Δεν είναι πολύ εύκολο να αποκωδικοποιηθεί πλήρως η πρόσφατη εξέλιξη της ρητορικής του Ερντογάν, που φαίνεται να ασκεί κριτική και να προσπαθεί να αποδομήσει ιδεολογικά μια από τις ισχυρότερες διεθνείς συνθήκες, τη Συνθήκη της Λωζάννης. Ένα μέρος της Συνθήκης αυτής αφορούσε την ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών και των καθορισμό των ελληνοτουρκικών συνόρων. Εάν συμβαίνει ειλικρινώς η αμφισβήτηση αυτή, η Τουρκία και ο εθνικισμός της είτε στην κεμαλική είτε στην ισλαμιστική του εκδοχή, θα έχουν κερδίσει την παγκόσμια πρωτοτυπία αμφισβητώντας για δεύτερη φορά μια από τις μεταπολεμικές συνθήκες που πάνω της βασίστηκε η γεωπολιτική ισορροπία.
Η πρώτη αμφισβήτηση έγινε από τον Μουσταφά Κεμάλ, όταν δεν αποδέχτηκε τη Συνθήκη των Σεβρών (η ανατολική εκδοχή της Συνθήκης των Βερσαλιών) μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνη η αμφισβήτηση ήταν εντελώς πετυχημένη χάρη στους ανόητους της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος», που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή. Επέτρεψαν έτσι την οριστική εξόντωση των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων από ένα εθνικισμό που έμελλε να αποτελέσει οδηγό για το ναζιστικό κίνημα, δηλαδή το χειρότερο εθνικιστικό, μιλιταριστικό και ρατσιστικό κίνημα της Ευρώπης του Μεσοπολέμου.
Ο Ερντογάν έρχεται τώρα -μετά την αποτυχία του κεμαλικού πραξικοπήματος– να αμφισβητήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία είχε αντικαταστήσει τη Συνθήκη των Σεβρών και ρύθμισε για 90 χρόνια τις σχέσεις στην Εγγύς Ανατολή. Με τον τρόπο του Ερντογάν οι Τούρκοι αμφισβητούν για δεύτερη φορά μια διεθνή, ισχυρή μεταπολεμική συνθήκη. Θα τα καταφέρουν και τώρα;
Σίγουρα η ρητορική αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάκληση της ανάμνησης του οθωμανικού παρελθόντος, που είχε εξοβελιστεί και υποτιμηθεί από τους πραγματικούς κεμαλικούς εθνικιστές. Έρχεται λοιπόν να εξυπηρετήσει τη διαδικασία της εσωτερικής σύγκρουσης από τη μια και της προσπάθειας επέμβασης στα της Μοσούλης, κατά τη διαμόρφωση του νέου χάρτη της Μέσης Ανατολής, που επιχειρείται στις μέρες μας.
Από την άλλη βεβαίως υπάρχει το ζήτημα της εσωτερικής πολιτειακής αναδόμησης. Στους στόχους του Ερντογάν υπήρξε εξαρχής η διαμόρφωση συνθηκών που θα επέτρεπε την επανεμφάνιση μορφών διακυβέρνησης πλησιέστερων προς το οθωμανικό μοντέλο απ’ ότι σ’ αυτό της δυτικού τύπου δημοκρατίας. Και τη στόχευση αυτή εξυπηρετεί και διευκολύνει προς το παρόν η εισαγωγή ενός προεδρικού συστήματος. Για να καταφέρει να υλοποιήσει όμως αυτό το στόχο απαιτούνταν πλειοψηφίες στη Βουλή που θα μπορούσαν να τους τις εξασφαλίσει είτε το HDP (το κεντροαριστερό κόμμα που εκπροσωπούσε κυρίως τους Κούρδους, τις μειονότητες και μεγάλο μέρος των φιλελεύθερων), είτε οι ακραίοι εθνικιστές του ΜΗΡ (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης των Γκρίζων Λύκων-ÜlküOcakları).
Η άρνηση του HDP να συμβάλλει στη διαμόρφωση συγκεντρωτικών και απολυταρχικών δομών οδήγησε στη σκληρή δίωξη από τον Ερντογάν, ο οποίος συνήψε συμμαχία με το Κόμμα των Γκρίζων Λύκων. Σε ουσιαστικό αλλά και συμβολικό επίπεδο ο Ερντογάν και οι Γκρίζοι Λύκοι βρίσκονται σε αντιδιαμετρικό σημείο. Ο Ερντογάν θέλει να εκφράσει τον παλιό οθωμανικό υπερεθνικό και θρησκευτικό κόσμο, ενώ οι Γκρίζοι Λύκοι εκφράζουν τον ακραίο εθνικισμό ο οποίος συνέτριψε ιστορικά τους Οθωμανούς προς όφελος του παντουρκισμού. Τα πολιτικά όμως συμφέροντα οδηγούν σε ανίερες συμμαχίες με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Οι εξελίξεις αυτές που θέτουν πολλά ερωτήματα, αποτελούν μεγάλη πρόκληση για τους αναλυτές που ασχολούνται με τις σύγχρονες τάσεις και αλλαγές στην δύσκολη γειτονιά της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Βλάσης Αγτζίδης
διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/