Τιμώντας τη μνήμη των θυμάτων του ολοκαυτώματος της μαρτυρικής κοινότητας Πύργων του Δήμου Εορδαίας, η Παναγιώτα Γ. Παρασκευά από το γειτονικό, επίσης μαρτυρικό Μεσόβουνο, έγραψε το παρακάτω ποίημα, το οποίο θα απαγγείλει στην εκδήλωση τιμής και μνήμης των θυμάτων της γερμανικής θηριωδίας, που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 3 Μαΐου στους Πύργους.
Ξημέρωμα στο νέφελο
Με ανθισμένο βλέμμα,
Έμεινε τώρα να κοιτά
Το διαμαντένιο στέμμα.
Περνά το ύστερο πουλί,
Κλαψιάρικη η λαλιά του,
Με ματωμένο το κορμί
φέρνει το θλιβερό μαντάτο.
Πήρανε θέση τη νυχτιά
Βαρβάρων τα νυστέρια,
Έχουνε βάλει στόχο τους
Κάτασπρα περιστέρια.
Τώρα, απλώνεται σιωπή,
νέκρα που τρομάζει,
εχθρικά τζιπ κυκλοφορούν
ελεύθερα στους δρόμους
σκορπώντας τρόμο.
Αύριο πάλι! Ποιος ξέρει;
Ποιος ξέρει;
Οι δρόμοι ερημώσανε
τα δένδρα σιγοτρέμουν,
ο ήχος τους μοιάζει
με θάλασσα που έχει κύμα
Κι όμως δεν σαλεύουν.
Τι συμφορά ! Τι καταχνιά!
τι μαύρος ουρανός!
Τους… μάζεψαν …επίτηδες
και τι βαρύς σταυρός.
Ω Συμφορά! τους μάζεψαν.
Τούτη την ώρα τα μάτια βουρκώνουν
το αίμα παγώνει, βουβή σκοτεινιά,
κάθε ελπίδα η θλίψη κυκλώνει
η ζωή τους μετριέται για λίγα λεπτά.
Ποιος είσαι εσύ; με την άγρια λόγχη
ποιος είσαι εσύ; που θάνατο σκορπάς,
βουβός ο πόνος η πλάση νεκρώνει
το βλέμμα σκεπάζει βαθιά σκοτεινιά
Οι κουκουλοφόροι…
Οι προδότες οι δολοφόνοι.
Θα τους δείξουν έναν έναν
διαλεκτά παλικάρια.
Δίνεται το σύνθημα: εσύ εσύ εσύ!
Αθώων αίμα κύλησε.
Είναι η ζωή η ίδια,
είναι η ανάσα της αυγής
Της γης μας ευλογία…
Ήρθανε και σκοτώσανε,
όλα τα στερνοπούλια
κάψανε ζωντανά κορμιά,
σκοτείνιασε η πούλια
Του τόπου μας τα χώματα
Όλ’ ΄ τη χαρά κι από το φως
στα μαύρα θα ντυθούνε
Γίνηκαν άδικοι πολύ
φονιάδες πουλημένοι,
έμεινε τώρα να κοιτά
η μάνα τρελαμένη.
Βλέπει του πόνου τη θωριά
να στέκεται μπροστά της,
να την κοιτά κατάματα
πετρώνει την καρδιά της.
Ποιος είδε πικροχάροντα;
ποιος είδε τόσο πόνο;
να ‘ρχεται όλος πάνω του
στης ζήσης του το δρόμο.
Σείεται απ’ άκρη ο ουρανός
η χώρα αγκομαχάει,
πέφτουνε μαύροι κεραυνοί
μάνα μοιρολογάει.
Μου κλέψανε τον ήλιο μου
το ύστερό μου γέλιο,
το φως από τα μάτια μου
που πάντα θα προσμένω
Χάθηκες στον ορίζοντα
μ’ έντυσε μαύρη μέρα,
ήσουν για μένα η αυγή
καθάρια καλημέρα.
Εσύ το τρυφερούδι μου
χρυσόσταλτο της μέρας ,
πλημμύριζε από παντού
γαλήνη της εσπέρας
Πως νοσταλγώ ψυχούλα μου
ν’ ακούσω τη φωνή σου
να αντικρίσω ξαφνικά
τη λεβεντομορφή σου.
Εδώ σε θάψαν γιόκα μου
Καμάρι τιμημένο,
Εδώ που εγεννήθηκε
Μπουμπούκι μυρωμένο.
Κύματα αγριοθάλασσας
τα δάκρυα της ψυχής της,
να πνίξει θέλει τα’ άδικο
που πήρε την πνοή της.
Μαυροντυμένη άνοιξη
τα μάτια αντικρίζουν
που ‘ναι τα δέντρα τα πλατειά;
με τα χλωρά βλαστάρια;
που είν’ τα κελαιδίσματα;
υδάτων τα γιορντάνια.
Απόμεινε να ακούγεται
η σιωπή, που κλαίει η μάνα ,
για το παιδί της πατρίδος,
για μια σταγόνα κόκκινο αίμα
που σκεπάζει όλη τη γή.
Λουλούδια κατάλευκα
έχουν φυτρώσει.
Ήρθε η ειρήνη να μας λυτρώσει
το πέπλο της άπλωσε
να μας σκεπάσει
ποτέ, ποτέ, ποτέ,
άλλη μάνα να μην ξανακλάψει.
Ορφανά στους δρόμους να μην γυρίζουν
την ασχήμια μας μην αντικρίζουν.
Στην αυλή του κόσμου κοίτα
οι λαοί δεινοπαθούν,
θα έρθει, ξέρετο, μια μέρα
την αλήθεια θα την δούν.
Στου ήλιου το βλέμμα, χαράζουν αστέρια
ανάσα πνοής, λευκά περιστέρια,
Λαοί της γής μας γίνετε ένα
Αγάπης ξεκίνημα όχι άλλο αίμα.
Των ηρώων οι ψυχές δεν πεθαίνουν,
παραμένουν στην πρώτη γραμμή,
είναι ο αγώνας των δικαίων
για πανανθρώπινη ΕΙΡΗΝΗ στη γή
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΞΙΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ
Ποίημα Παναγιώτας Γ. Παρασκευά