικρατήσει ερήμην Χριστού. Αν οι θρησκευτικοί ηγέτες, και πρωτίστως οι ορθόδοξοι, καυτηρίαζαν, με βάση τον ευαγγελικό λόγο την κραυγαλέα κοινωνική αδικία στα πλαίσια του επικρατούντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος, κανένας ναός δεν θα είχε δεχθεί επίθεση.
Η Ιερά Σύνοδος έσπευσε να επιδοκιμάσει την καταδίκη της ιεροσυλίας από κάποια κόμματα της Βουλής, τα οποία, υποκριτικά ενεργήσαντα,έσπευσαν να καταδικάσουν τις πράξεις, προκειμένου να αποκομίσουν κομματικά οφέλη. Η κυβέρνηση, το κύριο κόμμα της οποίας είχε έκδηλη την αντιεκκλησιαστική του πολιτική, όταν ακόμη δεινοπαθούσε να εισέλθει στη Βουλή, ήταν αναμενόμενο να μην εκδηλώσει ευαισθησία, ώστε να καταδικάσει ενέργεια κατά της Εκκλησίας. Τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος απαξιώνουν έντονα την πίστη, η οποία, δυστυχώς, έπαψε να συγκινεί μεγάλο μέρος του λαού μας, ο οποίος, χωρίς πνευματική στήριξη, έχει μοιρολατρικά υποταχθεί στα κελεύσματα της νέας τάξης πραγμάτων, της τάξης που υπηρετούν κατά τρόπο προκλητικό πλέον και πολλοί από εκείνους, που κάποτε καλλιεργούσαν το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και κάποιοι γόνοι αυτών από αντίδραση εκδηλώνουν αναρχική συμπεριφορά, ώσπου να «ωριμάσει» η κρίση τους, οπότε θα σωφρονιστούν και θα υιοθετήσουν τη «ρεαλιστική» τακτική των μεγάλων.
Πρόσφατα στη Βουλή σχεδόν όλα τα κόμματα ψήφισανδιάταξη, σε άσχετο προς το θέμα νομοσχέδιο, προς υπέρβαση των σκοπέλων για την ανέγερση τεμένους στην Αθήνα. Σε μια χώρα που αδιαφόρησε πλήρως για την εκπλήρωση του τάματος των αγωνιστών για την ελευθερία μας, για την ανέγερση δηλαδή ιερού ναού ευγνωμοσύνης προς τον Σωτήρα Χριστό, «αριστερή» κυβέρνηση υπερβαίνει νομοθετικά τις υποκριτικές κωλυσιεργίες των κομμάτων εξουσίας κατά το παρελθόν. Όχι βέβαια επειδή τρέφει συμπάθεια προς το ισλάμ, αλλά επειδή εκτελεί τις εντολές εκείνων που θέλουν η χώρα μας να υποστεί πλήρη αλλοίωση του χαρακτήρα της και ο λαός της να απωλέσει την ταυτότητά του, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν ακόμη και λίγες δεκαετίες πριν η ελληνορθόδοξη πίστη.
Άραγε δεν θα υποστούμε τις συνέπειες της αφροσύνης μας;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»