«Πρόκειται νὰ ἔλθη γιορτή, ποὺ εἶναι ἀπὸ ὅλες τὶς γιορτὲς ἡ σεμνοτάτη καὶ φρικωδεστάτη. Δὲν θὰ ἔκαμνε λάθος, ἂν κάποιος τὴν ὀνόμαζε Μητρόπολι ὅλων τῶν ἑορτῶν».
Μὲ αὐτὸν τὸν ἀποφθεγματικὸ ὁρισμὸ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὑπέγραψε τὸ μεγαλεῖο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ τὴν καθόρισε νὰ γιορτάζεται πλέον στὴν Ἀντιόχεια. Συνεχίζει τὴν σκέψι του, γιὰ νὰ ἀποδείξη γιὰ ποιοὺς λόγους τὰ Χριστούγεννα εἶναι Μητρόπολι ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν καὶ λέγει.
«Ἀπὸ αὐτὴν ἔλαβαν τὸ ξεκίνημά τους τὰ Θεοφάνια, τὸ ἱερὸ Πάσχα, ἡ Ἀνάληψι καὶ ἡ Πεντηκοστή. Διότι ἂν δὲν γεννιοῦνταν κατὰ σάρκα ὁ Χριστός, δὲν θὰ βαπτίζονταν, ποὺ εἶναι τὰ Θεοφάνια. Δὲν θὰ σταυρώνονταν, ποὺ εἶναι τὸ Πάσχα. Δὲν θὰ ἔπεμπε τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ἡ Πεντηκοστή.
Ὥστε ἀπὸ αὐτήν, σὰν ἀπὸ πηγή, ξεκίνησαν κάποιοι ποταμοί, καὶ γεννήθηκαν σὲ μᾶς αὐτὲς οἱ γιορτές. Ὄχι δὲ μόνο γιαὐτὸν τὸν λόγο ἡ ἡμέρα αὐτὴ πρέπει νὰ κατέχη τὴν προεδρικὴ θέσι, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι τὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη σαὐτὴν εἶναι πολὺ φρικωδέστερο ἀπὸ ὅλα. Διότι ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ἦταν ἀκόλουθο τὸ νὰ πεθάνη. Ἔστω κι ἂν δὲν ἔκανε ἁμαρτία, ὅμως ἔλαβε θνητὸ σῶμα. Βεβαίως καὶ αὐτὸ ἦταν θαυμαστό. Ὅμως τὸ νὰ εἶναι Θεὸς καὶ νὰ θελήση νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ καταδεχθῆ νὰ κατεβῆ τόσο πολύ, ὅσο δὲν μπορεῖ οὔτε καὶ ἡ φαντασία νὰ τὸ δεχθῆ, αὐτὸ εἶναι τὸ φρικωδέστατο καὶ γεμᾶτο ἔκπληξι. Αὐτὸ θαυμάζοντας ὁ Παῦλος ἔλεγε, «Καὶ πραγματικὰ εἶναι πολὺ μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς εὐσέβειας». Ποιὸ εἶναι τὸ μέγα; «Ὁ Θεὸς φανερώθηκε μὲ σῶμα!» Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει. «Δὲν προσέλαβε ἀγγέλους ὁ Θεός, ἀλλὰ ἀπόγονο τοῦ Ἀβραάμ. Γιαὐτὸ καὶ ὤφειλε νὰ μοιάζη σὲ ὅλα μὲ τοὺς ἀδελφούς». Γιαὐτὸ κατ’ ἐξοχὴν ἀσπάζομαι καὶ τιμῶ αὐτὴν τὴν ἡμέρα, καὶ παρουσιάζω δημόσια τὴν ἀγάπη μου, γιὰ νὰ σᾶς καταστήσω ὅλους συμμέτοχους τῆς ἀγάπης μου.
Γιαὐτὸ σᾶς παρακαλῶ ὅλους καὶ σᾶς ἱκετεύω νὰ προσέλθετε ὅλοι μὲ πολλὴν προθυμία. Ὁ καθένας νὰ κενώση τὸ σπίτι του, γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὸν Δεσπότη σπαργανωμένο νὰ πλαγιάζη στὴν φάτνη. Νὰ ἰδοῦμε ἐκεῖνο τὸ φρικτὸ καὶ παράδοξο θέαμα. Διότι ποιὰ ἀπολογία καὶ συγγνώμη θὰ ἔχουμε; Ὅταν αὐτὸς μὲν κατεβαίνη ἀπὸ τοὺς οὐρανούς γιὰ μᾶς, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν ἐρχώμαστε πρὸς αὐτὸν οὔτε ἀπὸ τὸ σπίτι μας; Ὅταν μάγοι, ἄνθρωποι βάρβαροι καὶ ἀλλόφυλοι, ἀπὸ τὴν Περσία τρέχουν, ὥστε νὰ τὸν ἰδοῦν νὰ πλαγιάζη στὴ φάτνη; Ἐσὺ δὲ ὁ Χριστιανὸς δὲν ἀντέχεις νὰ περπατήσης οὔτε μικρὴ διαδρομή, ὥστε νὰ ἀπολαύσης αὐτὸ τὸ μακάριο θέαμα; Διότι ἂν προσέλθουμε μὲ πίστι, θὰ τὸν ἰδοῦμε σίγουρα νὰ πλαγιάζη στὴ φάτνη. Διότι αὐτὴ ἡ ἁγία Τράπεζα ἀντικαθιστᾶ τὴν Φάτνη»!
Ἰω Χρυσοστόμου, Στὸν μακάριο Φιλογόνιο PG48,752-753
ἀρ.νι.μα.