Το ορατό τμήμα των μαλλιών είναι στοιβάδες νεκρών κυττάρων που ενώνονται μεταξύ τους με συνδετικό ιστό και λίγο νερό. Ακριβώς επειδή δεν είναι ζωντανός ιστός, δεν νιώθουμε πόνο όταν τα κόβουμε.
Σύμφωνα με το news4health, ο μέσος ενήλικας διαθέτει 100 έως 150 τρίχες στο τριχωτό της κεφαλής του, από τις οποίες ανά περιόδους μπορεί να χάνονται καθημερινά έως και 100 από αυτές. Ανά πάσα στιγμή εξάλλου, το 90% των μαλλιών μας βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης.
Οι τρίχες φύονται από θυλάκους (τριχοσμηγματογόνοι θύλακες) και κάθε μία έχει τον δικό της κύκλο ζωής. Οι θύλακες επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, ενώ από την κατάστασή τους εξαρτάται πόσο καιρό θα έχουμε τα μαλλιά μας, πόσο θα μακραίνουν αλλά και πότε (και αν) θα πέσουν (προσωρινά ή για πάντα).
«Η τριχόπτωση έχει πολλές αιτίες, οι οποίες προσδιορίζουν και τον τύπο της. Ανάλογα δηλαδή την αιτία, καθορίζεται αν η τριχόπτωση θα είναι βαθμιαία ή απότομη, αν θα λεπτύνουν τα μαλλιά ή θα αραιώσουν σε κάποια σημεία, αν θα είναι μόνιμη ή προσωρινή και αν τα μαλλιά θα ξαναβγούν κάποιες φορές ακόμα μόνα τους ή θα χρειασθούν θεραπεία», λέει ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Μάρκος Μιχελάκης, από τον ΕΔΟΕΑΠ.
«Οι αιτίες μπορεί να είναι εγγενείς ή επίκτητες και συμπεριλαμβάνουν καταστάσεις στις οποίες δεν έχουμε κανέναν έλεγχο, αλλά και προβλήματα που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε».
Κληρονομικότητα, στρες και αρμονικές αλλαγές
Από τις καταστάσεις αυτές οι πιο γνωστές είναι η κληρονομικότητα και το στρες. Γονίδια που μπορεί να κληρονομήσουμε και από τους δύο γονείς μπορεί να επηρεάσουν την προδιάθεσή μας στην ανάπτυξη κυρίως ανδρογενετικού (ή ανδρικού) τύπου αλωπεκίας (είναι η κλασική τριχόπτωση με την μόνιμη απώλεια μαλλιών που παρατηρείται σε άνδρες και γυναίκες). Αντίστοιχα, το στρες μπορεί να οδηγήσει σε παροδική τριχόπτωση ή, σπανιότερα, να ενεργοποιήσει αυτοάνοσες διαταραχές. Αυτό μπορεί να προκαλέσει απώλεια τριχών, η οποία μπορεί να είναι εντοπισμένη ή εκτεταμένη.
Οι ορμονικές αλλαγές που εκ φύσεως ή λόγω ασθενείας συμβαίνουν στον οργανισμό επίσης μπορεί να επηρεάσουν τα μαλλιά μας. Η εγκυμοσύνη, η λοχεία και η εμμηνόπαυση ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Το ίδιο και οι παθήσεις του θυρεοειδούς, καθώς και το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών που αποτελεί την πιο συχνή ενδοκρινική πάθηση των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας.
Ο τοκετός επίσης μπορεί να επηρεάσει τα μαλλιά, λόγω του έντονου στρες που προκαλεί στον οργανισμό. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα έντονα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής (π.χ. μία βαριά ασθένεια ή εγχείρηση, ένα διαζύγιο, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου) που μπορεί να αφήσουν το «αποτύπωμά» τους στο τριχωτό της κεφαλής.
«Ωστόσο ο αντίκτυπός τους συνήθως είναι παροδικός, με την τριχόπτωση να παρατηρείται για διάστημα μερικών μηνών. Στην πραγματικότητα, όταν η αιτία της είναι ένα έντονα στρεσογόνο γεγονός συνήθως απαιτούνται 6-9 μήνες έως ότου ανακτήσουν τα μαλλιά την πρότερη πυκνότητά τους», κατά τον κ. Μιχελάκη.
Η τριχόπτωση ως παρενέργεια φαρμάκων
Η λήψη ορισμένων φαρμάκων επίσης μπορεί να προκαλέσει τριχόπτωση. Κλασικό παράδειγμα είναι η χημειοθεραπεία για τον καρκίνο, αλλά υπάρχουν και άλλα φάρμακα που μπορεί να επηρεάσουν τα μαλλιά. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται αντιπηκτικά (αιμολυτικά) για την προστασία από τις θρομβώσεις, οι β-αδρενεργικοί αποκλειστές που χορηγούνται για την υπέρταση, καθώς και ορισμένα αντισυλληπτικά (αυτά μπορεί να προκαλέσουν τριχόπτωση για λίγο καιρό μετά από την διακοπή της λήψης τους, διότι προκαλείται προσωρινή ορμονική διαταραχή στον οργανισμό).
