Η ερχόμενη Κυριακή των Προπατόρων και ιδίως τα λειτουργικά κείμενα και αναγνώσματά της, παρέχουν αφορμές για την ανάπτυξη μιας σειράς θεμάτων. Από αυτά, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προχριστιανική θεολογία ως τύπος ή έκφραση τριαδολογίας και μονοθεϊσμού. Όμως επίκεντρο των Τριών Παίδων, υπήρξε η ομολογία τους ενόψει του επικειμένου μαρτυρίου. Κατά την παλαιοδιαθηκική διήγηση προ της μαρτυρικής πυράς, τέθηκε η προσευχή του Αζαρία. Σε αυτήν έχουμε μια έξοχη προεικόνιση της λατρείας η οποία έμελλε να έρθει, χωρίς έμψυχες θυσίες, αλλά με τον άνθρωπο να προσφέρει τα τίμιά του έργα και με αποδεκτή από τον Θεό ως θυσία, το πνεύμα και η καρδιά της συντριβής και της ταπείνωσης (Δανιήλ 3:38-40. Βλ. και Ψαλμοί 50:18-19). Ο Δανιήλ από την μεριά του, πέρα από μεγάλος προφήτης ο οποίος εξήγησε το θεϊκό χρησμό, ήταν αυτός ο οποίος αναφέρθηκε στον Αλέξανδρο που ως τράγος θα διαδέχονταν την δυναστεία του κριού (Δανιήλ 8:5-7). Παράλληλα αποκάλυψε τον Παλαιό των Ημερών Χριστό (Δανιήλ 7:9).
Η ομολογία αυτή σε καθεστώς βαβυλωνιακής κατοχής για τον Ισραήλ, φαίνεται να συνιστά και μια αναφορά στον Ιερεμία. Στον τελευταίο υπάρχει η προφητεία με τα σύκα. Η συκή αποτελούσε στην Αρχαία Ελλάδα κύρια αλληγορία της ζωογονίας και του αφηρωισμού, συνδεδεμένη με την Δήμητρα (Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Α΄, «Αττικά», 37, 2). Ειδικά οι καρποί της, τόνιζαν τα αποτελέσματα της μυστηριακής μύησης. Στην περίπτωση του Ιερεμία, υπήρχαν οι καλοί και οι κακοί καρποί της συκής, με τους πρώτους να αφορούν τους πιστούς εκτός της μητροπολιτικής Παλαιστίνης, εν προκειμένω στη χώρα των Χαλδαίων. Αντίθετα τα πονηρά σύκα, συναρτώνται με τον μητροπολιτικό Ισραήλ ως άπιστο, προαναγγέλλοντας τον επικείμενο διασκορπισμό του στα Έθνη (Ιερεμίας 24:5-24:10). Υπό το πρίσμα αυτής της προφητείας, μπορούν να κατανοηθούν ορισμένα άλλα βιβλικά χωρία, όπως το «παν δένδρον μη ποιούν καλόν καρπόν εκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (Ματθαίος 7:19), αλλά και το περιστατικό του Χριστού με την ξηρανθείση συκή σε περίοδο ακαρπίας (Μάρκος 11:12-14 και Ματθαίος 21:18-22).
Ως τριαδολογικός τύπος στην Παλαιά Διαθήκη, πέρα από την περίπτωση των Τριών Παίδων, αναγνωρίζεται και η Φιλοξενία του Αβραάμ (Γένεση, 18:1-10). Πιο ξεκάθαρη αναφορά, συνιστά η Δημιουργία κατά τη Γένεση 1:26. Ο Θεός εμφανίζεται ως ο Δημιουργός κτιστών θεών – αγγέλων (Δανιήλ 3:58-61 και 3:90),των Ουρανών και των σημαντικότερων θεοποιημένων σωμάτων στον Αρχαίο Κόσμο, δηλαδή του Ήλιου και της Σελήνης (Δανιήλ 3:62). Όμως στην βιβλική διήγηση αυτά είναι, σαφώς, μόνο ουράνια σώματα, κατά την δημιουργία των οποίων οι Άγγελοι ήσαν παρόντες (Ιων 38:7). Σε αντίθεση, στους Χαλδαίους ο Ήλιος ταυτίζονταν με τον Κρόνο, ενώ είχε ύψιστη μυστηριακή αξία για τους Αρχαίους Έλληνες. Στο σημείο αυτό, θα κάνουμε μνεία του Παπύρου του Δερβενίου, όπου πάνω από τον μυστηριακό Ύψιστο Ήλιο, αναφέρεται πως δημιουργός και αυτού, ήταν ο Ύψιστος Δημιουργός Θεός, ο οποίος συνειδητά τον δημιούργησε (Στήλη XXV, 9-13).
Εν τέλει, η ομολογία των Τριών Παίδων, τίθεται ως «χρηστά σύκα». Σε συνδυασμό με την επίκληση του Ησαΐα, η οποία ενσωματώθηκε στο δοξαστικό του Όρθρου, «ιδού η παρθένος εν γαστρί…» (Ησαΐας 7:14), προϊδεάζει για την κλήση των Εθνών, αλλά και για την απιστία του μητροπολιτικού Ισραήλ: «έγνω βους τον κτησάμενο και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού. Ισραήλ δε με ούκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν» (Ησαΐας 1:3).
Ένα σημαντικό συμπέρασμα από την επιλογή των καινοδιαθηκικών αναγνωσμάτων της Κυριακής των Προπατόρων, είναι βαπτισματικό και εν συνεχεία λειτουργικό. Η ομολογία είναι πνευματική φλόγα, η οποία κατανικά την υλική φλόγα και οδηγεί στην αφαίρεση των θνητών του σώματος στοιχείων προς αθανασία (για να παραφράσω μια αρχαιοελληνική θεολογική αντίληψη, στην οποία βασίσθηκε η εξόχως θεολογική ταφική πυρά). Η περίοδος πριν τα Χριστούγεννα, υπήρξε η δεύτερη περίοδος, την οποία η Εκκλησία καθιέρωσε ως προετοιμασία των κατηχουμένων υποψηφίων προς το Βάπτισμα. Εξ ου και τις ημέρες των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνεια, αντί του τρισαγίου ύμνου στην Λειτουργία, ψάλλεται το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε». Έτσι δικαιολογείται, απόλυτα, η εκλογή αυτού του κειμένου, αφού ο απόστολος Παύλος ζητά την απέκδυση του παλαιού ανθρώπου και την ένδυση του καινού. Στον ιερό Γάμο Εκκλησίας και Χριστού στον οποίο συνανήκουμε ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, δεν υπάρχει διάκριση εθνική, θρησκευτική και ταξική, αλλά όλα ενοποιούνται στον Χριστό (Κολοσσαείς 3:4-11).
Τα αναγνώσματα της ημέρας καταλήγουν στην ευαγγελική περικοπή (Λουκάς 14:16-24), η οποία συγκεφαλαιώνεται στο εξής περίφημο: «ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου. Πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Λουκάς 14:24). Η πίστη αποτελεί μια διαδικασία κλήσης υπό του Πατρός, στην οποία τίποτε δεν είναι αξιωματικά αποδεκτό ή εθνικό. Δεν υπολογίζεται ως απόλυτο τεκμήριο, η παλαιότητα παρουσίας στην Ορθοδοξία. Αναμένεται και η δική μας αποδοχή στην κλήση, χρειάζεται αλληλεπίδραση. Έτσι γίνονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι (Ματθαίος 20:16). Αν σε εκείνα τα χρόνια τέτοιο φρόνημα είχαν οι παραδοσιακοί Ιουδαίοι και κατακρίθηκαν, σήμερα ας σωφρονισθούμε από το παράδειγμά τους εμείς, οι οποίοι, ίσως, βρισκόμαστε σήμερα στη θέση τους, ως «ορθόδοξοι παλαιόθεν».