Το τριχωτό μπορεί να επηρεάσουν και ορισμένα φάρμακα για την αρθρίτιδα, την κατάθλιψη, την ουρική αρθρίτιδα, την καρδιοπάθεια κ.λπ. «Αν νομίζετε ότι η τριχόπτωσή σας οφείλεται σε ανεπιθύμητη ενέργεια σε φάρμακα που παίρνετε, συζητήστε το θέμα με τον ιατρό που σας τα χορήγησε», συνιστά ο κ. Μιχελάκης.
«Για κανένα λόγο μην διακόψετε τη λήψη τους χωρίς να τον συμβουλευθείτε. Πόσο μάλλον που μερικά φάρμακα έχουν σοβαρές συνέπειες όταν διακόπτονται απότομα». Η ακτινοθεραπεία στην περιοχή του κεφαλιού επίσης μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια του τριχωτού. Η απώλεια μπορεί να αρχίσει 2-3 εβδομάδες μετά την έναρξη των ακτινοβολιών στο κεφάλι, ενώ συνήθως υποστρέφεται μετά το τέλος των θεραπειών.
Ωστόσο τα νέα μαλλιά συνήθως δεν είναι τόσο πυκνά όσο προηγουμένως, ενώ σε μερικούς ασθενείς παρατηρούνται και σημεία στο κεφάλι χωρίς μαλλιά. Όσο περισσότερες ακτινοθεραπείες κάνει ένας ασθενής, τόσο περισσότερος καιρός χρειάζεται έως ότου αρχίσει να ξαναβγάζει μαλλιά.
Η τριχόπτωση μπορεί ακόμα να οφείλεται σε παθήσεις, εκτός από τις θυρεοειδοπάθειες που προαναφέρθηκαν. Άλλα νοσήματα που μπορεί να την προκαλέσουν είναι ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ο σακχαρώδης διαβήτης, η σιδηροπενική αναιμία, οι διαταραχές πρόσληψης τροφής (π.χ. νευρογενής ανορεξία), η αναιμία, η ψωρίαση στο τριχωτό κεφαλής κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές τα μαλλιά συνήθως ανακάμπτουν όταν ρυθμιστεί η υποκείμενη ιατρική αιτία, εκτός κι αν δημιουργηθεί ουλώδης ιστός στο δέρμα του κρανίου.
Ο κίνδυνος αυτός υπάρχει με ορισμένες μορφές λύκου, με τον ομαλό λειχήνα (είναι ένα είδος αυτοάνοσης δερματικής εκδήλωσης), με ορισμένες διαταραχές των ωοθυλακίων και σε άλλες παθήσεις που μπορεί να επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Ακόμα και ορισμένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί να προκαλέσουν τριχόπτωση. Η σύφιλη είναι ένα από αυτά. Αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με την κατάλληλη θεραπεία μπορεί σε βάθος χρόνου να προκαλέσει κατά τόπους «γυμνά» σημεία στο τριχωτό της κεφαλής, τα φρύδια, τη γενειάδα και σε άλλα σημεία του σώματος.
Οι «επικίνδυνες» συνήθειες
Η διατροφή επίσης είναι σημαντική. Η ανεπαρκής κατανάλωση πρωτεϊνών και οι πολύ στερητικές δίαιτες μπορεί να προκαλέσουν παροδική αλωπεκία. Το ίδιο και η έλλειψη βιοτίνης, σιδήρου ή ψευδαργύρου από το καθημερινό διαιτολόγιο. Τριχόπτωση, τέλος, μπορεί να προκαλέσει και ο λανθασμένος τρόπος περιποίησης των μαλλιών.
Η πολύ συχνή χρήση του σεσουάρ (πιστολάκι), οι αλλεπάλληλες αλλαγές στο χρώμα, το λούσιμο με καυτό νερό, το στέγνωμα με δυνατό τρίψιμο με πετσέτα, οι περμανάντ κ.λπ. μπορεί να εξασθενήσουν τα μαλλιά και να τα κάνουν εύθραυστα. Αντίστοιχα, το δυνατό τράβηγμα προς τα πίσω (π.χ. σε σφικτή αλογοουρά ή κότσο), ειδικά όταν συνυπάρχει προδιάθεση, μπορεί να αδρανοποιήσει τη ρίζα της τρίχας λόγω της έλξης.
Οι συνέπειες αυτές είναι παροδικές αν εκλείψει το αίτιό τους, εκτός κι εάν υπάρχει επιμονή στον τρόπο χτενίσματος. Αν αναπτυχθεί ουλώδης ιστός στο δέρμα του κρανίου, γίνονται μόνιμες. «Πολλές αιτίες της τριχόπτωσης μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, επομένως η ακριβής διάγνωση σε κάθε ασθενή ξεχωριστά έχει καθοριστική σημασία», τονίζει ο κ. Μιχελάκης. «Χωρίς ακριβή διάγνωση, οι θεραπείες για την αλωπεκία μπορεί να αποδειχθούν αναποτελεσματικές», καταλήγει.